Σάββατο μεσημέρι. Βρίσκομαι στην ουρά, περιμένοντας να αφήσω τα παιδιά μου στο δωρεάν παιδότοπο που προσφέρει μεγάλο πολυκατάστημα στους πελάτες του. Γίνεται χαμός από κόσμο. Από το πλάι της ουράς μπαίνει κυρία, με δυο χαρτάκια στο χέρι, λέγοντας «με συγχωρείτε, να ρωτήσω κάτι θέλω μόνο». Ο μπροστινός μου παρεξηγείται. Τη βρίζει γιατί τον προσπέρασε χωρίς να του ζητήσει προσωπικά την άδεια. Του απαντάει. Της τραβάει το μαλλί. Ο υπόλοιπος κόσμος κοιτάζει, κάνει ότι δεν κοιτάζει, κοιτάζει αλλού. Ο μπροστινός έξαλλος, η κυρία έξαλλη. Αναρωτιέμαι γιατί κανείς δε μιλάει, ετοιμάζομαι να μιλήσω, αλλά φοβάμαι και λίγο. Επεμβαίνει η σύζυγός του και τον μαζεύει. Συνειδητοποιώ ότι τόση ώρα δίπλα του στεκόταν η γυναίκα του και η κόρη του. Ο μπροστινός φεύγει, κοιτάζοντας με δολοφονικό βλέμμα την κυρία, λέγοντάς της μέσα από τα δόντια του «πουτάνα, θα σε θάψω». Την κυρία την πιάνει το παράπονο. «Μην ασχολείστε» της ψιθυρίζω. «Έχετε δίκιο, αλλά δεν ξέρετε τι προβλήματα μπορεί να έχει κι αυτός και φέρεται έτσι». Σωστό ή λάθος, είναι η πρώτη φορά που σκέφτηκα έτσι.
Μια ώρα αργότερα, στην ίδια ουρά, περιμένω να παραλάβω τα παιδιά. Η ουρά έχει κολλήσει. Η μία υπάλληλος κάνει ό,τι μπορεί. Η δεύτερη υπάλληλος, εξαφανισμένη. Περιμένουμε, ανυπομονούμε, δυσανασχετούμε. Η υπάλληλος εμφανίζεται από το βάθος. Βλέπουμε ότι είχε πάει στην τουαλέτα να βοηθήσει ένα παιδάκι που δυσκολευόταν να κουμπωθεί. Η ξανθιά πίσω μου βρίσκει την ευκαιρία να της τα ψάλει. Τα γνωστά. «Δεν είναι κατάσταση αυτή, περιμένουμε τόση ώρα, δεν επιτρέπεται...» Η υπάλληλος κοιτάζει φοβισμένα, χωρίς να μιλάει. Ο διπλανός μου δεν κρατιέται. «Δε ντρέπεσαι να τα βάζεις με έναν εργαζόμενο που δε μπορεί να σου απαντήσει γιατί φοβάται μην απολυθεί; Δε βλέπεις που ήταν; Δε βλέπεις πόση δουλειά έχει;». «Εσύ τι ανακατεύεσαι;» θυμώνει η ξανθιά, αλλά ευτυχώς αυτή τη φορά το μέρος της υπαλλήλου παίρνουν και άλλοι και η ξανθιά αναγκάζεται να το βουλώσει.
Τα σουρεαλιστικά στιγμιότυπα της ελληνικής καθημερινότητας δεν είναι είδηση. Το ζούμε από τότε που θυμόμαστε τον εαυτό μας και όλοι έχουμε πλούσιο προσωπικό αρχείο με ιστορίες. Τις περισσότερες φορές που σκούντησα κατά λάθος κάποιον στο δρόμο το ‘στραβωμάρα’ και το ‘που πας κυρά μου’ ήταν το μόνο που άκουσα, ακόμη κι αν –έφταιγα, δεν έφταιγα- ζητούσα αμέσως συγγνώμη. Σήμερα όμως όλες αυτές οι ιστορίες μπαίνουν κάτω από καινούριο φως, κρίνονται με νέα δεδομένα και νέα στοιχεία. Εντάξει, κανένας δεν έχει τα κέφια του, δεν έχει υπομονή, ηρεμία. Κανείς δεν είναι ανεκτικός, φιλικός, προσηνής, συνεργάσιμος, ευγενικός. Τώρα πια όμως, κάθε φορά που τα πράγματα ξεφεύγουν στην απλή καθημερινή μας συναναστροφή με αγνώστους, αναρωτιόμαστε αντανακλαστικά σε ποια κατηγορία ανήκει ο υπεύθυνος: είναι δημόσιος υπάλληλος; Είναι άνεργος; Είναι υπερχρεωμένος με τρία δάνεια; Είναι απλώς μαλάκας ή απλώς απελπισμένος;
Δεν ξέρω αν αναρωτιόμαστε όλοι. Η ζωή στην Ελλάδα του 2011 δεν αφήνει πολλά περιθώρια. Το έχω δει όμως να συμβαίνει. Και θα τολμήσω να πω ότι συμβαίνει όλο και περισσότερο. Το κλασικό ‘είμαστε ένας λαός χωρίς παιδεία’ ισχύει φυσικά. ‘Όπως ισχύει και το άλλο, το ‘ο καθένας πρέπει να κρίνει πρώτα το σπίτι του.’ Αν όμως είναι δικαιολογημένο να είμαστε όλοι έξαλλοι ίσως οφείλει να γίνει λογικό να είμαστε και περισσότερο ενωμένοι.
Πριν από ένα χρόνο περίπου, συζητώντας με το φίλο Γ. είχαμε καταλήξει ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας μας είναι η καφρίλα, η ανίκητη καφρίλα, που όπου κι αν πας θα σε βρει, όπου κι αν μπλέξεις θα σε ταλαιπωρήσει. Και η μόνη πρόταση στην οποία είχαμε καταλήξει ήταν η προστασία που μπορούσε κάποιος να βρει αν κλειστεί στον μικρόκοσμό του. Τα λέγαμε αυτά, πριν. Πριν τη χιονοστιβάδα που παρέσυρε και ισοπέδωσε ό,τι είχαμε φτιάξει και ό,τι είχαμε πιστέψει τα τελευταία είκοσι χρόνια. Έχω καιρό να δω τον Γ., αλλά νομίζω ότι εκείνη η συζήτηση πολύ λίγο στέκει σήμερα. Κανείς δε μπορεί έτσι απλά να στέκεται υπεράνω και να κρίνει τους άλλους, στην κατάσταση που βρισκόμαστε. Ή μάλλον, ας κρίνει, ας δοκιμάσει να απαντήσει, αλλά ας είναι ξεκάθαρο ότι πολυτόμηση σε –αντίπαλες- μονάδες λειτουργεί αποτελεσματικά μόνο προς την αποδυνάμωση μας. Κανιβαλιζόμαστε κερδίζοντας μόνο την στιγμιαία ανακούφιση ενός εν βρασμώ ξεσπάσματος. Μόνοι δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά, μόνοι δεν αντλούμε ενέργεια, δεν σκεφτόμαστε πιο πλατιά, δεν ακουγόμαστε, δεν κάνουμε τη διαφορά, δεν έχουμε δύναμη, δεν έχουμε ελπίδα. Άλλωστε, πέρα από την αγωνία μας, τι είναι πλέον τόσο ξεκάθαρο ώστε να μπορούμε να το κατακρίνουμε πέραν πάσης αμφιβολίας;
σχόλια