photo Πάνος Μιχαήλ
Παρθενόπη Μπουζούρη
Με αφορούσε και πολύ προσωπικά. Είμαι και εγώ μια κόρη που έχει χάσει μητέρα. Είχαμε μιλήσει τότε με τη Μαργαρίτα για να το ανεβάσουμε αλλά όλο αναβαλλόταν. Μέχρι που πέθανε η Μαργαρίτα το 2008 και αποφασίσαμε να μη το ανεβάσουμε εν θερμώ. Τώρα νομίζω πως ήρθε η σωστή στιγμή.
Αυτό που είχα αντιληφθεί όταν διάβαζα το μυθιστόρημα και τώρα που προσπαθώ να το κάνω θεατρική πράξη είναι πως ανακαλύπτω τη τεράστια οικονομία που έχει αυτό το πράγμα, η οικονομία με τη οποία γράφει η Μαργαρίτα αυτό το κείμενο και η απίστευτη ταχύτητα. Έχει πάρα πολύ μεγάλη ταχύτητα το κείμενο αυτό. Είναι η ταχύτητα της ψυχής αυτής της γυναίκας, είναι σε απίστευτη εγρήγορση πνευματικά και για αυτό εκφράζεται με τόση μεγάλη ακρίβεια και λιτότητα.
Σκηνικά είναι δύσκολο να αποδοθεί. Σε βγάζει έξω από οποιαδήποτε ευκολία είχες μέχρι εκείνη τη στιγμή. Εκφραστικά και δημιουργικά θα έλεγα πως μας οδηγεί στο να ανακαλύψουμε μια καινούρια φόρμα. Η Μαργαρίτα μας δίνει ένα κείμενο στο οποίο ο τρόπος της για να μιλήσει για όλο αυτό είναι η μεταφορά.
Νομίζω πως ο αξόνας του έργου όπως το έγραψε η Μαργαρίτα είναι η αγάπη και η αναζήτηση της αγάπης και η παρουσία της αγάπης και η απουσία της αγάπης και η ελλειψή της. Το μόνο πράγμα που μπορεί να συνδέσει τα 2 αυτά πρόσωπα είναι αυτό. Η αγάπη. Και όταν απουσιάζει αυτό διαλύονται όλα.
Η στιγμή που χάνει ένας άνθρωπος τη μητέρα του είναι η στιγμή που πραγματικά πρέπει να αντιμετωπίσει τον εαυτό του. Η μητρότητα είναι μια διαδικασία. Το μετά είναι το θέμα. Τι κάνεις με αυτό. Πόσο είσαι ικανός να υπερβείς τον εαυτό σου για να φροντίσεις έναν άλλο άνθρωπο; Όχι απλά να ζήσει αλλά να ζήσει ευτυχισμένος.
Το οτι δεν είμαι μητέρα θεωρώ πως δεν επηρεάζει στην απόδοση του ρόλου. Αυτή η ενέργεια της μητρότητας μετασχηματίζεται και πάει άλλου, σε άλλα πράγματα. Η μητρότητα για μένα είναι η αποδοχή της πλήρους διαφορετικότητας του άλλου. Το παιδί είναι ο άλλος. Αν μπορεί κάποιος να έχει πλήρη αποδοχή στη διαφορετικότητα τότε είναι μητέρα.
Εγώ έχω μια αρκετά θα έλεγα σχέση πάθους με τη μητέρα μου. Αγάπης και μίσους, συγκρουσιακή. Σε αυτή τη φάση της ζωής μου καθώς και εγώ μεγαλώνω συνειδητοποιώ πως οι περισσότεροι έχουν μια τέτοια σχέση, δεν είναι κάτι σπάνιο. Αυτό έχω ανακαλύψει ξαφνικά. Από τη στιγμή που θα το πείς, που θα παραδεχθείς το πρόβλημα όλοι θα έχουν να σου πουν ιστορίες τρομερές με τις μητέρες τους.
Για μένα το Μαμά έχει να κάνει με τη δικιά μου σχέση με το χρόνο. Η μητέρα μας μας βλέπει πάντα ως παιδιά, πάντα μας συρρικνώνει με τον τρόπο της. Και με τη καλή έννοια και με τη κακή. Αρκεί να ξεστομίσει μια φράση και μπορεί να σε στείλει αμέσως εκεί, πίσω στη παιδική ηλικία, να σε κάνει ανήλικο πάλι. Και αυτό συνεπάγεται και ευάλωτο βέβαια, του χεριού της. Πολλές φορές αυτός ο ομφάλιος λώρος φτάνει μέχρι το θάνατο, δεν αλλάζει, δεν κόβεται. Σαν ο χρόνος να κάνει παύση στη σχέση αυτή.
Για αυτό θεωρώ πως αυτό το έργο δεν είναι περιπτωσιολογικό, δεν επικεντρώνεται μονάχα στη σχέση της συγκεκριμένης κόρης με τη συγκεκριμένη μητέρα αλλά μας αφορά όλους. Επειδή όντως η μητέρα είναι η πρώτη και μεγαλύτερη σχέση στη ζωή του ανθρώπου είτε είναι παρούσα είτε είναι απούσα και υπάρχει πάντα και κινεί τα νήματα όσο και να μη το παραδεχόμαστε. Με ένα τρόπο σε κατευθύνει, κατευθύνει ίσως με ένα περίεργο τρόπο ακόμα και τις επιθυμίες σου. Είναι ένα φίλτρο η μητέρα μέσα από το οποίο βλέπουμε τα πράγματα, το οποίο το ξεχνάμε αλλά υπάρχει.
Δε ξέρω αν υπάρχει κάτι που θα έλεγα πως με αιφνιδίασε ψάχνοντας το έργο. Μέσα στο ψάξιμο του ρόλου και στις πρόβες αυτό που ένιωσα ήταν πως ναι μεν η Μαργαρίτα εκλιπαρεί για την αγάπη της μητέρας της αχόρταγα αλλά εγώ ανακάλυψα και τις επιστρώσεις της μητέρας μέσα σε όλη αυτή την ιστορία και ενώ στην αρχή είχα πάρει λίγο το μέρος της κόρης ξαφνικά άρχισα να σκέφτομαι ποιά στα αλήθεια να ήταν τελικά αυτή η μητέρα. Είναι όντως τόσο κακιά, τόσο σκληρή, τι είναι αυτό το πρόσωπο που δε μπορεί να μας δώσει την αγάπη που θέλουμε; Και ένιωσα οτι υπάρχει ένα κομμάτι που έχουμε σε όλους μας που απαιτεί, πολλές φορές υπέρμετρα, και που θέλει να καταβροχθίσει τη μητέρα μας.
Το ψάξιμο του ρόλου με έκανε επίσης να ξανασκεφτώ πως η μητέρα είναι μια άγνωστη που κανείς την ανακαλύπτει όταν μεγαλώνει. Τότε μόνο μπορεί να τη καταλάβει τελικά. Είναι τόσο μεγάλη η απαίτηση της αγάπης όταν είναι κανείς παιδί που μπορεί να αδικεί ίσως το πρόσωπο της μητέρας. Η Μαργαρίτα είχε μια παράφορη απαίτηση, διεκδίκηση θα λέγαμε με ένα τρόπο ακραίο μέχρι που στο τέλος της ζωής της γατζώθηκε απάνω στη μητέρα της ακόμα πιο πολύ.
Αυτό με έκανε να σκεφτώ ξανά τη σχέση μεταξύ τους και να θελήσω να ξαναδώ πάλι το γραπτό της. Όχι για να είμαι πιο δίκαιη αλλά για να ισορροπήσουν καλύτερα τα 2 αυτά πρόσωπα της μάνας και της κόρης. Κάποια στιγμή μέσα στο έργο η επιθυμία της για την μάνα είναι σαν μια θάλασσα που πνίγει. Κολυμπάνε και η 2 σε μια θάλασσα που είναι η επιθυμία τελικά. Αυτό ήταν που με εξέπληξε κάπως.
Δεν είναι πάντως μια ρεαλιστική παράσταση για μια μητέρα και μια κόρη. Μέσα στο έργο υπάρχουν κομμάτια σαν φλάσμπακ που είναι η παιδική ηλικία, όταν η μητέρα είναι νέα, όταν είναι η μητέρα μεγάλη, σε κάποια σημεία του έργου η κόρη γερνάει πιο πολύ από τη μητέρα και μέσα από όλη αυτή τη μη ρεαλιστική μεταβολή των 2 τους θέλουμε να δείξουμε τα σκαμπανεβάσματα αυτής της σχέσης.
Πως δηλαδή μπορεί πολλές φορές εμείς να είμαστε πιο μεγάλοι από τους γονείς μας και οι γονείς μας να είναι σαν παιδιά. Πρόκειται ολοφάνερα για ένα παιχνίδι εξουσίας που παίζεται ανάμεσα στα 2 μέρη. Κάποια στιγμή τα παιδιά γίνονται πιο δυνατά από τους γονείς τους και παίρνουνε τη θέση τους και τους τιμωρούν για αυτά που έχουν υποστεί μικροί και είναι σαν ένας φαύλος κύκλος που ποτέ δε τελειώνει επί της ουσίας. Ούτε καν με το θάνατο.
Εγώ δε μπορώ να πως πως φωτίζουμε μια μόνο στιγμή τους ή βγάζουμε ετυμηγορία πως αυτή είναι η σχέση, δείτε την. Είναι μια κατάσταση όπου το ένα πράγμα παίρνει συνεχώς τη θέση του άλλου ανάλογα με την ανάγκη και τη συνθήκη. Ουσιαστικά είναι ένα έργο συγκρούσεων όλο και μέσα από αυτές τις συγκρούσεις φαίνεται ανάγλυφη και η σύγκρουση της συγγραφέως με τον εαυτό της και η σύγκρουση με τη μητέρα της. Παίρνει τη θέση της μητέρας της σε κάποιο σημείο, γίνεται η ίδια η μητέρα της και η μητέρα γίνεται κόρη. Το ένα πρόσωπο καθρεφτίζεται μέσα στο άλλο. Αυτό θα έλεγα πως είναι και ο πυρήνας της παράστασης.
Το έργο είναι μυθοπλασία, τα πρόσωπα στη παραστασή μας είναι φανταστικά παρ’ όλες τις βιογραφικές αναφορές. Εμείς στη παράσταση ασχολούμαστε με ένα υλικό που μας έχει δώσει ως συγγραφέας η Καραπάνου, όχι ως Μαργαρίτα. Δε πήγαμε στο σπίτι της και πήραμε ένα μυστικό τετράδιο που δεν είχε ξαναεκδοθεί. Είναι όλα γνωστά. Είναι βασικό για μένα να καταλάβει ο κόσμος πως δεν κάνουμε τη Μαργαρίτα. Δε θα με ενδιέφερε αυτό υποκριτικά.
Μπορεί να την αγαπάω, να την είχα γνωρίσει , να φάγαμε μαζί αλλά από κει και πέρα δε θα με ενδιέφερε να βγω στη σκηνή να κάνω την Μαργαρίτα Καραπάνου. Η Μαργαρίτα είναι η αφορμή. Στο έργο μιλώ και για τη δικιά μου ζωή και για τη μαμά μου και για τη δικιά σου ζωή και τη δικιά σου μαμά.. Ούτε η Καραπάνου μας ενδιαφέρει ούτε η Μαργαρίτα Λυμπεράκη επειδή ήταν γνωστές. Τα πρόσωπα της παραστασής μας κινούνται στο χώρο της φαντασίας
Μέσα από όλο αυτό το καλειδοσκόπιο αυτό το οποίο ψάχνει ο καθένας μας, κι εγώ ακόμα, είναι πως θα λυτρωθείς χρησιμοποιώντας ένα άλλο μέσο. Στη δικιά μας περίπτωση μέσα από μέσα από το έργο, από τη τέχνη. Αυτό είναι που ψάχνει και το πρόσωπο στη παράσταση. Προσπαθεί να ολοκληρωθεί και να πετάξει αυτό το φορτίο μέσα από το έργο που θα δημιουργήσει, το έργο τέχνης, το βιβλίο στη περιπτώση μας μιας και πρόκειται για συγγραφέα. Και όταν αυτό το καταφέρει δε τελειώνει η ιστορία, αλλά εκεί φωτίζονται όλα. Χωρίς να παίρνουμε αναγκαστικά το μέρος της μιας ή της άλλης.
Το έργο δίνει μια διάσταση, μια αξία σε αυτή τη σχέση μητέρας -παιδιού, και πόσο αυτή η σχέση μας μας ακολουθεί και είναι σημαντική για τη ζωή μας και πως αν διαταραχθεί πόσο επικίνδυνο είναι αυτό για τη ζωή μας και πραγματικά πόσο μπορεί να δημιουργήσει παθολογία που το ξεχνάμε. Ξεχνάμε αυτή τη πηγή ζωής, αυτή την αναφορά και ψάχνουμε τα πράγματα και τις αιτίες τους αλλού.
Εμείς αυτό το έργο δεν το αντιμετωπίζουμε ως μια παθολογία αλλά, βλέπουμε μέσα του. Τι συμβαίνει όταν διαταραχθούν αυτές οι ισορροπίες μάνας και κόρης (αυτή είναι η περιπέτεια του έργου, αυτή η διαταραχή), πόσο κανείς χάνει τον εαυτό του. Και πως μέσα από το ταξίδι ξαναβρίσκει κάποιος αυτή τη σχέση και μπορεί να τη ξαναδεί με αγάπη και τρυφερότητα, μια αγάπη και τρυφερότητα που επιστρέφει στον εαυτό μας.
Η συνεργασία με την Μόνικα προέκυψε γιατί μ’ ενδιέφερε να δω πώς θα προσέγγιζε το έργο μια νέα κοπέλα, με όλη την αισθητική και τα ακούσματα του σήμερα. Αν θα μπορούσε να το δει με μια διάθεση όχι βαριά με την έννοια του έργου, αλλά να έρθει από έναν άλλο δρόμο κι αυτό το πράγμα να γίνει ένα ποπ τραγούδι.Το ποπ δεν είναι κάτι ελαφρύ, αλλά κάτι ανάλαφρο. Αυτό το ανάλαφρο το έχει και η Μαργαρίτα, έχει μια παιδικότητα, έναν λυρισμό και μια εξωστρέφεια.
Το έργο έχει εφηβική και παιδική διάσταση στον πυρήνα του. Ο τρόπος με τον οποίο ερωτευόμαστε όταν είμαστε έφηβοι είναι μοναδικός. Φέρει μελωδία και χρώμα. Η μουσική της Μonika το έχει αυτό. Μ’ ενδιέφερε να υπάρχει μελωδία σ’ αυτό το έργο κι όχι ambient ατμόσφαιρα. Είχα ακούσει τη μουσική της και θεώρησα πως ταίριαζε το ηχητικό της σύμπαν σε αυτό που ετοιμάζουμε. Ήθελα να υπάρχει στο έργο ένας μουσικός θύλακας αισιοδοξίας.
Τη μητρική αγάπη θα έπρεπε όλοι οι ανθρωποι να την έχουν. Είτε κάνουνε παιδιά είτε όχι. Μητρική αγάπη είναι μια ενσυναίσθηση. Το να μπορεί να μπαίνεις στην θέση του άλλου και να μπορεί να τον συμπονάς, να τον κατανοείς, να είσαι ανθρώπινος. Νομίζω αυτό είναι η μητρική αγαπη.
Δε πιστεύω πως κάθε γυναίκα επειδή μπορεί να τεκνοποιήσει έχει και την ικανότητα να μεγαλώσει παιδιά. Νομίζω πως χρειάζεται και εδώ μια εκπαίδευση. Και η αγάπη θέλει καλλιέργεια και εκπαίδευση. Εγώ αισθάνομαι πως είμαι μητέρα! Πως έγινα μέσα από αυτό το έργο (γέλια). Μάνα είναι να μπορείς να φροντίσεις, να αγκαλιάσεις, να προστατεύσεις , όλη αυτή η δυνατότητα. Αυτά αισθάνομαι πως είναι πράγματα που τα έχω. Τώρα το οτι δεν έχω παιδί είναι μια ευτυχής συγκυρία (γέλια).
Όταν μεγαλώνουν οι γονείς μας ερχόμαστε κι εμείς πιο κοντά σε επαφή με τη θνητότητα μας. Από κει αρχίζει αυτό το υπαρξιακό ταξίδι, αυτή η περιπέτεια. Έτσι θεωρώ αυτή τη παράσταση, αυτό το έργο. Μια υπαρξιακή περιπέτεια.
Μαμά - Η Ζωή είναι αγρίως απίθανη
Η Άντζελα Μπρούσκου και η Παρθενόπη Μπουζούρη εμπνέονται απ’ τα ημερολόγια της Μαργαρίτας Καραπάνου, που εκδόθηκαν με τον τίτλο Η ζωή είναι αγρίως απίθανη μαζί με το τελευταίο της μυθιστόρημα Μαμά, και ανεβάζουν στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών μια παράσταση για την ύπαρξη, την τέχνη, το φύλο, τη μητρότητα, τον έρωτα και τον θάνατο.
Σκηνοθεσία-κοστούμια: Άντζελα Μπρούσκου, δραματουργία-ερμηνεία: Άντζελα Μπρούσκου, Παρθενόπη Μπουζούρη. Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, Λεωφ. Συγγρού 107-109, 23/11-4/12 (εκτός Δευτέρας & Τρίτης), Κεντρική Σκηνή, 20:30, 210 9005800. Εισιτήρια: €15-18-28 , μειωμένο: €10-15
σχόλια