Το 1975 ο σκηνοθέτης Γιάννης Σμαραγδής ήταν 28 ετών και το αίμα του έβραζε. Λογικό για έναν καλλιτέχνη που είχε ζήσει τον Μάη του ΄68 (σπουδές στο Παρίσι γαρ) και ασφυκτιούσε μεσ' στη χούντα των συνταγματαρχών, γυρνώντας στη χώρα του. Τότε ο Σμαραγδής ήταν αριστερός - κι όταν λέμε αριστερός, εννοούμε αριστερός -, δηλαδή ούτε που θα φανταζόταν ότι 38 χρόνια αργότερα θα τραγουδούσε κακόγουστες Κρητικές μαντινάδες στον Έλληνα πρωθυπουργό και μάλιστα της δεξιάς συντηρητικής παράταξης.
Το 1975, λοιπόν, τον Σμαραγδή απασχολούσαν τα τραύματα του Εμφυλίου, όπως και όλους σχεδόν τους εκπροσώπους του ΝΕΚ, άλλους περισσότερο, άλλους λιγότερο.
Είχε ήδη κάνει μια πρώτη αξιόλογη εμφάνιση στα κινηματογραφικά πράγματα με μία 12λεπτη μικρού μήκους ταινία του 1972, την οποία δεν έχω δει, αλλά γνωρίζω ότι έφτασε μέχρι τον Καναδά, κατάσταση διόλου ευκαταφρόνητη για την εγχώρια κινηματογραφική πραγματικότητα της εποχής. ''Δύο - τρία πράγματα'' ήταν ο τίτλος της.
Η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, με την οποία ασχολούμαι στο post τούτο, λεγόταν ''Κελλί Μηδέν'' και βασιζόταν σε δύο σημαντικά βιβλία μαρτυριών:
Το ένα ήταν οι ''Ανθρωποφύλακες'' του Περικλή Κοροβέση. Ο Κοροβέσης, που παραμένει ορίτζιναλ αριστερός και ωραίος τύπος, με το βιβλίο αυτό κατέθεσε ένα σημαντικό ιστορικό ντοκουμέντο και πιο συγκεκριμένα γνωστοποίησε για πρώτη φορά στη Διεθνή Αμνηστία και στο Συμβούλιο της Ευρώπης τα βασανιστήρια των πολιτικών αντιφρονούντων από τους χουντικούς συνταγματάρχες.
Το άλλο ήταν οι ''111 μέρες στην ΕΣΑ'' του αξιωματικού Αναστάσιου Μήνη που περιείχε το ημερολόγιο του στα κρατητήρια της ΕΑΤ/ ΕΣΑ το καλοκαίρι του 1972. Ο Μήνης ήταν το πρόσωπο που κατά κάποιο τρόπο βιογράφησε ο Σμαραγδής στο ''Κελλί Μηδέν''. Το δε βιβλίο του ακόμη υπάρχει στις εκδόσεις Αλφειός και παρά τη σκληρότητα των όσων περιγράφει, διαβάζεται μονορούφι.
Ας πω εδώ ότι έχω διαβάσει και τα δύο βιβλία (του Κοροβέση ειδικά το θεωρώ must για κάθε μελετητή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας), ενώ την ταινία του Σμαραγδή την είχα δει πρωτοετής στη σχολή κινηματογράφου της Ευγενίας Χατζίκου. Τι ωραίες εποχές! Βλέπαμε ταινίες, ελληνικές και ξένες, στο υπόγειο της σχολής, στο παλιό κτήριο της λεωφόρου Αλεξάνδρας, που ήταν ταγματασφαλίτικος χώρος επί χούντας, κι ύστερα κάναμε ολόκληρη ανάλυση με τον Δήμο Θέο. Συχνά μάλιστα διαφωνούσαμε για τις ταινίες, γινόμασταν μπίλιες μεταξύ μας, αλλά αμέσως μετά πίναμε ένα κονιάκ στο παραπλεύρως καφενείο και τα ξαναβρίσκαμε ήρεμα και καλά μέχρι την επόμενη προβολή.
Θυμάμαι ότι το ''Κελλί Μηδέν'' είχε μία ''βρώμικη'' ασπρόμαυρη φωτογραφία και μία μουσική που πολύ μου είχαν αρέσει. Τη φωτογραφία υπόγραφε ο οπερατέρ Νίκος Σμαραγδής και τη μουσική ο Νίκος Κανάκης, γνωστός παραγωγός σήμερα στο κινηματογραφικό σινάφι.
Παραγωγός φαινόταν ο εφοπλιστής Γιώργος Παπαλιός, ένας άνθρωπος κομβικός για τον ΝΕΚ, εφόσον την ίδια περίοδο χρηματοδοτούσε ότι πιο ρηξικέλευθο είχε να επιδείξει η εγχώρια κινηματογραφία, σαν το ''Κιέριον'' του Θέου, τα ''Χρώματα της Ίριδος'' του Νίκου Παναγιωτόπουλου και φυσικά τον αριστουργηματικό ''Θίασο'' του Θόδωρου Αγγελόπουλου.
Πρωταγωνιστούσαν ο Κώστας Καζάκος, ο Βαγγέλης Καζάν, ο Νίκος Χαραλάμπους, η Σοφία Σεϊρλή, ενώ σημαντικούς ρόλους είχαν και η Ασπασία Κράλλη, ο Δημήτρης Πουλικάκος, ο Νίκος Κούρος, ο Στέλιος Λιονάκος κ.α.
Στο ''Κελλί Μηδέν'' ο Σμαραγδής μετέφερε τον θεατή τρία χρόνια πριν, στα 1972, τότε που ένας απόστρατος αξιωματικός (ο Μήνης του βιβλίου) οδηγούταν στα κελλιά της ΕΑΤ/ ΕΣΑ και βασανιζόταν φριχτά από τη χούντα, αρνούμενος να προδώσει τα δημοκρατικά του πιστεύω. Ευτυχώς η ταινία δεν έμενε μόνο σ' αυτό το, ούτως ή άλλως δυνατό, γεγονός. Εκτεινόταν σε ένα καλοδουλεμένο ψυχογράφημα, στηριζόμενη εν πολλοίς στις σχέσεις του φυλακισμένου αξιωματικού με τους βασανιστές του, την ίδια του τη γυναίκα, ένα νεαρό κομμουνιστή, αλλά και έναν ΕΛΑΣίτη.
Κατάφερε, δε, ο σκηνοθέτης να αποσπάσει την καλή ερμηνεία του Κώστα Καζάκου, κατά τη γνώμη μου την καλύτερη του μετά το ''Μπλόκο'' (1964) του Άδωνι Κύρου.
Το ''Κελλί Μηδέν'' προβλήθηκε στο 16ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης που διεξήχθη μεταξύ 22 και 28 Σεπτεμβρίου του 1975 στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών. Έπεσε μάλλον σε μια χρονιά με τα πράγματα να είναι εις βάρος του, εξ ου και δεν τιμήθηκε με κάποιο βραβείο ή διάκριση. Αναφέρομαι φυσικά στον αγγελοπουλικό ''Θίασο'' που επίσης συμμετείχε στην ίδια διοργάνωση κι έφυγε με εφτά μεγάλα βραβεία, αλλά και στην εξαιρετική ασπρόμαυρη ''Ευρυδίκη Β.Α. 2037'' (βραβεία σκηνογραφίας και πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη στον Νίκο Νικολαΐδη), στο χίπικο ''Αλδεβαράν'' (διάκριση σκηνοθεσίας στον Ανδρέα Θωμόπουλο) και στο συγκινητικό ντοκιμαντέρ ''Πολεμόντα'' του Δημήτρη Μαυρίκιου (βραβείο Κοινού). Παρένθεση: Η Ελένη Καραΐνδρου μού'χε δηλώσει σε συνέντευξη της πως από το ''Πολεμόντα'' του Μαυρίκιου ο Θόδωρος Αγγελόπουλος πρωτάκουσε μουσική της και βρήκε την ''αδερφή ψυχή'' του για όλα τα επόμενα χρόνια!
Παρ' όλα αυτά, ακόμη κι αν δεν είχε διακριθεί τότε το κινηματογραφικό ντεμπούτο του Γιάννη Σμαραγδή, παραμένει μία φιλότιμη και εντιμότατη προσπάθεια του να αναμετρηθεί με τα φαντάσματα του Εμφυλίου που έσυραν ένα λαό ολόκληρο σε χολέρα εφταετούς διάρκειας. Μην ξεχνάμε ακόμη ότι στο ίδιο φεστιβάλ συμμετείχε και ο ευαίσθητος Τάκης Κανελλόπουλος με το σπονδυλωτό ''Χρονικό μιας Κυριακής'', που επίσης ο λυρισμός του αγνοήθηκε μέσα στον Μεταπολιτευτικό μεγαλοϊδεατισμό.
Μετά από το ''Κελλί Μηδέν'', ο Σμαραγδής γύρισε ακόμη μία ταινία με θέμα παρεμφερές (''Το τραγούδι της επιστροφής'' του 1983), συνυπόγραψε ένα χρόνο πριν το αγαπημένο σπονδυλωτό ''Αλαλούμ'' του Χάρρυ Κλυνν και ταυτίστηκε με ορισμένες από τις καλύτερες στιγμές της ελληνικής τηλεόρασης των 80s: τα σήριαλ ''Χατζημανουήλ'', ''Χαίρε Τάσο Καρατάσο'' και το ''Σιγά η πατρίδα κοιμάται''.
Σέβομαι και τιμώ τον σκηνοθέτη Γιάννη Σμαραγδή και δεν φοβάμαι να δηλώσω πως δεν μου αρέσουν οι τελευταίες σούπερ - ντούπερ υπερπαραγωγές του. Τις βρίσκω άψυχες, φούσκες κανονικές, ''πολύ κακό για το τίποτα''. Δικαίωμα μου, όπως και δικαίωμα του, αφού μπορεί και τις κάνει αυτές τις ταινίες. Αυτό που είδα όμως χθες με στενοχώρησε ειλικρινά. Και το ότι ένας σκηνοθέτης = άνθρωπος των τεχνών κοιτούσε τον Πρωθυπουργό σαν σκύλος που περιμένει το αφεντικό να του πετάξει ξεροκόμματα, αλλά και το ότι κατέβασε τον ημίθεο Νίκο Καζαντζάκη σε επίπεδο ανθρώπινο της κακιάς υποστάθμης.
Ας τον κάνει λοιπόν τον ''Καζαντζάκη'' του ο Γιάννης Σμαραγδής κατά πώς εκείνος νομίζει. Εύχομαι μόνο να μην είναι ακόμη στην κυβέρνηση ο Σαμαράς όταν ξεκινήσουν τα γυρίσματα. Να έχει υπ' όψιν του, όμως, πως το ελληνικό σινεμά καλώς ή κακώς δεν είναι αυτός. Είναι ο Οικονομίδης, ο Κούτρας, ο Λάνθιμος, ο Αβρανάς, ο Τζουμέρκας, ο Λυγίζος, τα παιδιά μας που μας κάνουν πραγματικά υπερήφανους στο εξωτερικό. Και που απ' όσο νομίζω δε σκαμπάζουν από μαντινάδες...
σχόλια