Διαβάζοντας καθημερινά τις καλοκαιρινές τουρνέ στην επαρχία, στις οποίες επιδίδονται, παραδοσιακά πλέον, οι παντός είδους καλλιτέχνες και καλλιτεχνίσκοι προς βελτίωση του βαλαντίου, έψαξα και σας παρουσιάζω μια αντίστοιχη πολλά υποσχόμενη τουρνέ του 1880 στο Διαβολίτσι της Μεσσηνίας. Πάρτε εικόνα:
«Στο Διαβολίτσι λοιπόν έφτασε ένα καλό πρωί μια... “περιοδεύουσα χορεύτρια”, η Φωφώ, συνοδευόμενη και από τρεις οργανοπαίκτας. Η χορεύτρια ήρθε αμέσως σε συνεννοήσεις με τον καφετζή του χωριού. Του πρότεινε να δώση στο καφενείο του μερικές “παραστάσεις”. Ο καφετζής δέχθηκε, φυσικά, αμέσως. Θα γινόταν τζίρος, θα συνέρρεε όλο το χωριό και θα κέρδιζε αρκετά χρήματα.
»Γρήγορα γρήγορα λοιπόν στήθηκε ένα παλκοσένικο στο βάθος του καφενείου κι’ ένα πρόγραμμα ετοιχοκολλήθηκε, γραμμένο προχείρως, με κόκκινη μπογιά:
Η ΔΙΑΣΗΜΟΣ ΧΟΡΕΦΤΡΙΑ
ΦΩΦΩ ΘΑ ΧΟΡΕΦΣΕΙ
ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ ΕΒΡΩΠΑΪΚΟΥΣ ΧΟΡΟΥΣ
ΚΑΙ ΤΣΙΦΤΙΤΕΛΙ
ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΦΕΝΙΟΝ
ΚΤΛ. ΚΤΛ.
»Το χωριό αναστατώθηκε. Η γυναίκες είχαν ξυνίσει τα μούτρα τους. Αλλά το άσχημον φύλον ήταν κατενθουσιασμένο.
– Ήρθε μια χορεύτρια, η Φουμφώ!
– Την είδις;
– Την είδα λέει; Κόμματους, τρουφή του σώματους! Μπουκιά σ’ λιέου κι συχώριου!
– Βάι-βάι, μανούλα μ’, θα καή του πιλικούδ’!...
»Πραγματικά, η Φωφώ ήταν τα μάλλα “εδώδιμος”. Ψηλή, θεωρητική, ζουμβουρλούδικη, με κάτι μάτια μαύρα που σ’ έσφαζαν, με κάτι κνήμες αφαντάστως επιβλητικώτερες και των στύλων του Ολυμπίου Διός.
– Χάι-χάι, μανούλα μ’!...
***
»Ξημέρωσε η άλλη μέρα. Οι χωρικοί ανυπομονούσαν, δεν έβλεπαν την ώρα να νυχτώση. Ήταν η μόνη μέρα που αργούσε ο ήλιος να δύση, να πάη στο καλό και να ρθη η νύχτα η πολυπόθητος.
»Βράδυασε επιτέλους.
»Το καφενείο της πλατείας είναι κατάφωτο. Έχουν επιστρατευθή όλες η λάμπες πετρελαίου της γειτονιάς. Οι οργανοπαίκτες στη θέσι τους, παίζουν κιόλας κάποιο... εμβατήριο. Ο καφετζής ρίχνει δυο τρεις πιστολιές στον αέρα. Ανάβουν κι’ ένα βεγγαλικό. Πανζουρλισμός!
»Οι χωρικοί προσέρχονται και κατακλύζουν το καφενείο. Παστρικές φουστανέλλες, καθάριες πουκαμίσες, λαδωμένες αφέλειες, μουστάκια όρθια και απειλητικά, γεμάτα ξύγκι ελλείψει μαντέκας.
»Μόνον η γυναίκες μένουν στο σπίτι, πίσω από τα μισόκλειστα παράθυρα ή στους αυλόγυρους, και βράζουν και κοχλάζουν:
– Τη βρώμα, τη γυρίστρα, εδώ που ξεκουμπίστηκε κ’ ήρθε! Θα μας ζουρλάνη, καλέ, τους άντρες μας!
– Κάτι τέτοιες έπρεπε να τις... ξουρίζουνε [Σ.τ.Σ.: εξορίζουν] αμέσως από το χωριό, τις πανούκλες!
– Φταίει ο αστυνόμος!
– Ναι, καλέ, δεν τον είδες; Του πέσανε κι αυτουνού του κασίδη τα σάλια του!
***
»Αρχίζει η “παράστασις”.
»Στο καφενείο δεν χωράει πεια ούτε βελόνι. Τα “όργανα” παίζουν κάποιον εύθυμο, γοργό σκοπό. Και να την!
– Βάι μανούλα μ’, βάι!...
»Εμφανίζεται στο πάλκο η “Φομφώ”. Συγκίνησις! Θάμβος! Ανατριχίλες! Φοράει ένα κατακόκκινο κοστούμι μπαλλαρίνας, γεμάτο πολύχρωμες πούλιες. Έξω οι ώμοι, η πλάτες, οι βραχίονες. Έξω τα πόδια, άνω του γόνατος, εντός λεπτής τεζαριστής κάλτσας. Τριαντάφυλλο στα μαλλιά, τριαντάφυλλο στο γυμνό τρίγωνο του στήθους.
– Είναι να την πίνης στο ποτήρι, σου λέω! Μπουκιά και συχώριο, σου λέω.
»Αρχίζει ο χορός. Τα μάτια των χωρικών λιγώνουν. Τα μουστάκια αγριεύουν, σαν του γάτου, που φερμάρει το ποντίκι. Γλείφουνται οι Διαβολιτσιώτες και ξαναγλείφουνται.
– Ε ρε, πράμα!...
»Τι ήταν ο χορός της Ηρωδιάδος και πάσης... φορβάδος, προ του χορού εκείνου της Φωφώς; Τι λυγίσματα, τι τσακίσματα, τι στριφογυρίσματα, τι λικνίσματα του σώματος, τι τρέμουλες των γοφών, τι σκιρτήματα του στήθους, τι τρικυμίες και τι αντάρες!...
»Οι χωρικοί είναι έξαλλοι, μεθυσμένοι, ανάστατοι. Πάνε κι έρχονται τα ούζα κ’ η μαστίχες η καλαματιανές.
»Επακολουθεί δεύτερος χορός, τρίτος χορός, το ηδονικό και προκλητικό και μεθυστικό τσιφτιτέλι.
»Και τέλος, υπό θύελλαν χειροκροτημάτων και ποδοκροτημάτων και “μπράβο” και “να μου ζήσης, φρεγάδα μου”, και σφυριγμάτων φρενητιώντος ενθουσιασμού και αλαλαγμών “γεια σου, Φομφώ!”, “γεια σου, μπαρμπουνάρα μου!”, η χορεύτρια κατεβαίνει με το δίσκο, για να εισπράξη και εις χρήμα τον ενθουσιασμό των χωρικών. Προχωρεί με δυσκολία ανάμεσα στα τραπέζια, μέσα στους καπνούς και τον κουρνιαχτό των ποδοκροτημάτων.
»Μα από την πρώτη στιγμή της καθόδου της κάτι περίεργο συμβαίνει. Η χορεύτρια μορφάζει αλλόκοτα και σφίγγει τα δόντια της, σαν κάτι να την στενοχωρή. Τι συμβαίνει, τέλος πάντων;
»Τι συμβαίνει; Απλούστατα, οι χωρικοί εκδηλώνουν... θετικώτερα κάπως τον ενθουσιασμό τους προς την μπαλλαρίνα. Την έχουν αρχίσει στις... τσιμπιές! Τα χέρια δουλεύουν υποβρυχίως. Η δύστυχη χορεύτρια τάχει χαμένα.
»Εισπράττει περισσότερες τσιμπιές παρά πεντάρες. Κάμνει ωστόσο υπομονή. Σαν “περιοδεύουσα καλλιτέχνις” που είναι, έχει πικράν πείραν τού... ενθουσιασμού τού κοινού των επαρχιών. Μα σιγά σιγά το κακό παραγίνεται. Θα την κομματιάσουν, θα την φάνε ζωντανή!
»Έξαφνα, δέχεται εκμέρους ενός μεσόκοπου χωρικού έναν τσίμπο τρομακτικό, απερίγραπτον, αβάσταχτον, έναν τσίμπο από εκείνους που αφήνουν επί της σαρκός μελανά τα αποτυπώματα των δακτύλων. Κανένας αστακός, κανένας πετροκάβουρας δεν θα μπορούσε να τσιμπήση ποτέ με τόση μανία!
»Η Φωφώ, η ταλαίπωρη Φωφώ αφήνει ένα ξεφωνητό πόνου κι’ απάνω στο ξέσπασμα του θυμού της πετάει το δίσκο με τις πεντάρες στα μούτρα τού... ενθουσιώδους άσσου των τσιμπολόγων.
»Το καφενείο αναστατώνεται.
»Οι χωρικοί χωρίζονται σε δύο στρατόπεδα: στους φωφικούς και τους αντιφωφικούς, στους τσιμπολόγους και τους αντιτσιμπολόγους. Επεμβαίνουν και οι οργανοπαίκτες. Ανταλλάσσονται χαστούκια, καρεκλιές, βρισιές, βλαστημίδι.
»Η γυναίκες του χωριού που αγρυπνούσαν και κουφόβραζαν, ακούνε τον σαματά, βγαίνουν στους δρόμους, ξεχύνονται στην πλατεία, πολιορκούν το καφενείο.
– Να φύγη, η βρώμα!
– Να την πετάξουμε στο ποτάμι!
»Οι αντιτσιμπολόγοι, ή μάλλον οι μη προφθάσαντες να τσιμπήσουν, μαίνονται επίσης:
– Όχι, δεν θα φύγη! Τι φταίει το κορίτσι; Ντροπιάζετε το χωριό!
– Θα φύγη.
– Δεν θα φύγη.
– Τον κακό σας το φλάρο!
– Σκασμός, καλιακούδες!
***
»Το χωριό βρίσκεται στο πόδι ολόκληρο. Άνδρες και γυναίκες σκούζουν σαν δαιμονισμένοι. Τα σκυλιά γαυγίζουν. Τα ζωντανά ξύπνησαν κι’ αυτά και μουγκανίζουν τρομαγμένα.
»Και η Φωφώ;
»Η κακότυχη “καλλιτέχνις του χορού και του άσματος” είναι μισολιπόθυμη και... καταμελανιασμένη από το άγριο τσιμπολόγημα που υπέστη. Τι τουρνέ, Θεέ μου!
»Τα πράγματα αγριεύουν σιγά σιγά. Απειλείται σύρραξις. Θα τρέξη αίμα!...
»Ηχούν οι κώδωνες της εκκλησίας.
»Προ του κακού αυτού συγκινείται, επιτέλους, και επεμβαίνει ο αστυνόμος του χωριού.
»Μία λύσις υπάρχει για να κατευνασθούν τα πνεύματα. Να φύγη την ίδια νύχτα η χορεύτρια από το χωριό. Η Φωφώ πληροφορείται την απόφαση της “αρχής” και δεν φέρνει αντίρρησι. Τόσο το καλύτερο. Τι να κάνη να μένη σ’ αυτό το... λυσσοχώρι, που οι χωρικοί τσιμπούν τόσο άγαρ-μπα;
»Έτσι, υπό το σκότος της νυκτός, κρυφά κ’ απόκρυφα, υπό την προστασίαν της “αρχής”, η Φωφώ απέρχεται του χωρίου φέρουσα αντί εισπράξεων τα μελανά αποτυπώματα δεκάδων λυσσαλέων τσιμπημάτων επί της αβράς σαρκός των “ψαχνών” της! Αυτά συνέβαιναν άλλοτε στην επαρχία».
(Αφήγηση του Χ. Σ. στο Μπουκέτο, 1940)
σχόλια