Τετάρτη μεσημέρι. Φθάνω σε μεγάλο συνοικιακό σούπερ μάρκετ και πηγαίνω να παρκάρω. Το υπαίθριο πάρκινγκ έχει αρκετές άδειες θέσεις, την προσοχή μου όμως τραβά αυτοκίνητο παρκαρισμένο κατά μήκος τριών αλλεπάλληλων μαρκαρισμένων θέσεων. Το κοιτάζω ξανά και ξανά, πιστεύοντας ότι έχω δει λάθος. Δεν έχω δει λάθος. Παρκάρω κάπου πιο πέρα και πριν μπω στο κατάστημα κολλάω ένα αυτοκόλλητο «είμαι γάιδαρος, παρκάρω όπου γουστάρω» στο παρμπρίζ του σουρεαλιστικά παράνομου οχήματος. Την ώρα που απομακρύνομαι συνειδητοποιώ ότι δεν νιώθω θυμό, δεν νιώθω αδικία, απορία, δεν αδιαφορώ, δεν διασκεδάζω καν με τη δική μου μικρο-αντίδραση στο περιστατικό. Νιώθω λύπη. Μόνο λύπη. Απομακρύνομαι αργά με μια στενοχώρια δυσανάλογη του γεγονότος, που πηγάζει από κάπου πιο βαθιά και πιο σκοτεινά. Πότε ξεκίνησε η θλίψη να μας συνοδεύει στην καθημερινότητά μας;
Εδώ και αρκετό καιρό η ελληνική κοινωνία παραπατάει ζαλισμένη. Οι σταθερές των περασμένων δεκαετιών έχουν όλες κουνηθεί από τη θέση τους. Ο προγραμματισμός της ζωής, των σπουδών, της δουλειάς, των ονείρων, έχει δώσει τη θέση του σε μια νεφελώδη δεν-ξέρω-τι-μου-ξημερώνει κατάσταση, στην οποία είμαστε όλοι συμμέτοχοι. Ο καθένας το αντιμετωπίζει με το δικό του τρόπο. Κάποιοι μαζεύονται, προσπαθώντας να κερδίσουν χρόνο. Κάποιοι ανοίγονται, αναζητώντας εναλλακτικές, όπου κι αν αυτές τους κατευθύνουν. Μερικοί αγανακτούν. Οι περισσότεροι αγχώνονται. Όλοι παλεύουν ανάμεσα στις αλήθειες και τα ψέματα, τις θεωρίες και το αντίκρισμά τους στη δική τους πραγματικότητα. Ένας ολόκληρος κόσμος χωρίς κατεύθυνση. Και χωρίς κάλυψη σε ό,τι αφορά τον αντίκτυπο που η λεγόμενη κρίση έχει στο θυμικό.
Η θλίψη παίρνει έτσι πολλές μορφές. Είναι εύκολο να την πυροδοτήσει η καφρίλα ενός παράνομου παρκαρίσματος, γιατί αυτόματα γίνεται παράδειγμα και σύμβολο μιας νοοτροπίας που βρίσκεται παντού. Επίσης, η θλίψη λειτουργεί αθροιστικά. Η αλληλεπίδραση μεταξύ των κατοίκων των πόλεων φέρνει διαρκώς στο φως τις ενδείξεις μιας κοινωνίας γεμάτης αντιφάσεις και παραλογισμούς. Την ίδια στιγμή που διαμερίσματα αδειάζουν γιατί οι ενοικιαστές τους αδυνατούν να πληρώσουν το ενοίκιο, οι ίδιοι άνθρωποι αγοράζουν στον 18χρονο γιο τους το πρώτο του αυτοκίνητο. Την ίδια ώρα που ανακοινώνονται μέτρα συντριπτικά για τη μεσαία τάξη, οι καφετέριες είναι γεμάτες κόσμο που πίνει τον φραπέ του και συζητάει για ποδόσφαιρο για να ‘χαλαρώσει’ και να ‘ξεχαστεί’. Σ’ ένα μεγάλο ποσοστό, οι ηλικιωμένοι, αυτοί που έζησαν δύσκολα και δούλεψαν μια ζωή, σπεύδουν πρώτοι να πληρώσουν την έκτακτη εισφορά τους στην εφορία, πεπεισμένοι ότι το 30% που τους έκοψαν από τη σύνταξή τους ‘είναι για το κοινό καλό’.
Δεν ξέρουμε τι να πιστέψουμε και δεν πιστεύουμε σε τίποτε. Κρατιόμαστε απ’ ό,τι μας βοηθάει να προχωρήσουμε επιδιώκοντας να ξορκίσουμε την αϋπνία, το στρες και την πικρία για όσα αποτύχαμε να καταλάβουμε εγκαίρως. Η Δ. μου έλεγε προχθές ότι δεν έχει πια τίποτε να πει στο 12χρονο γιο της, που αδιαφορεί για τα πάντα και δεν βρίσκει λόγους να μορφωθεί. Η Μ. μου μιλά κάθε μέρα για το πόσο δυσκολεύεται πλέον να διαχειριστεί το θράσος όσων της χρωστούν και δεν την πληρώνουν, αλλά της συζητούν τις οικογενειακές διακοπές τους στο εξωτερικό δείχνοντάς της φωτογραφίες στο ipad. Ο Δ. με ρωτάει τι περιμένω για να φύγω από τη χώρα και ο Α., δημόσιος υπάλληλος με δυο παιδιά, έχει κάνει ήδη τα χαρτιά του για την Αυστραλία.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο τα προσωπικά προβλήματα παίρνουν κοινωνική χροιά. Χωρίς μπούσουλα, με εκτροχιασμένο το τρενάκι της ευζωίας, ο περισσότερος κόσμος εγκαταλείπει ακούσια την αγανάκτηση, αφήνοντας την ακαθόριστη θλίψη να τρυπώσει ύπουλα και εξοντωτικά. Ένας δημοσιογράφος του BBC μου έλεγε προχθές ότι στα τελευταία πέντε ταξίδια του στην Αθήνα δεν έχει δει διαφορές στην πόλη, έχει δει διαφορές στο βλέμμα των κατοίκων της. Η απόγνωση κραυγάζει αλήθειες, αλλά και δηλώνει τις αδυναμίες ενός κατ’ επίφαση πολιτισμού, θα τολμούσα να συμπληρώσω εγώ.
σχόλια