Πέμπτη πρωί. Πίνω καφέ με τη φίλη Σ., η οποία μου περιγράφει γελώντας πως η τελευταία τάση της μόδας στα φροντιστήρια ξένων γλωσσών είναι οι χώροι προσομοίωσης με γειτονιές του αντίστοιχου εξωτερικού. Μου λέει μάλιστα πως ενώ το παιδί της πηγαίνει σε ξενόγλωσσο σχολείο, οι περισσότεροι συμμαθητές του επισκέπτονται τα απογεύματα τον χώρο αυτό. Να κάνουν τι, αναρωτιέμαι, αφού κάνουν τη γλώσσα καθημερινά στο σχολείο. «Μα για να έρθουν σε επαφή με την κουλτούρα, τις συνήθειες, το φαγητό» είναι κάποια από τα επιχειρήματα των πελατών-μαμάδων, (όχι της Σ., πρέπει να της το αναγνωρίσω αυτό).
Κάθε απόγευμα οι δρόμοι της γειτονιάς μου γεμίζουν από γονείς που πηγαινοφέρνουν τα παιδιά τους σε μαθήματα. Τα λέμε ‘δραστηριότητες’ και είναι οι επιπλέον του σχολείου γνώσεις που θέλουμε να τους παραχώσουμε και τα χόμπι που ονειρευόμαστε να αποκτήσουν. Χαιρετιόμαστε οι γνωστοί χωρίς να σταματήσουμε, γιατί μονίμως βιαζόμαστε ή πιάνουμε ψιλοκουβέντα έξω από τη σχολή, την ώρα που περιμένουμε να τελειώσει η Ελενίτσα το μπαλέτο ή ο Αντωνάκης το κολυμβητήριο. Μερικές φορές δεν προλαβαίνουμε καν αυτό, γιατί με περισσότερα του ενός παιδιά, τα δρομολόγια γίνονται πιο πολύπλοκα και η οργάνωση του αφήνω-τον-Κωστάκη-στα-αγγλικά-και-τρέχω-να-μαζέψω-το-Γιαννάκη-από-το-κλαρίνο απαιτεί τεχνικές μάνατζμεντ που τελειοποιεί μόνο η εμπειρία. Η εποχή προσφέρει πολλές επιλογές. Από γλώσσες, αθλητισμό και τέχνες, μέχρι ομάδες αυτογνωσίας και αυτοενίσχυσης (ναι, για παιδιά). Εμείς δεν έχουμε παρά να διαλέξουμε, να προτείνουμε και να κατευθύνουμε τα παιδιά μας σε ό,τι θεωρούμε καλύτερο. Όλα αυτά θα ήταν φυσικά εξαιρετικά εάν δεν το είχαμε χάσει τελείως.
Μέσα στο γενικότερο κλίμα της τελευταίας δεκαετίας (ας μην επαναλαμβάνομαι), τα μικρά έγιναν μικρά πειραματόζωα, σερνόμενα από δραστηριότητα σε δραστηριότητα από γονείς που αγωνίζονταν να τους προφέρουν το καλύτερο δυνατό. Από τη δομημένη ζωή του σχολείου τους σε άλλα δομημένα μαθήματα, που στόχο έχουν να μεταδώσουν όσο πιο πολλή γνώση γίνεται, όσο πιο σύντομα είναι εφικτό. Ο κόσμος τρέχει, η ζωή είναι πολύπλοκη και οι γονείς ζουν με την αγωνία του αν τα παιδιά τους θα είναι κατάλληλα εξοπλισμένα για να ανταποκριθούν. Το άγχος όμως αυτό, σε συνδυασμό με τον περιορισμένο χρόνο που οι ίδιοι οι γονείς μπορούν να προσφέρουν στην οικογένειά τους, αλλά και με την ενίσχυση ενός ιδιόμορφου ελληνικού νεοπλουτισμού οδήγησε τα τελευταία χρόνια σε παραλογισμούς. Από τη μία πηγαίνει το παιδάκι σε ιδιωτικό σχολείο όπου κάνει καθημερινά γερμανικά, από την άλλη, κάνει το παιδάκι και γερμανικά ιδιαίτερα, για να είναι άριστο και όχι απλώς καλό. Κάνει μουσική, χορό και θεατρικό παιχνίδι, σα να προετοιμάζεται για καλλιτεχνικό διαγωνισμό. Κάνει αγγλικά από το προνήπιο, κολύμβηση από τα 3 και γιόγκα με τη μαμά του από 6 μηνών.
Ας μην παρεξηγηθώ (πάλι). Οι δραστηριότητες προσφέρουν έναν τεράστιο όγκο ερεθισμάτων και εμπειριών, που οι προηγούμενες γενιές στερήθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Η κατανόηση της σημασίας της μουσικής, του χορού, της τέχνης γενικότερα ή η ενίσχυση της αξίας της άσκησης στην παιδική ηλικία, τόσο για την υγεία όσο και για την απόκτηση υγιεινών συνηθειών είναι κατάκτηση της σύγχρονης παιδαγωγικής και παιδιατρικής. Όμως, όπως κάνουμε συνήθως σ’ αυτή τη χώρα- μάθαμε κάτι; Ε, λοιπόν, θα του αλλάξουμε τα φώτα. Και, εννοείται, θα δείξουμε και στους άλλους πόσο έξυπνο και πόσο μπροστά είναι το δικό μας παιδί. Μόνο που σ’ αυτή την περίπτωση το τίμημα το πληρώνουν τα παιδιά με κούραση, νευρικότητα και απόρριψη ενός πλήθους πραγμάτων πριν γίνουν καν δέκα ετών.
Φέτος όμως, σχεδόν ξαφνικά, τα παιδικά πηγαινέλα μειώθηκαν. Δεν είναι φυσικά άσχετο με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε. Η καθημερινότητα έχει γίνει επώδυνη για την τσέπη μας. Αν και αυτά που ξοδεύουμε για τα παιδιά μας είναι τα τελευταία που θα θελήσουμε να κόψουμε, η πραγματικότητα εκεί μας οδηγεί. Η οικονομική δυσπραγία φέρνει έτσι μια απρόσμενα θετική εξέλιξη στην καθημερινότητα των νηπίων, που από τη μια στιγμή στην άλλη αποδεσμεύτηκαν από το βαρύ απογεματινό τους πρόγραμμα κερδίζοντας χρόνο απλού καθαρού παιχνιδιού.
Σύμφωνα με σύγχρονες παιδαγωγικές θεωρίες, το ελεύθερο παιχνίδι είναι αυτό που προετοιμάζει καλύτερα απ’ όλα τα μικρά παιδιά να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του σχολείου, του κόσμου και των υποχρεώσεών τους όταν αυτά ενηλικιωθούν. Έχει αποδειχθεί ότι η πρώιμη εισαγωγή στη δομημένη μόρφωση όχι μόνο δεν προσφέρει, αλλά μπορεί να είναι ζημιογόνα. Τα παιδιά χρειάζονται ερεθίσματα και διαρκή παράθυρα σ’ έναν θαυμαστό κόσμο, έχουν όμως ανάγκη να τρέξουν, να εξερευνήσουν, να συναναστραφούν ελεύθερα με άλλα παιδιά, αλληλοδιδασκόμενα κοινωνικές δεξιότητες και δομώντας κοινωνικές σχέσεις χωρίς τη διαρκή ενήλικη παρέμβαση ή την υπερτροφοδότηση με πληροφορία. Στις πόλεις ειδικότερα, αυτό το ελεύθερο παιχνίδι συρρικνώνεται ολοένα και περισσότερο, λόγω έλλειψης κατάλληλων εξωτερικών χώρων, ασφάλειας και φυσικά ελεύθερου χρόνου γονιών και παιδιών. Αντικαθιστώντας το όμως με υπερβολικά πολλές οργανωμένες ‘δραστηριότητες’ χάνουμε το μέτρο και κάνουμε τις ‘δραστηριότητες’ αυτοσκοπό.
Αν, έστω και από ανάγκη, αφήσουμε τα παιδιά μας ήσυχα να μεγαλώσουν, ξεκινώντας σε μεγαλύτερη ηλικία κάποιες από τις «επιβαλλόμενες» δραστηριότητες, τότε ίσως θα τους δώσουμε την ευκαιρία να γίνουν ελεύθεροι και σκεπτόμενοι πολίτες, με διαρκή δίψα για γνώση κι όχι ενήλικες μπουχτισμένοι απ’ όλα, έτοιμοι να ‘αράξουν’ και να ‘βολευτούν’. Σας χαιρετώ όμως εδώ, γιατί πρέπει να τρέξω τον μικρό στο τάε κβον ντο.
σχόλια