Από το vitamo.blogspot.gr
Θεωρητικά, αν μπορούσα, δεν θα γύριζα ποτέ ξανά εδώ. Όμως τόσο συκοφάντησα μέσα μου (και έξω μου) τον τόπο που γεννήθηκα, τόσο επιχειρηματολόγησα εναντίον του μέσα στα χρόνια, που στο τέλος άδειασα από λέξεις, σχεδόν βουβάθηκα. Τώρα πια επιστρέφω μόνο κάποια καλοκαίρια, σαν προσκύνημα περισσότερο παρά για διακοπές, διαπιστώνοντας κάθε φορά πως ό,τι φυτρώνει στο χωράφι του καθενός μας αρδεύεται από την ίδια πηγή: την παιδική ηλικία.
Στη δική μου επαρχία υπάρχει πάντα ένα μηχανάκι κι ένας πρόθυμος ξάδερφος να το σκάσουμε τα βράδια. Οι ημέρες είναι ακύμαντες, νωθρές· όμως τις νύχτες, παντού τις νύχτες, οι επιθυμίες πλέκουν αόρατους ιστούς και σε τυλίγουν. Μαύρα σκοτάδια στην εθνική και εντομάκια στον χλωμό προβολέα, ο παγωμένος αέρας στο πρόσωπο: μυρωδιά από βρεγμένο χορτάρι και έναν ξινό, ξεραμένον καπνό. Σταμάτημα εξάπαντος για κατούρημα, πυγολαμπίδες και γρύλοι σε έξαρση, το φορτηγό που πλησιάζει– να κουμπωθούμε πριν μας προλάβουν τα φώτα του. Κι ύστερα καβάλα ξανά στις ερημιές, πλάι σε καπνοχώραφα ασημωμένα από το φεγγάρι του Αυγούστου. Κάποια τοπία του καλοκαιριού σού επιβάλλονται αυτόματα– κόσμοι με νόημα συνεκτικό και σφύζον και παλλόμενο (Κυκλάδες βέβαια, τι άλλο). Όμως σ’ αυτά εδώ τα μέρη των αντιφάσεων πρέπει να κρατηθείς από σπαράγματα εικόνων σαν αυτές, να επινοήσεις μια νέα ποιητική μέσα στην επικράτεια της πεζολογίας: Άθλια χωριουδάκια και ασυνάρτητη επαρχία, το κάθε τι μισοχωμένο μεσ’ στη γη. Προσπαθούσα πάντα να καταλάβω τι νιώθω σ’ αυτόν τον τόπο, τι νιώθω γι’ αυτόν τον τόπο. Δεν τα καταφέρνω ούτε τώρα– ίσως μια αμυδρή αίσθηση ότι ξαναβρίσκω εδώ μια εκδοχή του εαυτού, που παρακάμφθηκε· τη συγκίνηση να φυλλομετράς το άλμπουμ μιας ζωής που μοιάζει ταυτόχρονα δική σου και ξένη.
Αλλά είναι καλοκαίρι και το λίβινγκ ιζ ίζυ, που λέει ο λόγος. Παρκάρουμε το μηχανάκι στον μαντρότοιχο που ξεφύτρωσε στο πουθενά– ασπρισμένοι πλίνθοι, πικροδάφνες και ένα σκονισμένο αγροτικό που μισοφράζει την είσοδο της ντισκοτέκ (άραγε αυτή είναι η κανονική ή η πίσω είσοδος;). Να μια εικόνα ευτυχίας που έρχεται ξαφνικά από πολύ παλιά: νύχτα καλοκαιριού και τότε, σε μια ανοιχτή καρότσα αγκαλιά, λίγο πριν το ξημέρωμα, η μουσική να ξεμακραίνει.
Καλωσορίσματα και εγκαρδιότητα, ένα αναπάντεχο συναίσθημα ρίζας, αμετάδοτο. Η μαμά του ιδιοκτήτη που μαγειρεύει στον επάνω όροφο (μύρισε ο τόπος!) κατεβαίνει να μας χαιρετήσει: πού χάθηκες καμάρι μου; Ρουφάμε τα ποτά μας ενώ βασιλικές γάτες διασχίζουν τον χώρο. Γαρδένιες και μπιγκόνιες μαζί με ακριβές κατασκευές από μέταλλο και ξύλο, χρήμα που μοιάζει ακατανόητο πώς και γιατί επενδύθηκε εδώ. Αυτή είναι βέβαια η ντισκοτέκ που πηγαίνουμε εμείς γιατί υπάρχει και δεύτερη, μισό χιλιόμετρο πιο κάτω. Όλη τη νύχτα, δυο-τρία μηχανάκια θα πηγαινοέρχονται από τη μία στην άλλη αναζητώντας νέους πελάτες– για την ακρίβεια γυναίκες, μόνες, διαθέσιμες. Χαζεύω τον τρόπο που χειρίζονται αυτά τα νέα παιδιά το παπί τους: το πειραγμένο μηχανάκι πηγαινοέρχεται πύραυλος αλλά φρενάρει ελεγχόμενα στα χαλίκια της εισόδου και γέρνει μαλακά στο σταντ, μόνο του σχεδόν, την ώρα που ο αναβάτης του έχει ήδη περάσει την πόρτα. Μικροί μάγοι.
-Τι γίνεται πέρα;
-Μια παρέα.
Που σημαίνει είμαστε καλά εδώ, έχουμε διαλέξει το σωστό μαγαζί. (Στα μέρη μας καλείσαι διαρκώς να επιλέγεις: σε ποιο καφενείο πίνεις τον καφέ, σε ποιο το ούζο. Κάθε πράξη θεωρείται εμπρόθετη και οι συμμαχίες δεν πρέπει να παραβιάζονται.)
Πολλοί πελάτες δεν υπάρχουν, νομίζω πως ούτε παλιότερα υπήρχαν· η ντισκομπάλα γυρίζει στην άδεια πίστα– το ερωτικό μπινγκ-μπανγκ των σέβεντις συνεχίζει να εκτοξεύει τα ψυχεδελικά κρυσταλάκια του παντού. Δεν το ειρωνεύομαι καθόλου, βρίσκω ιδιαίτερα ηλεκτρισμένον αυτό τον χώρο που συνδυάζει την υγρασία της νύχτας, Τζόνι σε ψηλό και το mad about you των Hooverphonic (εδώ τα τραγούδια αντέχουν δεκαετίες). Σκέφτομαι πόσο ξεκούραστο είναι καμιά φορά να μην έχεις επιλογές, να μην κρίνεις, να μη λες δεν το πίνω σε ψηλό, να σιωπούν για λίγο οι φωνές μέσα σου. Άλλωστε μετά από δυο-τρία ποτά το αισθητικό οικοδόμημα αρχίζει να τρίζει και ό,τι πρόσβαλε (διαχρονικά) το καλό σου γούστο, πάει περίπατο. Και μέινστριμ και σκυλοπόπ και λαϊκά, κυρίως αυτά, παύουν να ενοχλούν και τόσο, ώσπου να γίνουν όλα σκόνη και γλυκός πολτός. Μ’ αρέσει αυτή η υποχώρηση των απόψεων μπροστά στην επέλαση του πόθου– το φλερτ γίνεται όλο και πιο απελπισμένο καθώς το σώμα αιωρείται: ένα υπαρξιακό εκκρεμές κουρδισμένο από την ερωτική διέγερση και τη συγκίνηση. Μέχρι το πρώτο φως ο συγκροτημένος εαυτός θα καταρρεύσει, οι άνθρωποι θα παραπατάνε, θα χαϊδεύονται και θα μεθάνε σαν να μην υπάρχει αύριο– μικρά συναισθηματικά ερείπια. Ίσως εδώ, περισσότερο από αλλού, να έχουν τη συνείδηση ενός τόπου με πεπρωμένο βαρύ και αναπόδραστο, όπου μόνη παρηγοριά φαντάζει η μεθυσμένη ανάσα του (παραδομένου) άλλου.
Υ.Γ. Περίεργο πράγμα η νοσταλγία και τα φίλτρα της. Από τις διάσπαρτες καλοκαιρινές εικόνες θυμάμαι τώρα κάποια μεσημέρια στον μώλο, σε ένα αυτοσχέδιο ψάρεμα με δόλωμα σκέτο ψωμί. Πρέπει να είμαι στην πέμπτη ή έκτη δημοτικού και γύρω δεν φαίνεται ψυχή. Η τσιμεντένια σκάλα κατεβαίνει ως το επίπεδο της θάλασσας, φύκια και σκουπίδια λιμνάζουν παντού. Ακούγεται μόνο το νερό που εγκλωβίζεται στις γωνίες– πλαφ, γλουκ, πλοφ. Καμιά φορά τα καλοκαίρια, όταν βρισκόμαστε ξανά οι συμμαθητές (αν καταφέρουμε να αναγνωριστούμε πίσω από το ωραίο μακιγιάζ του χρόνου) με πλημμυρίζει κάτι τρυφερό και συμπονετικό, μια καταγωγική συγγένεια που πάει πολύ πέρα από την εντοπιότητα. Να ξέφυγε άραγε κανείς;
σχόλια