Μαζί με την Αιόλου, αποτελούσαν τους κεντρικούς δρόμους της Παλιάς Αθήνας κατά τα πρώτα Οθωνικά χρόνια. Γεμάτη εμπορικά καταστήματα, κυρίως γυναικείων ρούχων, η Ερμού ήταν ανέκαθεν πόλος έλξης του γυναικείου πληθυσμού. Ακόμη και οι Βαυαροί, που δεν άργησαν να γυρίσουν στην πατρίδα τους (1843), την πήραν χαμπάρι και της έδωσαν το παρατσούκλι: η οδός της «τρυφηλής ασωτίας».
Στο βιβλίο του για την Αθήνα του 1850, ο Μπάμπης Άννινος θα γράψει σχετικά:
«Η ζωή της πόλεως κατά την ημέραν έσφυζεν, ιδίως περί την διασταύρωσιν των δύο κεντρικών οδών Αιόλου και Ερμού. Εις αυτάς προ πάντων ευρίσκοντο τα διάφορα εμπορικά καταστήματα, οπόθεν άρρενες και θήλεις επρομηθεύοντο τα χρειώδη. Αλλά ταύτα δεν ήσαν αποκλειστικώς αποθήκαι υφασμάτων και κοσμημάτων και σκευών και ειδών πολυτελείας.
»Δύναμαι να βεβαιώσω εξ ιδίας αντιλήψεως ότι εις το ανώτερον τμήμα της οδού Ερμού, το από της Καπνικαρέας μέχρι της πλατείας του Συντάγματος, εκεί όπου σήμερον δεσπόζει το κράτος της κομψής αμφιέσεως και όπου το αιωνίως φιλάρεσκον θήλυ πορεύεται εις το καθημερινόν προσκύνημα των ιδιοτροπιών του συρμού (σ.σ. εννοεί της μόδας), υπήρχον ακόμη μέχρι προ πεντήκοντα και έλαττον ίσως ετών μεταξύ άλλων εργαστηρίων και πρατηρίων και δύο τρία παντοπωλεία, εις τα πρόθυρα των οποίων το ρυπαρόν μπακαλόπουλον διελάλει –τι βεβήλωσις αλήθεια! – τις μοσχομυρωδάτες σαρδέλλες!»
Ιδιαίτερα καταστήματα της Ερμού
Ο Άννινος έχει σίγουρα κατά νου το μαγαζί του έντιμου μεγαλομπακάλη της Ερμού, Σταμάτη Κουζουλούδη, που εθεωρείτο «κοσμητής της αγοράς». Σημειώστε, αγαπητοί αναγνώστες, ότι ο χαρακτηρισμός «έντιμος» είχε εκείνη την εποχή μεγαλύτερη σημασία από το «μεγαλομπακάλης»!
Στην Ερμού υπήρχαν τότε δύο ειδών ραφτάδες για τους άνδρες: οι «Ελληνοράφτες» (που ασχολούνταν με τη φουστανέλα) και οι «Φραγκοράφτες» (για «ευρωπαϊκά ενδύματα»). Για τις κυρίες, τα πράγματα ήταν πιο απλά. Όλες πήγαιναν στη Γαλλίδα Λιζιέ, που ίδρυσε πρώτη ευρωπαϊκό ραφείο για γυναικείες τουαλέτες, όπως αποκαλούσαν τότε τα φορέματα!
Ένα άλλο αγαπημένο μαγαζί της Ερμού, εκείνη την εποχή, ήταν του Ροδόλφου Μάιφαρτ. Με τα είδη δώρων που έφερνε απ’όλη την Ευρώπη, στόλιζε τα αριστοκρατικά σπίτια της Παλιάς Αθήνας.
Αντιλαμβάνεσθε, ότι όλο αυτό το συνονθύλευμα καταστημάτων, μικρών ξενοδοχείων και καφενείων, στα οποία αργότερα προστέθηκαν και πολυάριθμα ζαχαροπλαστεία, συγκέντρωνε πολύ κόσμο. Μιλώντας για τα ζαχαροπλαστεία της περιόδου 1880-1910 (Belle Époque), να μην λησμονήσουμε ένα πολύ αγαπητό μαγαζί της Ερμού, εκείνο του «Τζίτζικα». Ο λόγος; Ιδιαίτερος! Είχε μεταβληθεί σε αισθηματικό κέντρο των νεαρών! Εδώ φύλαγαν καρτέρι οι νεαροί κομψευόμενοι, άψογα πάντα ντυμένοι και με άνθος στην «κομβιοδόχη», έτοιμοι να φλερτάρουν με τις κυρίες και τις δεσποινίδες που τους ανέβαζαν τους χτύπους της καρδιάς των!
Επειδή, μάλιστα, όσοι ανεβοκατέβαιναν την Ερμού παρακολουθώντας τις κυρίες που σύχναζαν στα εμπορικά είχαν το παρατσούκλι «εργολάβοι», το ζαχαροπλαστείο προς «τιμήν τους» ονόμασε ένα γλύκισμά του «εργολάβο»! Το όνομα διατηρήθηκε και μετά τον πόλεμο του 1940. Μια πάστα του ίδιου ζαχαροπλαστείου, που συνέχισε και αυτή τη νικηφόρα πορεία της και μετά τον πόλεμο, ήταν η «Κοπεγχάγη». Αυτή βγήκε, φυσικά, προς τιμήν της πρωτεύουσας της Δανίας, πατρίδας του Βασιλέως Γεωργίου.
Κατά τη διάρκεια της Belle Époque άλλαξε η εμπορική σημασία των κεντρικών δρόμων. Η Ερμού με την Σταδίου «συμμάχησαν» και κατέλαβαν την πρώτη θέση, ενώ το «δίδυμο» Αιόλου-Αθηνάς πέρασε στη δεύτερη θέση. Η «Εφημερίς» θα γράψει σχετικά το 1891:
«Ούτως αι Αθήναι εις τινά κέντρα αυτής μεταβάλλονται ολίγον εις Μιλάνον και ουχί σπανίως νομίζει τις ότι ευρίσκεται εις γωνίαν τινά παρισινού βουλεβάρτου. Κυρίως η συγκέντρωσις του πλήθους γίνεται εις τας οδούς του Ερμού και του Σταδίου, κατά δεύτερον δε λόγον εις τας οδούς του Αιόλου και της Αθηνάς. Από πολλού αι δύο πρώται αυταί οδοί κυριαρχούσι του αθηναϊκού εμπορίου. Εις αυτάς συνεκεντρώθησαν τα ε-μπορικά των ειδών της πολυτέλειας και των γυναικείων καλλωπισμών, πράγματα ελκύοντα τας κυρίας, ως τας χρυσαλίδας ή φλοξ [...]
»Αι οδοί του Αιόλου και της Αθηνάς δεν απέβαλον εισέτι ολοτελώς τον χρωματισμόν εμπορικών οδών ανατολικής πόλεως. Όλα αυτά, τα έξωθεν των θυρών κρεμάμενα αντικείμενα, προδίδουσιν ακόμη τας ανατολικάς συνηθείας των πραγματευτάδων, οίτινες εκθέτουσιν έξωθεν της θύρας των ό,τι εκλεκτόν έχει ένδον το κατάστημά των [...]».
Στις παρόδους της Ερμού λειτουργούσαν μετά το 1900 και πάρα πολλές μικρές βιοτεχνίες ρούχων και καπέλων. Μετά τις 5 το απόγευμα η Ερμού γέμιζε κορτάκηδες και λοιπούς λιμοκοντόρους που δοκίμαζαν την τύχη τους με τις αμέτρητες μοδιστρούλες και καπελούδες, που πλημμύριζαν το δρόμο.
Αλλά η Ερμού είναι μεγάλος δρόμος για να τον «περπατήσουμε» σε μια μέρα. Γι’ αυτό και θα επανέλθουμε ….
σχόλια