«Στη Βιέννη, οι πιο σοβαρές και οι πιο ασήμαντες υποθέσεις λύνονται στα καφενεία» γράφει στον Επικίνδυνο Οίκτο ο Στέφαν Τσβάιχ – κάτι αντίστοιχο θα μπορούσε να ειπωθεί για την ιδιοσυστασία των αθηναϊκών καφέ. Άμεσα συνδεδεμένη με την αστική κουλτούρα της πόλης, η συνήθεια του καφέ διαμόρφωσε έξεις, έλυσε διάφορες υποθέσεις και γαλούχησε συνειδήσεις. Ταυτόχρονα, όμως, έθρεψε λογοτεχνικέςπαρέες που συνδέθηκαν άμεσα με συγκεκριμένα καφενεία, φτιάχνοντας τον αστικό μύθο της Αθήνας από τις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα μέχρι σήμερα.
Πατάρι Λουμίδη, αρχή της Σταδίου
«Το πατάρι του Λουμίδη άρχισε να βουίζει από ένα παρδαλό μελίσσι από ποιητές χλωμούς και κοπέλες ξέμαλλες που απελπίζανε τα γκαρσόνια κι εκτοπίζανε σιγά-σιγά τους μαυραγορίτες κατά το κλιμακοστάσιο» έγραφε ο Οδυσσέας Ελύτης για το αλησμόνητο πατάρι του Λουμίδη, που έθρεψε μια παρέα λογοτεχνών και ποιητών, προπάντων μέλη της γενιάς του ’30. Εκεί, ανάμεσα στο παλιό βιβλιοπωλείο της Εστίας, στα γραφεία των εφημερίδων της εποχής και στα μεγάλα θέατρα, διαμορφώθηκε, ήδη από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’40, το στέκι που θα φιλοξενήσει τα πιο ονομαστά πρόσωπα των ελληνικών γραμμάτων: ο αστικός μύθος θέλει τον Γκάτσο να γράφει εδώ, εν μιά νυκτί, την Αμοργό του και εδώ να συλλαμβάνεται η υπόθεση του Ματωμένου Γάμου από το Θέατρο Τέχνης, σε μουσική του γνωστού θαμώνα Μάνου Χατζιδάκι, τον οποίο έμελλε να γνωρίσουν, για πρώτη φορά, από κοντά, όπως έγραφε ο Ελύτης στα Ανοιχτά Χαρτιά, τα υπόλοιπα μέλη της παρέας στο ένδοξο πατάρι.
Θαμώνες: Νάνος Βαλαωρίτης, Μίλτος Σαχτούρης, Γιώργος Λίκος, Ελένη Βακαλό, Δημήτρης Κόρσος, Δ. Παπαδίτσας, Γιάγκος Αραβαντινός, Τάκης Σινόπουλος, Λύδια Στεφάνου, Μόραλης και Τσαρούχης, Σπύρος Τσακνιάς, Νίκος Βέλμος , Νίκος Καρούζος. Ακόμα και η Ανθολογία Μεταπολεμικών Ποιητών έχει ως αφετηρία τους θαμώνες και τις συζητήσεις από το περίφημο «πατάρι». Όσο για τον εμβληματικό και ανένταχτο δημιουργό του «Ιδεοδρομίου», τον Λεωνίδα Χρηστάκη, υπήρξε συγγραφέας του πιο γνωστού βιβλίου που έχει γραφτεί για το «πατάρι» με τον τίτλο Λουμίδης: Ένα αγνοημένο φυτώριο ποιητών (εκδόσεις Σπηλιώτη).
Χαρακτήρας: Αστικές προδιαγραφές, ξύλινο δάπεδο, ποτισμένο από τα τσιγάρα των δοξασμένων ποιητών. Χαρακτήρας ανάλογος με την τοποθεσία του, που ακροβατούσε ανάμεσα στην πολιτική ανοιχτοσύνη της Ομόνοιας και στο αστικό κλέος του Συντάγματος, στην ελίτ και στο αντεργκράουντ. Ο Λουμίδης συνόψιζε ιδανικά αυτές τις αντιθέσεις, αλλά και τη mentalité ενός κόσμου που αναζητούσε την ταυτότητά του ανάμεσα στη λαϊκότητα και την πρωτοπορία. Αλησμόνητες θα μείνουν και οι συζητήσεις που πραγματοποιήθηκαν στο πατάρι, όπως τις καταγράφει o Ροβήρος Μανθούλης στο περιώνυμο κείμενό του για το «πατάρι».
Καφέ Zonar's, πεζόδρομος Βουκουρεστίου
Καθώς δεν απείχε πολύ από τα κέντρα της εξουσίας, όπως η Βουλή και τα μεγαλοπρεπή ξενοδοχεία που φιλοξένησαν τις πιο καίριες ιστορικές πολιτικές στιγμές της αθηναϊκής ιστορίας, το Ζonar’s αποτέλεσε την αδιαφιλονίκητη συνέχειά τους. Διάσημο στέκι πολιτικών και κραταιών προσωπικοτήτων, δεν έκρυψε μέχρι τις μέρες μας τον ένδοξο και πολυτελή χαρακτήρα του. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής συναντούσε εδώ τους εκπροσώπους των γραμμάτων της εποχής, ο Μάνος Χατζιδάκις έδωσε στους χώρους του κοινή συνέντευξη με τη Μελίνα Μερκούρη για τη γαλλική τηλεόραση και η Σοφία Λόρεν απολάμβανε, αποκλειστικά εδώ –όπως και ο Άντονι Κουίν στις ελληνικές του μέρες– τον καφέ της. Εν ολίγοις, το Ζonar’s συσπείρωσε τις πιο διάσημες υπογραφές, ειδικά στον θεατρικό κύκλο, και τις έφερε κοντά με τους πιο γνωστούς συγγραφείς.
Θαμώνες: Νίκος Γκάτσος, Γιώργος Κατσίμπαλης, Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Δημήτρης Μυράτ, Μίνως Βολανάκης, Μάνος Χατζιδάκις, Μελίνα Μερκούρη, Τζένη Καρέζη, Φρέντυ Γερμανός, Αλίκη Βουγιουκλάκη, Ιάκωβος Καμπανέλλης. Αλλά και ξένες διασημότητες, όπως οι συγγραφείς Λόρενς Ντάρελ και Χόρχε Λουίς Μπόρχες και οι ηθοποιοί Σοφία Λόρεν και Σαρλότ Ράμπλινγκ.
Χαρακτήρας: Χλιδή και μεγαλοπρέπεια χαρακτηρίζουν το καφέ που δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τα διάσημα γαλλικά στέκια, τα οποία και αποτέλεσαν το πρότυπό του – ακόμα και τώρα στη βιτρίνα του αναγράφεται, μόνο στα γαλλικά, Café d’ Athenes. Αυτή ήταν, άλλωστε, και η πρόθεση του πρώτου ιδρυτή του ιστορικού καφέ, Κάρολου Ζωναρά, να χτυπά εδώ η καρδιά της αστικής Αθήνας. Μονάχα στο Ζonar’s μπορούσε, άλλωστε, να φοράει απελευθερωμένα και εντελώς απενοχοποιημένα η Μελίνα Μερκούρη τις πέρλες της, απολαμβάνοντας το φημισμένο παγωτό «Σικάγο».
Φίλιον (πρώην Ντόλτσε), Σκουφά
Το πιο μοιραίο συναπάντημα μεταξύ πνευματικών ανθρώπων εξακολουθεί να συμβαίνει στα τραπεζάκια του πολυσύχναστου Φίλιον, πρώην Ντόλτσε. Απόδειξη ο διάσημος πίνακας που στολίζει τον τοίχο της εσωτερικής του αίθουσας και αναπαριστά όλους τους περίοπτους θαμώνες του, από το σήμα κατατεθέν του μαγαζιού, Κωνσταντίνο Τζούμα, και την Τάνια Τσανακλίδου μέχρι τον Χρήστο Χωμενίδη, τον Γιώργο Βέλτσο και τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά. Βαδίζοντας στα πρότυπα του Deux Magots, το Ντόλτσε φιλοξένησε από τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του τα ανατρεπτικά πνεύματα της αθηναϊκής διανόησης, κάτι που εξακολουθεί να κάνει και σήμερα το Φίλιον. Ο Κωστής Παπαγιώργης, στο Γεια σου, Ασημάκη, συνδέει το Ντόλτσε με μια αύρα νωχελικής εποπτείας της πόλης και ειρωνικής υψιπέτειας, άμεσα συνδεδεμένης με μια σειρά από ευφυείς ανθρώπους που διαμόρφωσαν τη φήμη του, όπως ο Χρήστος Βακαλόπουλος. Ακριβώς εδώ, στο εναλλακτικό πνεύμα των νέων λογοτεχνών της γενιάς του ’70, εντοπίζεται άλλωστε και η ύπαρξή του.
Θαμώνες: Βασίλης Βασιλικός, Πέτρος Τατσόπουλος, Κωνσταντίνος Τζούμας, Δημήτρης Νόλλας. Για χρόνια δεν άφηνε το «στασίδι» του στο Ντόλτσε ο Γιώργος Σκούρτης.
Χαρακτήρας: Θυμίζοντας τα αεράτα ιταλικά καφέ της Via Venetto, παρά τα αυστηρά βιεννέζικα καφέ, το Φίλιον διατηρούσε ανέκαθεν έναν αέρα άνεσης και ανυπόκριτης πολυτέλειας. Ξύλο, πράσινο βελούδο στις καρέκλες και καθρέφτες είναι αδιαφιλονίκητα στοιχεία του ντελικάτου χαρακτήρα του, χωρίς διάθεση ψαρωτικής υπερβολής και με τα γκαρσόνια του να είναι πλέον γνωστά με το μικρό τους όνομα.
Καφέ Βυζάντιον, πλατεία Κολωνακίου
Η έννοια «διανοούμενος» μάλλον καθαγιάστηκε σε αυτά ακριβώς τα τραπέζια, αφού το Βυζάντιον ήταν συνώνυμο με τους πανεπιστημιακούς και πάσης φύσεως θεωρητικούς της εποχής, ειδικά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Αργότερα, ειδικά τη δεκαετία του ’70, στα παρηκμασμένα του τραπέζια βρήκαν καταφύγιο οι μπίτνικς. Για χρόνια, επίσης, η γνωστή ενδυματολόγος Ντένη Βαχλιώτη και ο θεατράνθρωπος Χρήστος Βαχλιώτης έδιναν διαλέξεις για το σινεμά ανάμεσα στους καφέδες. Το Βυζάντιον συνδέθηκε, όμως, και με την παρέα των Ελλήνων μοντερνιστών, με τακτικούς θαμώνες τα μέλη του περιοδικού «Πάλι» και την εμβληματική φυσιογνωμία του Νάνου Βαλαωρίτη.
Θαμώνες: Εκτός από τον Ελύτη και τον Γκάτσο, όλη η ελληνική πρωτοπορία: Δημήτρης Πουλικάκος, Πάνος Κουτρουμπούσης, Τάσος Φαληρέας, Σπύρος Μεϊμάρης, Μαρία Μήτσορα.
Χαρακτήρας: Εξωστρέφεια, τραπεζάκια έξω, σεμνή πολυτέλεια, ήταν μερικά από τα στοιχεία που τιμούσαν τον αυτοκρατορικό τίτλο του Βυζάντιον, με τα χαρακτηριστικά λευκά τραπεζομάντιλα και τα γκαρσόνια με την απαραίτητη στολή. Έκλεισε τη δεκαετία του ’70, έχοντας ωστόσο μεταλλάξει για πάντα την εικόνα της πλατείας, που έκτοτε συνενώνει αρμονικά τους ντόπιους αστούς με τους εναλλακτικούς ρέκτες της διανόησης.
Brazilian, Bουκουρεστίου
Επικό και μυθιστορηματικό, όπως οι θαμώνες του. Χρησίμευε ως πέρασμα και ως σημείο αναφοράς για τα πνευματικά τέκνα που δεν ένιωθαν τόσο άνετα με τη μεγαλοπρέπεια του Zonar’s, αλλά αναζητούσαν διακαώς τις συζητήσεις ανάμεσα στους Ελύτη, Μόραλη ή Ταχτσή, που σύχναζαν εκεί. Η περίφημη «Συμφωνία του Μπραζίλιαν» που έγραψε το ’54 ο Κώστας Ταχτσής εξακολουθεί να δεσπόζει σε μια γωνιά. Μόνο εδώ καταδεχόταν να πίνει τον καφέ του ο Σαχτούρης, όταν αναγκαζόταν να εγκαταλείψει για λίγο τα αγαπημένα του στέκια της Κυψέλης.
Θαμώνες: Νίκος Γκάτσος, Οδυσσέας Ελύτης, Μίλτος Σαχτούρης, Αλέκος Φασιανός, Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Ελένη Βακαλό, Αλέξης Ακριθάκης.
Χαρακτήρας: Ιταλική αβρότητα με νότες πολυτέλειας, σε έναν πεζόδρομο που έσφυζε από ζωή. Το Brazilian, αν και μικρό, δεν φοβόταν να διατρανώσει τον ελιτισμό του, δίνοντας προτεραιότητα στις διάσημες λογοτεχνικές πένες που έπιαναν θέση στον ασφυκτικό του χώρο και στα υπαίθρια τραπεζάκια του από νωρίς. Η πρώτη ρήξη των σουρεαλιστών επήλθε εδώ, ο Χένρι Μίλερ συναντούσε στον μικρό του χώρο τον Κατσίμπαλη – στου οποίου το κεφάλι είχε αδειάσει εδώ ένα ολόκληρο φλιτζάνι καφέ «για το κακό που έκανε στη λογοτεχνία». Από το Brazilian ο Γιώργος Σεφέρης θεωρούσε ότι μπορεί κανείς να έχει, πραγματικά, θέαση στην ιστορία των Αθηνών. Με τα χρόνια, οι ποιητές έδωσαν τη θέση τους στους διάσημους ζωγράφους, ενώ σήμερα το Brazilian έχει μεταφερθεί στη Βαλαωρίτου και στη θέση του παλιού λειτουργεί το Clemente.
Μπάγκειον, πλατεία Ομονοίας
Οι καταραμένοι ποιητές και οι εναλλακτικοί καλλιτέχνες της πλατείας Ομoνοίας συνευρίσκονταν, τις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα, στο υπόγειο του φημισμένου ξενοδοχείου Μπάγκειον, στη γωνία της οδού Αθηνάς. Από τα πρώτα μέρη που τόλμησαν να σερβίρουν αψέντι και να ακούσουν τη στεντόρεια φωνή του Νίκου Βέλμου ενός θαμώνα που πολλοί, τη δεκαετία του ’20, παρομοίαζαν με τον Ρεμπό, να αντηχεί στο αχανές του υπόγειο. Στην πραγματικότητα, το Μπάγκειον λειτουργούσε ως καφενείο, αλλά τις πρώτες βραδινές ώρες μεταλλασσόταν σε αμαρτωλό καταφύγιο για τους ανένταχτους και τους απανταχού αποσυνάγωγους. Οι θαμώνες του τολμούσαν να ομολογήσουν ότι λάτρευαν την κλασική λογοτεχνία και τις ουσίες, ενώ διάβαζαν απαρεγκλίτως για όλη σχεδόν τη δεκαετία του ’20 το πρώτο free press στην ιστορία της Αθήνας, το «Φραγγέλιο», το οποίο εξέδιδε ο περιώνυμος Βέλμος. Στα τραπέζια του έγραφε ο καταραμένος ποιητής Μίνως Ζώτος παθιασμένα ποιήματα στη λατρεμένη του Μαρία Πολυδούρη - οι φήμες, μάλιστα, λένε πως αυτοκτόνησε για χάρη της λίγες ώρες αφότου άφησε ένα ποίημα στο περβάζι του Μπάγκειου.
Θαμώνες: Ο Τέλλος Άγρας κατέβαινε συχνά τα σκαλιά του Μπάγκειου, όπως το ίδιο έκαναν οι Τερζάκης, Βάρναλης, Μυρτιώτισσα, Μήτσος Παπανικολάου, Νίκος Σαράβας –ο πρώτος, για πολλούς, σουρεαλιστής ζωγράφος– ακόμα, όμως, και ο Ρίτσος, που σύχναζε εδώ σε νεαρή ηλικία.
Χαρακτήρας: Το καφέ στεγαζόταν σε ιστορικό κτίριο του Τσίλερ, που υπέστη πολλές καταστροφές και σήμερα θεωρείται διατηρητέο. Ψηλά ταβάνια, περίτεχνος διάκοσμος, τεράστια παράθυρα απ’ όπου έμπαινε το περιώνυμο αττικό φως. Ακόμα και στο υπόγειό του μπορούσε κανείς να απολαύσει την ατμόσφαιρα ενός κτιρίου που απέπνεε Αθήνα, ενώ οι λουκουμάδες που ψήνονταν τακτικά είχαν ποτίσει με τη γλυκάδα τους τους τοίχους.
Κολοκυθάς, Πετράλωνα
Στέκι εναλλακτικό, λίγο μακριά από τη χλαπαταγή της Αθήνας, ιδανικό καταφύγιο για διανοούμενους και πολιτικά κυνηγημένους. Εδώ άφηνε την εφημερίδα του και το τσιγάρο στο τασάκι ο Στέλιος Καζαντζίδης, για να επιστρέψει λίγες ώρες αργότερα, εδώ κατέφευγε ο Μίκης Θεοδωράκης κάθε φορά που έπρεπε να συζητήσει με κάποιο μέλος των Λαμπράκηδων, τα γραφεία των οποίων ήταν ακριβώς δίπλα. Οι πιο διάσημες αντιπαραθέσεις πραγματοποιήθηκαν στον μικρό του εσωτερικό χώρο κι ίσως γι’ αυτό ο ιδιοκτήτης του με το ίδιο όνομα, Γ. Κολοκυθάς, είχε ανακριθεί πολλές φορές από την Αστυνομία, για να ομολογήσει τα όσα συνέβαιναν πίσω από τις κλειστές πόρτες του.
Θαμώνες: Μάνος Λοΐζος, Στέλιος Καζαντζίδης, Μίκης Θεοδωράκης, Μέντης Μποσταντζόγλου (Μποστ), Έλλη Παππά.
Χαρακτήρας: Ο ριζοσπαστικός χαρακτήρας του ήταν άμεσα συνδεδεμένος και με τη μυθολογία της περιοχής – φτωχή συνοικία με ιστορία, ντομπροσύνη και λαϊκή αρχοντιά στις παρυφές του κέντρου.
Φλόκας, Φωκίωνος Νέγρη
Οι τοίχοι του Φλόκα είναι ακόμα ποτισμένοι από ιδέες, πνευματικές αντιπαραθέσεις και μουσικές που παίζονταν στο ομώνυμο πατάρι. Η Φωκίωνος Νέγρη ήταν το αντιπροσωπευτικό δείγμα της «αμαρτωλής» διανόησης που πάσχιζε να αποκηρύξει τον καθωσπρεπισμό, αλλά δεν απαρνιόταν την αστική καταγωγή της. Εδώ έγραφε τα ημερολόγιά του ο Ζαν Ζενέ και κρατούσε σημειώσεις ο Τάσος Λιγνάδης. Αρκεί να ξεφυλλίσει κανείς μερικές σελίδες από το Παλίμψηστο, την αυτοβιογραφία του Γκορ Βιντάλ, για να δει τον Φλόκα να στολίζει τις περισσότερες από τις αναφορές του. Στο πατάρι του μαζεύονταν οι «ροκάδες» και οι μουσικοί της εποχής, εδώ συναντιόταν καθημερινά ο Βαγγέλης Παπαθανασίου με τους φίλους του, ενώ τις σκάλες του ανεβοκατέβαιναν τα μέλη των Φόρμιξ.
Θαμώνες: Το διάσημο προφιτερόλ του γεύτηκαν από τον Ανδρέα Μπάρκουλη και την Αλίκη Βουγιουκλάκη μέχρι τον Κώστα Καζάκο και την Τζένη Καρέζη. Ο Εγγονόπουλος περνούσε από εδώ καθημερινά και ο Νίκος Τσιφόρος καθόταν στα τραπεζάκια του, σημειώνοντας όσα έβλεπε. Στα πρώτα χρόνια της καθόδου του στην Αθήνα την περαντζάδα από τα έξω τραπεζάκια χαίρονταν ο Γιώργος Χειμωνάς με τη Λούλα Αναγνωστάκη.
Χαρακτήρας: Από την είσοδο του πιο ονομαστού και δοξασμένου πεζόδρομου της Αθήνας, ο Φλόκας –υπάρχει ακόμα ως Φλοκαφέ– έδινε το στίγμα της μοντέρνας πολυτέλειας και της ποιητικής μοναξιάς. Ως καφέ υπήρξε συνώνυμο με το μοντέρνο lifestyle της δεκαετίας του ’60. Αν τα υπόλοιπα καφέ της Αθήνας φιλοξενούσαν κατεξοχήν φιλήσυχους θαμώνες, ο Φλόκας δεν μπορούσε παρά να αποτελέσει το μεταίχμιο ανάμεσα στους αλανιάρηδες των πρώτων απογευματινών ωρών και στους νυχτόβιους που συναπάρτιζαν τις φυλές της Φωκίωνος. Λένε πως το «Κορίτσια, ο Μπάρκουλης» ξεπήδησε από εδώ.
σχόλια