H κριτικός θεάτρου Λουίζα Αρκουμανέα και ο καθηγητής και συγγραφέας Γιώργος Βέλτσος.
Η κριτική της Αρκουμανέα στο ΒΗΜΑ για το έργο που έγραψε ο Βέλτσος ενόχλησε τον ίδιο που της απάντησε σε υψηλούς τόνους.
Ας δούμε πρώτα την Πολύ Κακή Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα:
«Η φωνή» του Γιώργου Βέλτσου, σε σκηνοθεσία Ρούλας Πατεράκη, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ στο Βήμα: 11/08/2013
Για «μορφωμένους»
Ο συγγραφέας της «Φωνής» Γιώργος Βέλτσος με τη σκηνοθέτρια της παράστασης Ρούλα Πατεράκη
Ο Α έχει έναν φόβο. Ή και περισσότερους. Δυσκολεύεται να ακούσει τη φωνή του. «Γιατί δεν μετακινείσαι; Γιατί δεν μιλάς πιο δυνατά;» τον ρωτά αφελώς ο Β. Η Γ προσπαθεί να του εξηγήσει ότι ο Α δεν βλέπει πια όνειρα, γι' αυτό τον πήρε και έφυγαν μακριά. Πήγαν στους ειδικούς. Αλλά οι τελευταίοι δεν τους είπαν τίποτα καινούργιο. Η ασθένεια «είναι απροσδιόριστη» είπαν οι επιστήμονες και κούνησαν συγκαταβατικά το κεφάλι. Από ό,τι φαίνεται ο Α πλήρωσε το τίμημα της απόλυτης γνώσης. Τα ήξερε όλα προτού του τα πουν. Το ταξίδι ήταν περιττό.
Ενώ έλειπαν, ο Β έμπαινε κρυφά στο σπίτι και άγγιζε τα ρούχα τής Γ. Ο Β και η Γ είναι εραστές. Ο Α το ξέρει και δεν έχει πρόβλημα. Αντιθέτως, δείχνει να του αρέσει που ανήκει σε ένα τρίγωνο και μάλιστα ισοσκελές ορθογώνιο. Επειδή είχε «ολισθήσει έξω από τις λέξεις»,βρήκε στο τρίγωνο καταφύγιο. Εστω πρόσκαιρο. Κάθησε απέναντι από τον φόβο του και συνομίλησαν. Εκεί μέσα στο τρίγωνο. Οταν βγήκε, δήλωσε πως δεν αγαπά πια τη Γ. Αλλά ούτε αυτή τον αγαπά. Θέλει να φύγει, να μείνει μόνη, να περπατά στον μόλο και να της φυσάει ο αέρας τα μαλλιά. Δεν είναι όμως σίγουρη. Η αναποφασιστικότητα γενικώς τους ταλανίζει όλους: να χωρίσουν ή να παραμείνουν και οι τρεις μαζί;
Μεγάλη κουβέντα ακολουθεί. Τα ποικίλα ενδεχόμενα αναχώρησης ή/και παραμονής ενός ή/και περισσοτέρων μελών της προβληματισμένης τριάδας εξετάζονται διεξοδικά. Τελικά, ποιος είναι ο καλύτερος συνδυασμός; Ο ένας με τον άλλον; Ο ένας με τον έναν από τους δύο; «Ο ένας και με τους δύο. Αν δύο δεν σημαίνει μόνον ένα και ένα». Η απόφαση είναι ομόφωνη. Ο πλουραλισμός νικά: «Οχι πια ένας. Οχι πια δύο. Οχι πια ζευγάρι». Αλλά πώς;«Ζευγαρωμένοι: εγώ, αυτή, εσύ».
Τι κι αν τα χρόνια έφεραν πίκρες; Τι κι αν οι πίκρες ταρακούνησαν τα θεμέλια του τριγώνου; Το μωρό που χάθηκε, για παράδειγμα, δεν έμαθε ποτέ ποιος θα ήταν ο πατέρας του: ο Α ή ο Β; Δεν έχει και τόση σημασία «τώρα που θα φύγουμε όλοι άτεκνοι». Είναι προφανές ότι η προχωρημένη αυτή σχέση έχει φθάσει σε αδιέξοδο. Την έφαγαν οι λέξεις; Η απροσδιόριστη ασθένεια του Α; Τα συχνά ταξίδια του ζεύγους που άφηνε τον εραστή μόνο, να χαϊδεύει υφάσματα; Η αδυναμία τεκνοποίησης; Οι κακοί γιατροί; Η κακή αριθμητική;
Ο κριτικός λόγος δυσκολεύεται να βρει χαρακτηρισμούς για έργα όπως «Η φωνή». Μια σαπουνόπερα για «μορφωμένους», ίσως, όπου οι ερωτικοί αντίζηλοι δεν επιδίδονται σε ακραίες ίντριγκες αλληλεξόντωσης αλλά κάθονται, σαν υπερφίαλοι διανοούμενοι, και συζητάνε με τις ώρες τα θέματά τους μέχρι να τους βρει το σούρουπο της αιωνιότητας. Η τέχνη της βαρύγδουπης ασάφειας είναι το ατού τους. Μιλάνε ακαθόριστα, αλλά και συγκεκριμένα. Τα λένε όλα και δεν αποκαλύπτουν τίποτα. Στοχάζονται τη μοναξιά τους, το εγώ, το εσύ, το αυτό· επικαλούνται το κρυφό νόημα των αριθμών... των φωνών... των εποχών...
Με τα αφτιά της συντονισμένα στις απόμακρες αυτές συχνότητες, η Ρούλα Πατεράκη έστησε μια παράσταση που ενέτεινε ακόμη περισσότερο τον ποιητικοφανή ναρκισσισμό των ηρώων. Ο ένας μετακινεί πέρα δώθε μια γλάστρα με βασιλικό. Ο άλλος διαβάζει καθισμένος σε μια πολυθρόνα. Η τρίτη περιδιαβαίνει ανάμεσά τους, ενώ επεξεργάζεται δήθεν αμέριμνα τα σκηνικά αντικείμενα. Σκορπισμένες στο γυάλινο πάτωμα δεκάδες φωτοτυπίες από διάσημα έργα τέχνης. Οι ηθοποιοί πίνουν λικέρ, χαζεύουν τις φωτοτυπίες και τεμαχίζουν τις φράσεις τους με απαρέγκλιτη μεγαλομανία: όσο πιο πολλές παύσεις τόσο καλύτερα, τόσο πιο σημαντικά ακούγονται όλα, φαίνεται να είναι η σκηνοθετική λογική.
«Η ασθένεια. Να μην... καταλαβαίνεις». Με αυτό τον εξοντωτικό ρυθμό - όπου όλα διαρκούν τέσσερις φορές περισσότερο από το κανονικό - δεν έχουμε από πουθενά να κρατηθούμε. Τα φυτά αλλάζουν θέσεις, οι μεγάλοι ζωγράφοι διατηρούν σιγή ιχθύος, το ερωτικό τρίγωνο ακκίζεται...
Μια φωνή αναδύεται ξάφνου από τα τρίσβαθα των αντοχών μας: έλεος πια με τόση ανοησία!
====
Αυτή ήταν η κριτική.
Σήμερα το ΒΗΜΑ δημοσίευσε την απάντηση του Βέλτσου (και οι δύο είναι συνεργάτες του Βήματος, και η Αρκουμανέα και ο Βέλτσος), γράφοντας:
Και αυτό δεν το συγχωρώ.
Επειδή όμως θεωρώ ότι η γραφή είναι «σύμπτωμα» του ανθρώπου, δεν θα κρίνω μόνο τη γραφή της αλλά και την ίδια, κατά παράβαση της αρχής ότι «πρέπει να τελειώνουμε με την κριτική».
Θεωρώ τη Λουίζα Αρκουμανέα ένα caso!
Αναιδής, ημιμαθής, ατάλαντη, ανθρακεύει την υστερία της με τα κείμενα που κατ' εξακολούθησιν δημοσιεύει.
Και ενώ υποτίθεται ότι ξεμπροστιάζει, ξεμπροστιάζεται.
Ορίζω ως caso τον ματαιόδοξο κριτικό ο οποίος ντρέπεται να καταθέσει τη δικαιολογημένη άγνοιά του για θεατρικούς κώδικες που τον ξεπερνούν αισθητικά. Εν προκειμένω, δεν κατανοεί ότι το θέμα του έργου μου δεν είναι η σχέση των φύλων αλλά, όπως σημειώνει η Πατεράκη («Εφ», 27.6.2013), η βάσανος «στον κλειστοφοβικό χώρο του μυαλού που δεν έχει καμία διέξοδο, εκτός από τον θάνατο και τον φόβο του θανάτου», ίδιον της δημιουργίας.
Η έμφυλη σχέση και τα ιψενικά τρίγωνα δεν συνιστούν το «εγώ», «εσύ», «αυτός» της κριτικής της Αρκουμανέα αλλά δηλώνουν τις αντιμεταθέσεις του ρόλου ενός και του αυτού προσώπου. Ούτε όμως τη σκηνοθεσία της Πατεράκη ανέγνωσε. Διότι οι κινήσεις των ηθοποιών, που τις αντιλαμβάνεται ως απόδοση του «ποιητικοφανούς ναρκισσισμού των ηρώων» (sic), υπηρετούν τη μόνη δυνατή επαφή: οι ανθρώπινες σχέσεις να διαμεσολαβούνται από αντικείμενα.
Τα «πράγματα» που ο σκηνογράφος Γιάννης Σκουρλέτης τοποθέτησε στη σκηνή λειτούργησαν σκηνοθετικά αντί προσώπων. Οταν η εποχή δεν επιτρέπει την επικοινωνία «προσώπου με πρόσωπο», η μόνη σχέση με τον άλλον εαυτό γίνεται μέσω εικόνων της Τέχνης.
Με την ένδειά της η Αρκουμανέα υποστηρίζει εν τέλει την υστερία. Εκτός από το «πιστοποιητικό φύλου» που εκδίδει εβδομαδιαίως, εμφανίζει και ένα πιστοποιητικό απορίας προς όσους προσεταιρίζεται για τις αποτυχημένες καλλιτεχνικές της απόπειρες. Αλλά «αυτό που αρθρώνει η υστερική είναι πως σε ό,τι αφορά την κατασκευή τού καθεάνδραείναι εξίσου ικανή με τον ίδιο τον καθεάνδρα (...). Ως εκ τούτου δεν τον έχει ανάγκη...» (Λακάν). Και αυτό συμβαίνει στην «περίπτωση».
Τώρα ο ισχυρισμός της Αρκουμανέα ότι «ο κριτικός λόγος δυσκολεύεται να βρει χαρακτηρισμούς για τη Φωνή» αφορά τη δική της δυσκολία και όχι της Καλτάκη και του Τσατσούλη που διαθέτουν τον οπλισμό για να την προσεγγίσουν.
Ομολογώντας έτσι άθελά της την ανικανότητά της να εννοήσει συμπληρωματικά νήματα στα κείμενα που κατα-κρίνει, γίνεται προφανές γιατί αποθρασύνεται. Θα ήταν σε θέση να υποψιαστεί τι της συμβαίνει; Η έλλειψη κάθε αναγνωστικής γενναιοδωρίας! Παρά ταύτα, αμετανόητη, αγενής αναγνώστης κειμένων και παραστάσεων, συνεχίζει λόγω της σιωπής των αμνών...
Υπηρετεί το θέατρο η αγένειά της;
Ενδιαφέρει το θέατρο η ξανθιά περσόνα που επιλεκτικά εμφανίζεται στις αίθουσες; Η κριτική της δεν συμβάλλει στην κατασκευή του αναγκαίου μηχανισμού παραπλάνησης από μια φασίζουσα κοινωνία που κοροϊδεύει τους μορφωμένους; Εν ονόματι αυτού του λαϊκισμού γράφει η Αρκουμανέα; Και ποιος τη δικαιοδοτεί να χρησιμοποιεί στα κείμενά της το «εμείς»; Ποιοι «εμείς»; Ο πληθυντικός της αγένειας;
ΥΓ.: Τις προάλλες «κατεδάφισε» και τον Οστερμάιερ γράφοντας πως παρεμβάλλει στο έργο του Ιψεν τις «αμπελοφιλοσοφίες» του, ενώ ο ίδιος είχε δηλώσει ότι ο λόγος του γιατρού Στόκμαν αντικαταστάθηκε για ευνόητους λόγους από ένα απόσπασμα του βιβλίου Η επικείμενη εξέγερση (L' insurrection qui vient, εκδόσεις La Fabrique, 2007).
Θα της το χαρίσω.
======
σχόλια