Οι στίχοι αυτού του τραγουδιού σε μουσική Γιάννη Σπανού που ερμήνευσε μοναδικά η Βίκυ Μοσχολιού είναι μία ωδή στη μοναξιά, τη μεγαλύτερη πληγή των πολιτισμένων κοινωνιών. Είναι στίχοι θλιμμένοι, αλλά όχι θλιβεροί, μελαγχολικοί, αλλά όχι καταθλιπτικοί και, οπωσδήποτε, ποιητικοί.
Τους έγραψε ένας άνθρωπος που έφυγε πριν λίγη ώρα από τη ζωή και που όσο ζούσε δεν του φαινόταν αυτή η έμφυτη μελαγχολία, το εφαλτήριο - θα λέγαμε - για την πιο δημιουργική και ειλικρινή μορφή τέχνης.
Ο Γιάννης Καλαμίτσης ήταν 74 ετών, πριν τρεις μέρες είχε τα τελευταία του γενέθλια, νοσηλευόμενος στο Σισμανόγλειο με βαριά νεφρική ανεπάρκεια. Η είδηση του φευγιού του λύπησε πολύ κόσμο, μαζί και μένα που τον είχα συναντήσει μια - δυο φορές σε ραδιοφωνικούς διαδρόμους.
Φτιαγμένος από τη στόφα εκείνων των εκπροσώπων της γενιάς του 1960 που διατήρησαν ακέραια το χιούμορ, την παιδεία, το ήθος, αλλά και την προαναφερθείσα μελαγχολία - ίδιον, ενδεχομένως, των ιδεολογημάτων που κατέρρευσαν. Γι' αυτό ίσως ο Καλαμίτσης να γούσταρε πολύ τον Μανώλη Αναγνωστάκη, όπως τον θυμάμαι να μου λέει.
Τον είχα ρωτήσει για τους στίχους του πού'χε δώσει στον Μίκη Θεοδωράκη σε ένα δίσκο που παρ' ότι τραγουδούσαν ο Στέλιος Καζαντζίδης και σε β΄ φωνή η Χάρις Αλεξίου, δεν είχε περπατήσει. Αναφέρομαι στο άλμπουμ Στην Ανατολή του 1974, όπου, εκτός του Καλαμίτση και του ίδιου του Μίκη, στίχους είχαν γράψει και ο σκηνοθέτης Μιχάλης Κακογιάννης, καθώς και ο άγνωστος - σε μένα - Κώστας Στυλιάτης. Όντως, ήταν ωραίος δίσκος αυτός, μου είχε απαντήσει τότε ο Καλαμίτσης, αλλά μετά ήρθε το θηρίο ο Αναγνωστάκης και μας τσάκισε όλους, εννοώντας φυσικά την επόμενη δισκογραφική εργασία του Μίκη, τις Μπαλάντες του 1975 σε ποίηση Αναγνωστάκη με τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά και τον Πέτρο Πανδή.
Μιαν άλλη φορά που τον συνάντησα, περνούσε βιαστικά να προλάβει το τέλος του δελτίου ειδήσεων για να ξαναβγεί στον αέρα, κοντοστάθηκε όμως, με αποκάλεσε βιογράφο των απόκληρων, γελάσαμε, και χώθηκε γρήγορα στο στούντιο. I know, περιαυτολογώ, αλλά εδώ μέσα είναι προσωπικό το blog, δεν πρόκειται για εφημερίδα και για στεγνά βιογραφικά του κάθε προσώπου που φιλοξενείται, ανατρέξτε αλλού καλύτερα.
Μετά τον άλλο συχωρεμένο, τον Πάνο Γεραμάνη, ο Καλαμίτσης ήταν ο δεύτερος παραγωγός που συναντούσα και που έμοιαζε ενημερωμένος για το τι κάνει ακόμη και ο πιο νέος και άβγαλτος στο χώρο αυτό. Δεν είναι μικρό πράγμα για έναν άνθρωπο με έργο πίσω του σε δισκογραφία, ραδιόφωνο και θέατρο.
Ασκητική φιγούρα εξ όψεως, διόλου τυχαίο που ο Καλαμίτσης αγαπούσε τα φυτά και τα κρασιά, το αγνό και το ανόθευτο. Σαν τον Αργύρη Χιόνη τον ποιητή μοιάζεις, θυμάμαι πως τού'χα πει, κάτι που του άρεσε, μια και εκτιμούσε τους ποιητές και τους λογοτέχνες, τους ζωγράφους, τους οινοποιούς, τους καλλιτέχνες της ζωής γενικότερα.
Ομολογώ πως δεν τον άκουγα στο ραδιόφωνο, μια και τα τελευταία χρόνια αποφάσισα να ασχοληθώ με τις στοίβες των cd που υπάρχουν στο σπίτι μου και που πολλά απ' αυτά είναι ακόμη με τη ζελατίνα τους. Όποτε όμως τον άκουγα μέσα σε κάνα ταξί και αναγνώριζα τη φωνή του, χαμογελούσα σα να άκουγα κάποιον φίλο, ένα δικό μου άνθρωπο.
Το ίδιο συναίσθημα, υποθέτω, θα ένιωθαν πάρα πολλοί ακόμη άνθρωποι, οι ίδιοι που από σήμερα θρηνούν την απώλεια του, αυτοί που ο Γιάννης με τις παρλάτες και τα κείμενα του, γλύκανε λίγο την καθημερινότητα του βίου τους.
Τον αποχαιρετώ με μερικούς δικούς του στίχους που τραγούδησε ο Καζαντζίδης, μελοποιημένοι από τον Θεοδωράκη:
Κάποιοι τρέξανε στην πόρτα και την κλείσανε
κι άλλοι σβήσανε τα φώτα και δακρύσανε.
Ένας πως θα πάει να μάθει μας ψιθύρισε
κι έφυγε για να ξανάρθει, μα δε γύρισε.
Και δε μίλησε κανείς, τέτοιες ώρες τι να πεις...
Καλό σου ταξίδι, Γιάννη Καλαμίτση!