Σύντομα στο LIFO.GR θα μπορούμε να ακούσουμε με streaming ολόκληρο το νέο άλμπουμ, και έχοντας ήδη ακούσει τη διασκευή της Συννεφιασμένης Κυριακής, τολμώ να πω ότι ανυπομονώ...
Τι έχει να μας πει σήμερα ο Τσιτσάνης και αποφάσισες να βγάλεις ένα δίσκο με διασκευές του;
Απαντά ο Βασιλικός.
Όταν αποφάσισα να αποδεχτώ την πρό(σ)κληση της Άννας Βλαβιανού να διασκευάσω Τσιτσάνη για τον κήπο του Μεγάρου τον περασμένο Σεπτέμβρη, ήξερα ότι έχω να αντιμετωπίσω κάποια θέματα.
Ένα από αυτά ήταν καθαρά καλλιτεχνικής φύσης, αφού σχεδόν ταυτόχρονα μέσα στο κεφάλι μου άκουσα τη φωνή που έλεγε «ναι, αλλά δεν θα χρησιμοποιήσω καθόλου μπουζούκι». Πήρα κομμάτια που γράφτηκαν από την αρχή μέχρι το τέλος τους πάνω στο μπουζούκι και τους αφαίρεσα αυτό το ίδιο το μέσο. Παρ' όλα αυτά όμως, έπρεπε να διαχειριστώ τις μουσικές γραμμές του οργάνου με έναν τέτοιο τρόπο ώστε να μεταφραστούν» σε άλλες γλώσσες και άλλα μέσα, κυρίως ηλεκτρονικά στη φύση τους. Να αφαιρέσω τα παιχνίδια και τα τεχνάσματα που για το χέρι του μπουζουκτσή είναι δεύτερη φύση και να απομονώσω την φόρμα και την ταυτότητα των μελωδικών γραμμών, περνώντας τες στα δικά μου «δυτικότροπα» χέρια, αλλά κρατώντας αυτούσια τη συνθετική πρόθεση και το πραγματικό τους νόημα σε μία άλλη γλώσσα, τη δική μου.
Η δεύτερη απόφαση που πήρα το ίδιο αυτόματα, ήταν ότι στα περισσότερα κομμάτια θα διατηρήσω το λαϊκότροπο της φωνητικής ερμηνείας, όχι γιατί αυτό θεώρησα ότι πρέπει να κάνω, αλλά γιατί ήξερα ότι η φύση μου δεν θα αντιστεκόταν σ' αυτόν τον πειρασμό, μιας και από παιδί μεγαλώνω με τους φυσικούς ήχους του περιβάλλοντός μου, που άσχετα από τις διάφορες επιλογές μου, ποτιζόταν πάντα -και ακόμα- με το ψυχικό και ακουστικό ηχόχρωμα του ρεμπέτικου.
Το βράδυ αυτής της μίας και μοναδικής συναυλίας, λίγο αφότου κατέβηκα από τη σκηνή συνάντησα τον Κώστα Τσιτσάνη. Μέσα στη φασαρία του κόσμου γύρω μου, γνωστών και άγνωστων, και ενώ ο Κώστας μου μιλούσε με τόσο συγκινητικά λόγια για το αποτέλεσμα, έπιασα τον εαυτό μου να έχει παραδοθεί χωρίς κανένα έλεγχο στο βλέμμα του. Ο Κώστας έχει τα μάτια του πατέρα του. Η φασαρία χαμήλωσε σαν σε ταινία και για λίγο, κάθε τρίχα στο σώμα μου ήταν σε απόλυτη στύση. Φευγαλέα ένιωσα πως βρέθηκα σε κάτι σαν διάλογο με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Εκείνη την ημέρα.
Στη συνέχεια, μου ζητήθηκε για τρίτη συνεχόμενη φορά στη ζωή μου (Reflections, Vintage ήταν οι άλλες) να δώσω σε δισκογραφική κυκλοφορία υλικό που δεν στόχευε εκεί αρχικά, παρά μόνο σε μεμονωμένες συναυλίες. Παρ' όλο που αυτό θα σήμαινε ότι θα καθυστερούσα για άλλη μια φορά την κυκλοφορία
δικού μου υλικού, σκέφτηκα ότι πρέπει να το κάνω. Κι έτσι άρχισε μια μεγάλη διαδρομή στο στούντιο με συνεργάτες ανθρώπους που δεν πρέπει και δε μπορώ να ξεχάσω ποτέ πόσο σημαντικοί έχουν υπάρξει και είναι ακόμα για μένα (Clive Martin, Πάνος Γκίκας, Νίκος Μαυρίδης, Σάκης Μπάστας, Αγγέλα Κόλλια).
Με όλη μου την αγάπη στους ανθρώπους που πορεύονται όλα αυτά τα χρόνια μαζί μου, αυτούς που γνωρίζω και αυτούς που δεν γνώρισα ακόμα. Να μοιραζόμαστε και να προ(σ)καλούμε ο ένας τον άλλο σε ιδέες και τολμήματα.
Είναι άλλωστε καλλιτεχνική μου υποχρέωση να προκαλώ δημιουργικά -προ παντός τον εαυτό μου.
Θέλω να αφιερώσω αυτόν τον δίσκο στους Έλληνες που δεν ζούνε στην Ελλάδα.
Γιατί εμείς ξέρουμε πόσο την πονάμε.
- Και πόσο μας πόνεσε.
Πιείτε ένα και για μένα,
Καλή ακρόαση
Βασιλικός, Ιούνιος 2013
σχόλια