Το τελευταίο χτύπημα στο ρινγκ της ύπαρξης. Και το μαχαίρι βγαίνει. Ο ουρανός γίνεται κόκκινος πάνω από την Αναξαγόρα, το μπαλκόνι του Ευαγγελισμού, την Ανάφη και το Mall. Η ίδια σκεπή για όλους τα δωμάτια διαφέρουν. Και ο νεκρός είναι στο μικρό υπόγειο. Ο κύκλος κλείνει στα δεκαεννιά. Εκείνος πεθαίνει χειρότερα από τα σκυλιά στις «Χαμένες αγάπες». Κανένας άστεγος δεν θα βρεθεί να τον αγκαλιάσει. Κανένας Ιναρίτου δεν σκηνοθετεί. Δεν υπάρχει σκηνοθέτης όλοι είμαστε κομπάρσοι σε αυτό και κανείς δεν ξέρει το σενάριο.
Φεύγει και αυτός κομπάρσος. Άτυχος που τον σκότωσαν Αύγουστο. Όλοι κλαίνε για το δράμα της Σιλά ούτε για μια Τρίτη δεν θα γίνει πρωταγωνιστής. Ο Λάκης λείπει διακοπές.
Έπειτα ο θύτης βγάζει το κράνος. Σήμερα είναι παραμονή αλλά η προπόνηση συνεχίζεται κανονικά. Σε υπόγειο και αυτός σηκώνει τα κιλά. Πρέπει να είναι σε φόρμα για το επόμενο χτύπημα. Δεν υπάρχει Αύγουστος για αυτόν. Όλοι οι μήνες είναι μήνες καθαρισμού. Είναι ο σκουπιδιάρης του ελαττωματικού DNA. Είναι ο παλιατζής των άχρηστων εθνών. Φορτώνει στην καρότσα παλιοσίδερα και παλιανθρώπους. Μετά χωματερή. Να μείνει η Αθήνα καθαρή γεμάτη με λευκά, άνεργα, ηττημένα, ελληνόπουλα. Συνεχίζει με κοιλιακούς, ραχιαίους, τρικέφαλους, δικέφαλους, ξανά πάγκος. Παραπατάει από την ένταση. Τα χρωμοσώματα του περήφανου DNA λαχανιάζουν. Ο ιδρώτας τους βγαίνει στους πόρους. Στύση.
Μετά κάπου αλλού. Άλλη μια οθόνη ανοίγει μετά το απογευματινό μπάνιο σε εφηβικό δωμάτιο. Η ψηφιακή κάτοικος μυρίζει αντηλιακό καρύδα. «Γαμώτο. Να μην έχει μια σελίδα στο Facebook ο νεκρός να γίνουμε Friends μετά θάνατον. Ένα twitter να τον ακολουθήσω στη νεκρική πομπή. Instagram με μια τελευταία του φωτογραφία να την κάνω RT» σκέφτεται. Μετά ευτυχώς αφήνει ήσυχο το νεκρό και «μόλις ανέβασα μια photo. Τα καινούρια μου πέδιλα». Άτυχος διπλά. Και Αύγουστο και να σκυλεύουν το πτώμα σου οι ηλίθιοι τούτη την ψηφιακή εποχή.
Κυριακή ξανά. Και ο άνθρωπος με το κράνος κάθεται γύρω από το οικογενειακό τραπέζι. Στρώνουν το λευκό τραπεζομάντιλο. «Βλέπω λευκό και μου θυμίζει τα αδέρφια της Κου Κλουξ Κλαν. Τις λευκές τους κουκούλες» σκέφτεται και κορδώνεται περήφανα, εσωτερικά, μοναχικά που ξέρει και ιστορία. Τα ιστορικά κατορθώματα της λευκής φυλής.
Το παιδί του παραδίπλα παίζει. Ολόξανθο. «Έλα να φάμε» του λέει. «Να τους φάμε» σκέφτεται. Και η γυναίκα μηχανικά πηγαινοφέρνει τα πιάτα. Ύστερα κάθονται γύρω από αυτό. Τρώει το κοτόπουλο με τα χέρια. Και το μπούτι. Και την πλάτη. Τα χώνει στο στόμα του σαν ανθρώπινα μέλη. Τα σάλια τρέχουν. Μια τρυφερή οικογενειακή στιγμή μετά από μια σκληρή εβδομάδα.
Ο ήλιος μπαίνει από τα παράθυρα της κουζίνας. Λούζει τον πάτερ φαμίλια. Άραγε να λούζει ο ίδιος ήλιος τον μαχαιρωμένο; Να αντανακλά το φως του κάποια άσπρη πλάκα. Μήπως είναι στα σκοτάδια του ψυγείου ακόμα; Που τους πάνε μετά; Αλλά πραγματικά κανείς δεν νοιάζεται για όλα αυτά…
σχόλια