Σάββατο πρωί. Βρίσκομαι με τον μικρό μου γιο στο καφέ μεγάλου βιβλιοπωλείου. Μια ηλικιωμένη με πλησιάζει για να ζητήσει χρήματα κι εγώ, χωρίς να το σκεφτώ περισσότερο, ανοίγω το πορτοφόλι μου και της δίνω ό,τι ψιλά βρίσκω. Μια συνηθισμένη γιαγιά, που δεν φοράει κουρέλια, δε μιλάει σπαστά ελληνικά και απλώνει το χέρι, αποφεύγοντας να με κοιτάξει. Δεν συνηθίζω να δίνω χρήματα στους επαίτες ή όταν δίνω, αμφιβάλλω πάντα αν έκανα το σωστό. Σήμερα έδωσα. Νομίζω πίστεψα πλέον στη φτώχεια.
Το απόγευμα κατέβηκα στο Σύνταγμα, χωρίς να το έχω προγραμματίσει και χωρίς να έχω ξεκάθαρη θέση πάνω σ’ αυτό. Πήγα ψάχνοντας την ελπίδα, αλλά δεν τη βρήκα. Σ’ αυτό το παγκόσμιο ραντεβού, η ελληνική παρουσία στο Σύνταγμα ήταν μικρότερη από οποιαδήποτε άλλη φορά, κι ας ήταν η πρώτη μετά την καλοκαιρινή ‘σκούπα’ του Δήμου. Η διάθεση χαλαρή, οι αγανακτισμένοι μπροστά στη βουλή σχεδόν γραφικοί, η συναυλία στην πλατεία το μόνο κέντρο ενδιαφέροντος, τόσο που μ’ έκανε ν’ αναρωτιέμαι μήπως ήταν απλώς η δωρεάν σαββατιάτικη ψυχαγωγία που συγκέντρωσε τους συγκεντρωμένους.
Ίσως είμαι άδικη. Όμως εδώ και μερικές εβδομάδες η διάθεσή μου είναι πιο βαριά. Τόσο, που μετά το τελευταίο post αποφάσισα να κάνω ένα βήμα πίσω, να σκεφτώ καθαρότερα και να ψάξω πώς να μιλήσω για ένα μέλλον λιγότερο ζοφερό. Δεν είναι εύκολο. Μεταξύ μας βρίσκουμε τρόπους να γελάμε, με την επιστροφή του ρεφενέ και των οσπρίων, με τις πονηριές των ιδιωτικών σχολείων για περιορισμό των εξόδων τους, με τα γιαουρτώματα των πολιτικών, με τα χάλια μας τα ίδια. Μακριά όμως από τις στιγμές που ξορκίζουμε την αγωνία, η καθημερινότητα βυθίζεται συνεχώς. Η φίλη Χ. προσπαθούσε χρόνια να κάνει παιδί. Τώρα που είναι επιτέλους έγκυος, μου ομολόγησε ότι δεν είναι σίγουρη πως πρέπει να φέρει στον κόσμο ένα παιδί. Στις σχολικές συγκεντρώσεις, οι γονείς κοιταζόμαστε προσθέτοντας κάθε φορά νέα πρόσωπα στη λίστα των άνεργων. Ο Δ., κάτοικος άλλης χώρας πλέον, μου λέει ξεκάθαρα πως η κάθε μέρα που περνάει του επιβεβαιώνει πως φεύγοντας έκανε το σωστό. Ακόμη κι ο εκδότης μας -ο πάντα οσμιζόμενος την ελπίδα- στο τελευταίο του editorial ομολογεί ότι δεν βλέπει τίποτε νέο στον ορίζοντα ικανό να κάνει το βλέμμα ν’ αστράψει.
«Το πρόβλημα» μου είπε χθες στη συγκέντρωση η Β. «είναι το βόλεμα. Είναι η νοοτροπία του Έλληνα σήμερα που, όταν χάσει τη δουλειά του, θα τα μαζέψει και θα πάει να μείνει με τη μάνα του». Έχει άδικο; Κινούμαστε όλοι σε κατάσταση σοκ, γεμάτοι αμφιβολίες για το τι πρέπει να γίνει, γεμάτοι απογοήτευση για το πόσο μπορεί ο καθένας να είναι κάτι περισσότερο από πιόνι στα χέρια της ιστορίας. Μας διακατέχει η άγνοια, η ενοχή για όσα πάντα ξέραμε και δε μιλούσαμε, ο φόβος, αλλά και η νοοτροπία του παρτάκια, που νοιάζεται πρώτα απ’ όλα για το τομάρι του, σίγουρος ότι και μακροπρόθεσμα ακόμη μπορεί να ξεχωρίσει την τύχη του από των υπολοίπων.
Ίσως είμαι άδικη. Σε μια κρίση άλλωστε που έχει απλώσει τα νύχια της σε όλο τον δυτικό πολιτισμό, φως δεν βλέπουμε από κανένα γεωγραφικό πλάτος. Αυτό από μόνο του θα έπρεπε να μας προβληματίζει. Είμαστε όλοι κοινωνοί σ’ αυτό που μαστίζει τις ζωές ανθρώπων πολύ διαφορετικών, σε πολύ διαφορετικούς τόπους. Το βλέπουμε, το ακούμε, το καταλαβαίνουμε, το συζητάμε ολοένα και περισσότερο. Για πρώτη φορά νομίζω στη χώρα μας γίνονται περισσότερες συζητήσεις με ουσία. Ακόμη συμπέρασμα δεν έχει βγει. Ένα μπάχαλο είναι οι διάλογοι, οι απόψεις, οι θεωρίες. Το αυτί μου όμως πιάνει λιγότερο χαβαλέ τελευταία. Σα να τρυπώνουν αλήθειες που πονάνε στις κουβέντες μας και σα να αρχίζουμε κάτι να μοιραζόμαστε, που θα μας ξεβολέψει.
σχόλια