Η συνειδητοποίηση του παραδόξου που με συγκροτεί ήρθε εκείνο το απόγευμα του Σεπτέμβρη που βγήκα απ' το μπουρδέλο της οδού Ιάσωνος αφού είχα φάει φασολάκια με κρέας, λες κι ήμουν στο οινομαγειρείο της γειτονιάς μου. Τότε μόνο κατάλαβα ότι μια ζωή σερνόμουν όπου με οδηγούσε η συγκυρία, αδύναμος για κάθε θέση ή άρνηση.
Μια στάση που διαμορφώθηκε στα χρόνια της νιότης, ίσως για να ισορροπήσει την έντονη, μα ολότελα άγονη διεκδίκηση της ενηλικίωσης μου αναφορικά με την ψευδαίσθηση της ατομικής μου παρέμβασης στην πορεία αυτού του κόσμου.
Κάπου εκεί, στα χρόνια που άλλοι συνήθως τελειώνουν το πανεπιστήμιο και προκόβουν, εγώ τα βρόντηξα όλα χάμω και προοπτικές και ελπίδες για κάποια κοινωνική άνοδο και ένωσα το χνώτο μου με τους θλιβερούς, τους απόκληρους και τους τσαλακωμένους που συναντούσα στα υπόγεια χαμαιτυπεία.
Η αναζήτηση της ελευθερίας του λεγόμενου ελεύθερου έρωτα και της, τεχνητά καλλωπισμένης, ανεμελιάς της κραιπάλης, με έφεραν τελικά στο φευκταίο αντί στο προσδοκούμενο, καθώς με ξέβρασαν σε δρόμους τέτοιου μεγάλου συντηρητισμού και τέτοιας λατρείας του συμφέροντος που θα έκαναν ακόμη και τον πιο συμμαζεμένο υπαλληλάκο να εξεγερθεί. Διότι τα υποκείμενα του καλλιτεχνικού χώρου που νόμιζα γοητευτικό κι ενστικτωδώς επαναστατημένο, ήταν ζυμωμένα από τόσο εύπλαστο φύραμα μικρότητας κι υποταγής, που μόνον η αδυναμία τους να ενταχθούν στον κόσμο της κανονικότητας, τους είχε οδηγήσει στη δήθεν αντισυμβατική ζωή του περιθωρίου.
Πότε- πότε όμως έβρισκα κι ανθρώπους με μια γνήσια άρνηση που την ενίσχυε και το επίχρισμα της δικής μου επιθυμίας να αυταπατηθώ, όπως ο μακαντάσης με το μουστάκι, που με υιοθέτησε ένα βράδυ στην καβάντζα του Σιδέρη. Για ένα βραχύ διάστημα είχα εξ αίματος συγγένεια και μάλιστα πρώτου βαθμού με την αριστοκρατία του υποκόσμου, κατάσταση που δεν κράτησε βέβαια πολύ, γιατί η αναίσθητη σ' αυτά αστυνομία φρόντισε την τρίτη μέρα της γνωριμίας μας να μπουζουριάσει τον "πατέρα" και να με αφήσει μόνο και απροστάτευτο στα σκοτεινά πεδία της νύχτας.
Εκτός απ' τις συγγένειες αίματος, το ίδιο θλιβερές αποδείχτηκαν και οι εξ αγχιστείας, διότι η τάση μου αυτή προς το κενό και η έλξη που μου ασκούσε κάθε τι που απόκλινε απ' την πορεία του μέσου ανθρώπου, με έκανε να παρατάω σύξυλες ή να μη νοιάζομαι καθόλου για κοπέλες όμορφες και δροσερές της ηλικίας μου και να αφήνομαι μετέωρος πάνω στην υπολογιστική σαγήνη και τα ραγισμένα κορμιά των γηρασμένων γυναικών που συναντούσα. Γενικά, οι περισσότερες καταστάσεις που βίωνα ήταν τόσο παρακμιακές και αταίριαστες για τη νεανικότητα και το σφρίγος μου, ώστε θα μπορούσαν κάλλιστα να θεωρηθούν μέγιστα αδικήματα κατά της φυσιολογίας.
Παραίτηση στην παραίτηση πέρασαν τα χρόνια της εφηβείας και τώρα που εικοσάρισα κανονικά, νιώθω όλο και πιο βαθιά βυθισμένος στο σκοτεινό βυθό της καθημερινής γεύσης του τίποτα. Ήμουν πάλι στα ίδια στέκια και τα έπινα μεσημεριάτικα, με γαρνιτούρα γύρω μου και βουβή συντροφιά ένα τσούρμο παραιτημένους. Δεν ξέρω πώς, μια έκλαμψη με διαπέρασε ξαφνικά, κάτι σαν αυτό που οι πατέρες της εκκλησίας έλεγαν επιφώτιση και το κορμί μου θυμήθηκε ό,τι υπάρχει! Ό,τι είναι ακόμη ζωντανό και ακμαίο, γεμάτο ανεκπλήρωτες επιθυμίες και όμορφες προοπτικές! Ενθύμηση που με αναστάτωσε βαθιά και όταν μεταβλήθηκε σε ερωτική διέγερση με διαπέρασε απ' άκρη σ' άκρη και με παρακίνησε σε κατάσταση άμεσης ενεργητικότητας. Είχα καιρό να το αισθανθώ, γιατί μέσα στη ντάγκλα αλκοόλ και καπνού, είχα παρατήσει πια κάθε αισθαντικότητα, είχα βουλιάξει κάθε επιθυμία κι είχα να έρθω σε ερωτική επαφή ούτε κι εγώ ήξερα από πότε!
Πιεσμένος από ένα σωρό απωθημένα βιώματα, πήρα την απόφαση να πάω σ' ένα μπουρδέλο να εκτονωθώ και ταυτόχρονα υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι αυτό θα είναι το τέλος του εγκλεισμού και η αρχή μιας κανονικής πορείας στον κόσμο. Με την απόφαση της αλλαγής ν' αστράφτει στα μάτια χύθηκα προς τις περιοχές των συναλλαγών του πόθου.
Μπαίνοντας στον προθάλαμο του, συνθηματικά φωτισμένου, σπιτιού δε βρήκα κανέναν πελάτη στην αναμονή και ικανοποιημένος με την τύχη μου στρώθηκα βολικά στον καναπέ περιμένοντας να βγει η γυναίκα να με πάρει. Η ώρα περνούσε, αλλά δε φαινόταν να ξεπροβάλλει κανείς απ' τα ενδότερα. Σηκώθηκα κι άρχισα να βολτάρω νευρικά προχωρώντας βαθμιαία προς το εσωτερικό του σπιτιού. Δεν υπήρχε ψυχή πουθενά. Παραξενεμένος απ' όλη αυτή την ερημιά και αφού όπλισα τον εαυτό μου με αφροδίσιο θάρρος, άρχισα να διερευνώ το διάδρομο κι έφτασα μέχρι να ανοίξω και τη, ρητά απαράβατη, πόρτα της κρεβατοκάμαρας! Άδεια κι αυτή και παντέρημη, παρ' όλο που τα στρωσίδια ήταν ανακατεμένα λόγω της πρόσφατης χρήσης. Απορημένος στο έπακρο και με τον ερεθισμό να αυξάνεται κατακόρυφα από την καθυστέρηση, βάλθηκα να ψάχνω σαν τρελός όλους τους χώρους του σπιτιού και να μη βρίσκω ψυχή ζώσα!
Τελικά, φτάνοντας σε μια ψευδόπορτα από κορδόνια επενδυμένα με χάντρες, περνώντας το κεφάλι ανάμεσα τους, βρήκα επιτέλους την πουτάνα να κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας, φορώντας μια βυσσινί κιλότα μόνο και να τρώει μαζί με τον πούστη της υπηρεσίας! Μόλις με είδαν να μπουκάρω στην κουζίνα τους, οι άνθρωποι ξαφνιάστηκαν και για κάμποση ώρα με κοιτούσαν σαστισμένοι. Κοπιάστε είπε ο πούστης, χωρίς ενδεχομένως να το εννοεί, μόνο για να σπάσει την αμηχανία που προκάλεσε η εισβολή μου. Κάτι όμως τα ούζα που είχα κοπανήσει και με είχαν θερίσει, κάτι η ευκαιριακότητα που με διέπει και δε μ' αφήνει αυτόβουλο ούτε για μια στιγμή, προτού η σκέψη λογοκρίνει το ένστικτο, υπερσκέλισα την τυπικότητα της πρότασης και στρώθηκα φαρδύς- πλατύς στο τραπέζι! Τι να έκαναν κι εκείνοι...Μου γέμισαν το πιάτο με αχνιστά φασολάκια και λόγω του εκτάκτου πανηγυρικού της ημέρας, κοτσάρανε και μια ρετσίνα απ' το ψυγείο και του δώσαμε να καταλάβει!
Βγήκα σχεδόν απόγεμα απ' το μπουρδέλο κι ήμουν ο μοναδικός άνθρωπος στην ιστορία που ύστερα από τόση παραμονή εκεί, είχε φύγει πιωμένος και χορτασμένος, δίχως να' χει αγγίξει ούτε το χέρι της γυναίκας, ούτε του πούστη, ο οποίος με ξεπροβόδισε με τη λογικότατη παρατήρηση Ε, τώρα δεν πιστεύω να θέλετε και να γαμήσετε...
Μιαναυτία προερχόμενη απ' όλα τα δαιμόνια του εαυτού μου είχε αρχίσει να με διαπερνά και να με κάνει να προχωράω στους δρόμους μετέωρος και χωρίς κανένα προορισμό ή στόχο. Στον καθρέφτη ενός μαγαζιού έπεσα φάτσα μ' ένα πρόσωπο που κάτι μου θύμισε κι όταν του χαμογέλασα, μου χαμογέλασε το ίδιο αναίτια κι εκείνο. Δόξα τω θεώ, φάγαμε και σήμερα του είπα ψιθυριστά και γυρίζοντας την πλάτη το παράτησα μέσα στη θαμπή γυάλινη μοναξιά του.
* Το διήγημα αυτό με τίτλο Στην οδό Ιάσωνος τρώνε, το έγραψα το 1995 εμφανώς επηρεασμένος από το τότε ίνδαλμα μου, τον Κάρολο Μπουκόφσκι, και το είχα στείλει σε λογοτεχνικό διαγωνισμό μεγάλης εφημερίδας. Όταν βγήκαν τα αποτελέσματα, υπήρχε η εξής σημείωση στην εφημερίδα: Κάποιοι δεν πήραν στα σοβαρά τον διαγωνισμό μας και δίπλα, μέσα σε παρένθεση, αναγραφόταν ο τίτλος του πονήματος μου. Δεν θα μπορούσα τελικά να έχω πάρει σημαντικότερο βραβείο απ' αυτές τις δυο-τρεις αράδες...