Ξεχάστε το θάνατο φώναζε κάθε κύταρρο της υπάρξης της και το φαγητό ήταν απλά ο δικός της, προσωπικός διάδρομος απογείωσης μακριά από τη σιδεροφραχτη τελική πίσσα που θα μας καταπιεί αργά ή γρήγορα όλους.
Μέσα στη ραστώνη των γιορτών ξεφύλλιζα το αρχείο του SYMBOL του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου , του καραεπιτυχημένου πρόγονου της εξίσου επιτυχημένης lifo, νεοσσοί (παραδόξως μου εχουν τζουρνέψει όλα τα 01 λολ στο διάβα των χρόνων.)
Το θέμα μας δεν είναι οι εκδοτικές επιτυχίες ή αποτυχίες βέβαια, αλλά η τρυφερή θύμηση μιας χαρισματικής γυναίκας, της Μαρίας Χαραμή, που μπορεί να έκανε σέρφινγκ στην επιφάνεια πολλές φορές αλλά ήξερε καλά την ταριχευμένη υγρασία που κρύβουν τα πατώματα της ψυχής του κάθε ανθρώπου κι ας την πασπάλιζε με γόους και θηλυκωμένους γκουρμαιμάτινους μεζέδες.
Στο τεύχος εκείνο λοιπόν αυτή η φαινομενικά ιέρεια του γλάσσου είχε στοχεύσει κέντρο στη κάρδιά του ποιητικού άσσου επιλέγοντας μέσα στη χρηματιστηριακή κραιπάλη ένα ποίημα για τη κατάθλιψη (πολύ πριν τα μνημόνια τη κάνουν την εθνική μας ασθένεια) κι ενώ στους κύκλους της πυγμαίοι του καιρού εκείνου του ρεύεσθαι και πέρδεσθαι ούτε καν ψιθύριζαν τη λέξη.
Ξεχάστε το θάνατο φώναζε κάθε κύτταρο της υπάρξης της και το φαγητό ήταν απλά ο δικός της, προσωπικός διάδρομος απογείωσης μακριά από τη σιδεροφραχτη τελική πίσσα που θα μας καταπιεί αργά ή γρήγορα όλους.
Το ποστάρω και στον Παράδεισο για να υπάρχει στην αχανή ψηφιακή ιντερνετική θάλασσα, δείγμα της ίσως παρεξηγημένης βυσσινόρωγης ύπαρξής της από παρωπιδικούς ταγούς- που υπάρχουν σε κάθε όχθη -και οι οποίοι δε λένε να καταλάβουν πως μπορείς να μονάζεις και να ασκητεύεις ακόμα και στο πιο κυκλωνικό δίκτυο του οποίου αποτελείς μέρος.
Αρκεί να έχεις αποθέματα σοκολάτας κι έναν ώμο ν' ακουμπάς όταν η ψυχή σου κουράζεται από τα χειρουργεία των οργίων της ύπαρξης.