ΜΕΓΑΛΩΣΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ενός «μύθου», αυτού της αντιπαροχής. Η μνήμη από εκείνη τη μακρινή εποχή είναι και γεμάτη από ήχους, κομπρεσέρ, μπουλντόζες, κασμάδες, σφυριά. Οι δυνατές φωνές των οικοδόμων και εκείνες οι χαμηλόφωνες, λίγο ντροπαλές δηλώσεις: «… από την επόμενη εβδομάδα δεν θα μας βρείτε εδώ. Μεταφερόμαστε λόγω κατεδαφίσεως».
Από το ρετιρέ του 5ου ορόφου καταλάβαινα τη ζωή της Αθήνας σαν από ένα παρατηρητήριο. Το μπάνιο ήταν το πιο ηλιόλουστο δωμάτιο (!), καθώς το παράθυρό του είχε απρόσκοπτη θέα πάνω από τα διώροφα που βυθίζονταν χαμηλά και το σαλόνι έβλεπε το μυθικό, για τα μάτια μας, «οικόπεδο». Το «οικόπεδο» απέκτησε δημοσιότητα τα κατοπινά χρόνια, καθώς ήταν κομμάτι της γωνίας «Κύπρου και Πατησίων», εκεί όπου δόθηκε μάχη για να μη γίνει υπόγειο γκαράζ.
Ζητούμενο άμεσης προτεραιότητας ήταν η επίλυση του στεγαστικού, καθώς τα ρημαγμένα χωριά από τη δεκαετία του 1940 είχαν αλλάξει την ανθρωπογεωγραφία και την οικονομική κατανομή. Και επίσης, ένας πολύ μεγάλος αριθμός κτιρίων της κεντρικής Αθήνας είχε καταστραφεί στα Δεκεμβριανά.
Σήμερα, πολλές φορές γυρνάω πίσω για να καταλάβω το παρόν. Όταν βλέπω τις λερωμένες, κουρασμένες πολυκατοικίες μιας κάποτε απαστράπτουσας νεότητας, καταλαβαίνω ότι ο κρίσιμος κύκλος των 50 ετών, αυτός που κάνει μία πόλη όχι μόνο να ξαναδεί τον εαυτό της αλλά και να θέσει εκ νέου ερωτήματα, έχει κλείσει προ πολλού. Το καταλαβαίνω καλύτερα από τις συναισθηματικές αντιδράσεις των Αθηναίων. Γιατί μία από τις πιο δύσκολες περιόδους για να καταλάβει κανείς, να δικαιολογήσει ή να εξωραΐσει είναι αυτή της «αντιπαροχής», ασχέτως του αν δεν υπήρξε ποτέ νόμος που να τη θεσπίσει, ασχέτως αν αυτή δεν σταμάτησε ποτέ. Η αντιπαροχή είναι μία «ιδέα» που έμελλε να γίνει συνώνυμη μιας δύσκολης εφηβείας. Έμελλε να γίνει σύμβολο της ανασυγκρότησης και κόκκινο πανί για κάθε γνήσιο ή όψιμο εραστή της Αθήνας. Αυτή η «πατέντα», που κατά μία έννοια είναι ο θρίαμβος του λαϊκού καπιταλισμού σε μία κοινωνία που έτρεχε με μεγάλες ταχύτητες, άτσαλα ναι, σπασμωδικά ενδεχομένως, με πολλά λάθη και παραλείψεις το δίχως άλλο, είχε την πιο γοητευτική αντίφαση.
Από τη μία ανέλκυσε οικονομικά εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες, ενσωματώνοντάς τους στη νέα κοινωνία των μικροϊδιοκτητών και δίνοντάς τους πρωτοφανές για την εποχή επίπεδο διαβίωσης, και από την άλλη ρήμαξε την Αθήνα, βυθίζοντας σε βαθιές σκιές άλλοτε ηλιόλουστους δρόμους, σκεπάζοντας αυλές και κήπους και ξηλώνοντας την παλιά φυσιογνωμία της πόλεως.
Αυτήν τη φυσιογνωμία η Αθήνα δεν την είχε καταλάβει ως πλεονέκτημα εκείνη την εποχή, μετά το 1950 και ως τουλάχιστον το 1975. Ή, τουλάχιστον, η διαφύλαξη του ιστορικού, έστω, κέντρου της πρωτεύουσας και ορισμένων μεγάλων δρόμων και δρομίσκων περιμετρικά των Εξαρχείων, της Πατησίων, του Μεταξουργείου δεν είχε αξιολογηθεί τόσο ψηλά στην ιεραρχία των προτεραιοτήτων. Ζητούμενο άμεσης προτεραιότητας ήταν η επίλυση του στεγαστικού, καθώς τα ρημαγμένα χωριά από τη δεκαετία του 1940 είχαν αλλάξει την ανθρωπογεωγραφία και την οικονομική κατανομή. Και επίσης, ένας πολύ μεγάλος αριθμός κτιρίων της κεντρικής Αθήνας είχε καταστραφεί στα Δεκεμβριανά (1944), με αποτέλεσμα, ακόμα και το 1950, πολλά σημεία της πρωτεύουσας να είναι σε άθλια κατάσταση. Χωματόδρομοι, κοινωνική ανισότητα, σπίτια που έχασκαν λαβωμένα, κακή υγιεινή. Αλλά και ένα κομψό ιστορικό κέντρο, ωραία νοικοκυρεμένα σπιτάκια στις γειτονιές, ανοιχτοί χώροι, άπλα. Σε όλη την τότε Δυτική Ευρώπη σύνθημα ήταν η λαϊκή ευημερία, το κοινωνικό κράτος, η δημιουργία μιας νέας γενιάς Ευρωπαίων μικροαστών που θα στήριζαν το μεταπολεμικό κράτος που όφειλε να επιτύχει.
Στην Ελλάδα, η αντιπαροχή και η μέσω αυτής στέγαση εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών, πολλοί από τους οποίους χωρίς αστική προπαιδεία, ήταν ο τρόπος για να διευρυνθεί η ραχοκοκαλιά της κοινωνίας. Δεν υπήρξε εθνικό σχέδιο για τη θέσπιση της αντιπαροχής, αλλά οι συνθήκες που οδήγησαν στην έξαρσή της συντηρήθηκαν και προστατεύτηκαν. Δεν είμαι βέβαιος ότι ένας νέος Έλληνας 20 ετών γνωρίζει τι ακριβώς είναι η αντιπαροχή, και δικαιολογημένα, βεβαίως. Πολλοί συσχετίζουν την αντιπαροχή με την καταστροφή της Αθήνας (και των λοιπών αστικών κέντρων), άλλοι τη συνδέουν με τον Καραμανλή (ασχέτως αν η αντιπαροχή φούντωσε κυρίως μετά την έξοδο του Καραμανλή από την Ελλάδα το 1963). Οι παρανοήσεις είναι η σύγχρονη μυθολογία μας, που συσπειρώνει πολλούς κάτω από μία ομπρέλα με βολική σκιά.
Η αντιπαροχή πέτυχε γιατί ήταν απλή και ευφυής. Απαιτούσε συνεργασία τριών παραγόντων. Του εργολάβου, του οικοπεδούχου, του μελλοντικού αγοραστή διαμερισμάτων. Ο εργολάβος δεν ήταν τυχαίος άνθρωπος. Έπρεπε να είναι διπλωμάτης, καθώς όφειλε να πείσει τον ιδιοκτήτη του παλιού σπιτιού ότι τον συνέφερε να «το δώσει» για πολυκατοικία. Έπρεπε να είναι αετονύχης, ώστε να εμποδίσει τον ανταγωνισμό, καθώς άλλοι εργολάβοι γύριζαν κι εκείνοι τις γειτονιές με τον ίδιο σκοπό. Άλλοι έτρωγαν πόρτα, άλλοι περνούσαν μέσα, για καφέ και συζήτηση, σαν σε προξενιό παλιάς εποχής. Ο εργολάβος έπρεπε επίσης να έχει το τσαγανό να κουλαντρίσει τα συνεργεία του, τις στρατιές οικοδόμων, που ήταν μία νέα τάξη στην Αθήνα του 1955-1980, να πιει μαζί τους ένα κρασί αλλά και να τους έχει υπό έλεγχο. Δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο ο εργολάβος.
Λίγες πολυκατοικίες, στις καλές συνοικίες, σχεδιάζονταν από αρχιτεκτονικά γραφεία. Αρχιτέκτονες της μόδας, πάντως, είχαν αναλάβει το ιστορικό κέντρο, που σε διάστημα μίας δεκαετίας άλλαξε όψη. Στις γειτονιές, όμως, οι εργολάβοι και τα τεχνικά γραφεία ήταν που είχαν την πρωτοκαθεδρία. Δρόμοι ολόκληροι, στη Νεάπολη, στην Κυψέλη, στα Εξάρχεια, στο Παγκράτι, άλλαξαν μέσα σε 3-4 χρόνια. Οι περισσότερες κατεδαφίσεις παλιών σπιτιών στις συνοικίες έγιναν μετά το 1960. Στα μέσα της δεκαετίας η οικοδομή ήταν παντοκρατορία. Κοντά της, βιοτεχνίες, βιομηχανίες και καταστήματα λιανικού εμπορίου θέρμαιναν μία μεγάλη αλυσίδα παραγωγής, ζήτησης και κατανάλωσης. Η Ελλάδα αποκτούσε για πρώτη φορά καταναλωτική κοινωνία σε πλατιά βάση. Είναι μύθος, όμως, ότι η καταστροφή της Αθήνας ξεκίνησε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Άρχισε με την έλευση των προσφύγων από τη Μικρά Ασία, μετά το 1922, αλλά και σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, όταν, παράλληλα με τις πολλές και καλές οικοδομές της εποχής, που σήμερα θεωρούμε ωραία μεσοπολεμικά κτίρια, είχε αρχίσει η κατεδάφιση πολλών νεοκλασικών μεγάρων (οικία Αμβροσίου Ράλλη στην Κλαυθμώνος, Δημοτικό Θέατρο στην πλατεία Κοτζιά, οικία Ζωγράφου, Πανεπιστημίου και Αμερικής), ρεύμα που ανακόπηκε με τον πόλεμο.
Έως, πάντως, το 1970 η Αθήνα λειτουργούσε. Όχι μόνο λειτουργούσε, παρά την απώλεια τόσων σημαντικών και ιστορικών κτιρίων του αθηναϊκού νεοκλασικισμού του 19ου αιώνα, αλλά ήταν μία επιτυχημένη πόλη, με υψηλούς δείκτες αισιοδοξίας και δυναμισμού. Ο αέρας ακόμα ήταν σχετικά καλός, τα αυτοκίνητα στο κέντρο πολλά, αλλά όχι «τόσο πολλά», οι γειτονιές γαλήνιες, με νέα διαμερίσματα και παλιά σπίτια ανάμεικτα. Η Ελλάδα είχε αφήσει πίσω τη φτώχεια. Το αθηναϊκό κέντρο ήταν το επίσημο κέντρο μιας χώρας σε άνοδο.
Αν κι έχουν γραφτεί τόσα και τόσα για τα χρόνια που άλλαξαν την Αθήνα για το καλό ή το χειρότερο, πολλά έχουν ακόμη να βγουν στο φως με άλλες ερμηνείες, άλλη διάθεση, άλλη δυνατότητα επεξεργασίας μιας εποχής που όσοι την έζησαν στα καλύτερά της (1955-1967) τη θεωρούν «αξέχαστη». Η Αθήνα εξέπεσε όχι μόνο γιατί έχασε πολλά από τα θαυμάσια αρχιτεκτονήματά της, αυτά που σήμερα θα της έδιναν τη μοναδικότητα που τόσο έχει ανάγκη, αλλά γιατί επέτρεψε να διαταράξει τις φυσικές κλίμακες, τις ισορροπίες, το πλαίσιο, μέσα στο οποίο φαγώθηκε από μέσα ο αστικός της πολιτισμός, αυτός που έκανε την Αθήνα να είναι «Αθήνα». Και εκείνος ο αστικός πολιτισμός είχε απ’ όλα. Είχε το Κολωνάκι και την οδό Αθηνάς, το Μεταξουργείο και το Μουσείο, τη Μαυρομματαίων και το Κουκάκι, τις συνοικίες και τα προάστια.
Είναι πράγματι πολύ θετικό το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια τόσοι πολλοί μελετούν και ενδιαφέρονται για την Αθήνα. Υπάρχει ένα τεράστιο έλλειμμα γνώσης, αλλά σημαντικό είναι ότι υπάρχει παράλληλα μια τεράστια περιέργεια για την Αθήνα που υπήρξε, για την Αθήνα που «έγινε».
Μου είναι και μένα πολλές φορές δύσκολο να πιστέψω οτι αυτή είναι η πόλη που μεγάλωσα.
σχόλια