— Η ιστορία των πολυκατοικιών της Αθήνας και η ανοικοδόμηση –κατ’ άλλους, «τσιμεντοποίηση»‒ της πρωτεύουσας μέσα από τις περιγραφές ειδικών αλλά και τις αφηγήσεις απλών ανθρώπων που πρωταγωνίστησαν σε αυτήν είναι η προβληματική του ντοκιμαντέρ σας. Να ξεκινήσουμε από εκεί;
Τάσος Λάγγης: Να πούμε καταρχάς ότι το ντοκιμαντέρ αυτό βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο της αρχιτεκτόνισσας Ιωάννας Θεοχαροπούλου (εκδ. Ίδρυμα Ωνάση). Κοινή μας πρόθεση ήταν να καταδείξουμε ότι η σύγχρονη Αθήνα φτιάχτηκε όχι μόνο από πολιτικούς μηχανικούς και αρχιτέκτονες αλλά, καταρχήν, και από εσωτερικούς μετανάστες μιας Ελλάδας κατεστραμμένης από τον πόλεμο και τον Εμφύλιο που ακολούθησε. Εκείνοι οι χτίστες και οι νοικοκυρές σύζυγοί τους συνέβαλαν αποφασιστικά σε αυτήν τη «μεταμόρφωση», με όλα τα θετικά και τα αρνητικά της γνωρίσματα. Αν το Σπιρτόκουτο του Οικονομίδη αναδεικνύει τα δεύτερα, το δικό μας ντοκιμαντέρ εστιάζει κυρίως στα πρώτα, υπάρχει δηλαδή μια διαλεκτική, τρόπον τινά, σχέση μεταξύ τους, παρότι πρόκειται, βέβαια, για ξεχωριστές δημιουργίες.
— Η αθηναϊκή πολυκατοικία ταυτίστηκε με τις αντιπαροχές, τα αυθαίρετα, τα πανωσηκώματα, όλα αυτά.
Τ.Λ. Ακριβώς. Πολύς κόσμος νομίζει ότι η αντιπαροχή ήταν ένας επίσημος θεσμός, όμως αυτό δεν ίσχυε. Ξεκίνησε στο «μιλητό», σαν ένα νταραβέρι μεταξύ του ιδιοκτήτη ενός οικοπέδου και του εργολάβου. Ο πρώτος παραχωρούσε στον δεύτερο το οικόπεδο για να χτίσει μια πολυκατοικία και σε αντάλλαγμα έπαιρνε ένα ή περισσότερα διαμερίσματα.
Πάνος Δραγώνας: Μετά το ’50 υπάρχει τρομερή ανάγκη για στέγη αλλά και εξεύρεση εργασίας. Πλήθη ανθρώπων από την επαρχία συρρέουν στις πόλεις και κυρίως στην Αθήνα. Χρήματα δεν υπάρχουν, το κράτος αδυνατεί να φτιάξει σπίτια υπό μορφή εργατικών ή κοινωνικών κατοικιών, όπως γίνεται στην υπόλοιπη Ευρώπη, οπότε προσπαθούν να βρουν μόνοι τους την άκρη. Στο πλαίσιο αυτά «εφευρίσκεται» η αντιπαροχή.
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Οικονομίδης βγάζει την ταινία αυτή το 2002, σε μια ανέφελη περίοδο γενικευμένης ευφορίας, που τίποτα ακόμα δεν προδικάζει τι θα συμβεί λίγα χρόνια αργότερα, την εξέγερση του ’08, την κρίση, τα μνημόνια κ.λπ. Μαζί θα ξεσπάσει και όλη εκείνη η φοβερή ένταση που συσσωρευόταν στα διαμερίσματα των πολυκατοικιών.
— Η οποία αντιπαροχή αποτελεί, θα λέγαμε, ελληνική «εφεύρεση»;
Π.Δ. Αναφορικά με την Ευρώπη τουλάχιστον, ναι. Γενικώς ειπείν, όσο πηγαίνεις βόρεια και δυτικά τόσο πιο οργανωμένα είναι τα πράγματα και στο οικιστικό κομμάτι, όσο κατευθύνεσαι νότια και ανατολικά, επικρατεί μεγαλύτερη αναρχία! Στην Ελλάδα είχαμε βρει μια ενδιαφέρουσα ισορροπία, όπου η δόμηση γίνεται μεν «από κάτω προς τα πάνω», τηρούνται όμως από την πολιτεία κάποια όρια. Δεν επικρατεί το απόλυτο χάος, όπως σε μια αφρικανική πόλη π.χ., υπάρχουν κανονισμοί και προδιαγραφές.
Τ.Λ. Σημαντική εδώ ήταν η συνεισφορά του Κωνσταντίνου Δοξιάδη, τότε υπουργού Ανασυγκρότησης, με το περίφημο «Ψήφισμα 28», το οποίο άνοιξε τον δρόμο για τις αντιπαροχές, με συνέπεια χιλιάδες άνθρωποι που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα να αποκτήσουν στέγη. Ο εργολάβος πουλούσε από πριν τα υπό κατασκευή διαμερίσματα, έπαιρνε τις προκαταβολές και με αυτές ξεκινούσε τις εργασίες, δηλαδή γινόταν ένα είδος παζαριού. Η πολιτεία άφηνε ελεύθερο το ενοικιοστάσιο και δεν φορολογούσε τους εργολάβους για τα υλικά που αγόραζαν ούτε όσους ιδιοκτήτες προέβαιναν σε αντιπαροχή.
Π.Δ. Επρόκειτο για μια ανταλλακτική εμπορική συναλλαγή, χωρίς χρήματα –σου δίνω γη, μου δίνεις διαμερίσματα‒, κάτι που έδινε μεγάλη ευελιξία στη δυνατότητα στέγασης αλλά και εύρεσης απασχόλησης σε ανθρώπους χωρίς ιδιαίτερες σπουδές ή δεξιότητες. Παρήγαγε επίσης κέρδος.
Τ.Λ. Ήταν επίσης ένας τρόπος ώστε πολλοί άνθρωποι που είχαν υποφέρει μεταπολεμικά, οι ίδιοι ή/και οι οικογένειές τους, καθώς είχαν βρεθεί στη «λάθος» πλευρά και οι ευκαιρίες επαγγελματικής και κοινωνικής ανόδου ήταν γι’ αυτούς εξαιρετικά περιορισμένες, να ενταχθούν στη μεσαία τάξη, έστω στα κατώτερα στρώματά της. Έβλεπες, λοιπόν, ανθρώπους πάμφτωχους που μπήκαν στην οικοδομή πιτσιρικάδες, «ισιώνοντας πρόκες», να καταλήγουν εργολάβοι.
— Υπάρχουν, λοιπόν, και πολιτικοκοινωνικές σκοπιμότητες πίσω από αυτό τον πολεοδομικό σχεδιασμό.
Π.Δ. Οπωσδήποτε. Η Αθήνα των αρχών της δεκαετίας του ’50 είναι τρομερά πολωμένη. Υπάρχει το κέντρο των ευκατάστατων αστών με τα ωραία νεοκλασικά, τους ασφαλτοστρωμένους δρόμους, τα καταστήματα, τα φώτα κ.λπ. και 300-500 μέτρα παραέξω, στα Πετράλωνα, ας πούμε, έχεις παράγκες δίχως νερό και ηλεκτρικό, όπου ζουν οι εσωτερικοί μετανάστες και οι μη προνομιούχοι – δηλαδή έχεις δύο πληθυσμούς διαφορετικών ταχυτήτων, που υπήρξαν αντίπαλοι στον Εμφύλιο. Για να φτάσουμε στη δεκαετία του ’80, οπότε έχουμε πια μια πόλη γεμάτη πολυκατοικίες, από το Κολωνάκι μέχρι το Περιστέρι! Προφανώς οι του Κολωνακίου είναι πολυτελέστερες, αλλά η αρχιτεκτονική αντίληψη είναι ίδια ‒ οι ταξικές διαφορές, φαινομενικά έστω, αμβλύνονται και τα κοινωνικά στρώματα αναμειγνύονται. Την πόλωση του Εμφυλίου αντικαθιστά ένας διευρυμένος μικροαστισμός.
Τ.Λ. Σαφώς. Ο Εμφύλιος ουσιαστικά λήγει με την αντιπαροχή, όταν όλοι γίνονται μικροαστοί καταναλωτές. Υπάρχουν όντως μελέτες που δείχνουν ότι όλο αυτό ήταν κεντρικά σχεδιασμένο με τη συμβολή και των Αμερικανών στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. Έπρεπε η Δύση να γίνει ελκυστικότερη από το Ανατολικό Μπλοκ, να καταφανεί ότι ακόμα και οι φτωχότεροι μπορούν να γίνουν μικροϊδιοκτήτες και να μπουν κι αυτοί στο «παιχνίδι», κάτι που θα άλλαζε και την όλη κουλτούρα τους.
Π.Δ. Στη μεταστροφή αυτή μεγάλη συμβολή είχε και η ποπ κουλτούρα της εποχής, ειδικά ο εμπορικός κινηματογράφος απ’ όπου «περνούσαν» τα νέα πρότυπα. Μια τέτοια χαρακτηριστική ταινία είναι η «Θεία από το Σικάγο»! Κι άλλες βέβαια, όπου βλέπουμε οικοπεδάκια ή χαμόσπιτα να καταλήγουν μοντέρνες πολυκατοικίες, φτωχαδάκια και ανθρώπους λαϊκούς να πιάνουν την καλή κ.λπ.
— Από κοντά, βέβαια, ανθεί και η αυθαίρετη δόμηση.
Π.Δ. Φυσικά, το κράτος ναι μεν δεν την επιτρέπει, γι’ αυτό και τα περισσότερα αυθαίρετα χτίζονται νύχτα, συνήθως όμως κάνει τα «στραβά μάτια», αρκεί να μην ξεπερνάς εντελώς κάποια όρια. Και εννοείται ότι σε προεκλογικές περιόδους τα όρια αυτά γίνονται πιο σχετικά και αυξάνονται οι συντελεστές δόμησης.
Η αστικοποίηση αυτή, πάντως, είναι λίγο ιδιότυπη. Ουσιαστικά βλέπουμε ολόκληρα χωριά να μετεγκαθίστανται σε συγκεκριμένες γειτονιές της Αθήνας. Μεσσήνιοι εδώ, Αρκάδες παραπέρα, Ηπειρώτες πιο κάτω, νησιώτες παραδίπλα κ.ο.κ. Επόμενο είναι να προκύψει μια σειρά από κακοδαιμονίες που οδηγούν σε συγκρουσιακές καταστάσεις σαν αυτές που θίγονται στο Σπιρτόκουτο.
— Πάντως, για εκείνους τους αγροτικής συνήθως προέλευσης ανθρώπους που αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στο «κλεινόν άστυ» και να μείνουν σε ένα διαμέρισμα, ήταν νομίζω μεγάλη επανάσταση.
Π.Δ. Εννοείται. Έπειτα δεν είχαν πολλές επιλογές. Και αφότου μπουν στο διαμέρισμα των ονείρων τους ξεκινούν τα προβλήματα, τα κακά της συνθήκης που λέγαμε! Τα οποία ξεκινούν από τα εγγενή προβλήματα, τις ελλείψεις και τις κακοτεχνίες της πλειονότητας αυτών των διαμερισμάτων για να καταλήξουν στις ανθρώπινες σχέσεις. Χώροι όπου επικρατούν ακόμη τα βαριά έπιπλα, οι ταπετσαρίες και το όλο κιτς απροσδιορίστου τεχνοτροπίας design, που παραπέμπει στην Κεντρική Ευρώπη του δέκατου όγδοου-δέκατου ένατου αιώνα. Οι συνθήκες αυτές, σε συνδυασμό με την επέλαση της νεωτερικότητας σε έναν πληθυσμό που έχει αστικοποιηθεί μόνο επιφανειακά, επόμενο είναι να αυξάνουν τις εντάσεις τόσο ανάμεσα στους γονείς όσο και στις σχέσεις τους με τα νεότερα μέλη των οικογενειών.
— Ένα βασικό μέλημα για εκείνες τις γενιές με τις επαρχιώτικες καταβολές και νοοτροπίες ήταν το «τι θα πει ο κόσμος», κάτι που γινόταν αφορμή για ομηρικούς οικογενειακούς καβγάδες και δράματα.
Π.Δ. Φυσικά. Υπόψη, βέβαια, ότι η Ελλάδα της περιόδου εκείνης είναι πολύ πιο συντηρητική. Το ’67 ενσκήπτει και η δικτατορία, που ομνύει στο «πατρίς - θρησκεία - οικογένεια». Το πνεύμα αμφισβήτησης των ’60s που σαρώνει την υπόλοιπη Ευρώπη θα καθυστερήσει να μας έρθει. Επιπλέον, πρόκειται για μια κοινωνία σχετικά ομοιογενή, όπου δεν υπάρχουν ξένοι μετανάστες, αλλόφυλοι, ανοιχτά γκέι κ.λπ. Κυριαρχεί η παραδοσιακή πατριαρχική πυρηνική οικογένεια με όλες τις απολυτότητες και τις νευρώσεις της, τα υπόλοιπα είναι περιθώριο. Όσοι νοικιάζουν γκαρσονιέρες και δεν είναι φοιτητές ή εσωτερικοί μετανάστες θεωρούνται ιδιόρρυθμοι, αν όχι «υπόπτου ηθικής».
— Υπήρχαν και οι οικογενειακές πολυκατοικίες, που μοιράζονταν συγγενείς, με όλους να ανακατεύονται διαρκώς στις ζωές όλων. Προβλέπονταν μάλιστα διαμερίσματα και για τις οικογένειες που θα έκαναν μελλοντικά τα παιδιά.
Τ.Λ. Ναι, ήταν κι αυτό μια συνήθης πρακτική. Το κέλυφος της συμπαγούς όσο και σκληρής αυτής κοινωνίας αρχίζει να σπάει όταν μπαίνει και η Ελλάδα στο «τρένο» της παγκοσμιοποίησης κι αρχίζει να δέχεται καταιγισμό νέων ιδεών και ερεθισμάτων. Αυτό πυροδοτεί συγκρούσεις, το χάσμα των γενεών βαθαίνει και αυτήν τη νέα πραγματικότητα αντανακλά το Σπιρτόκουτο.
Π.Δ. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι ο Οικονομίδης βγάζει την ταινία αυτή το 2002, σε μια ανέφελη περίοδο γενικευμένης ευφορίας, που τίποτα ακόμα δεν προδικάζει τι θα συμβεί λίγα χρόνια αργότερα, την εξέγερση του ’08, την κρίση, τα μνημόνια κ.λπ. Μαζί θα ξεσπάσει και όλη εκείνη η φοβερή ένταση που συσσωρευόταν στα διαμερίσματα των πολυκατοικιών. Τότε είναι που το Σπιρτόκουτο, στο οποίο ένα τέτοιο μικροαστικό διαμέρισμα μετατρέπεται σε κανονική αρένα, αναγορεύεται σε cult έργο και στην ίδια κατηγορία θα έβαζα το μεταγενέστερο Miss Violence του Αβρανά.
— Το Σπιρτόκουτο ήταν πράγματι ένα από τα πρώτα «καμπανάκια» ότι κάτι πολύ σάπιο υπήρχε κάτω από μια επίπλαστη ευμάρεια που κυριαρχούσε όχι μόνο ως ιδεοληψία αλλά και ως αυτοσκοπός.
Π.Δ. Ναι, πολλοί μάλιστα τότε ειρωνεύτηκαν την ταινία, τη βρήκαν υπερβολική, ακραία, εκτός ελληνικής πραγματικότητας ακόμα. Δεν πήρε πολλά χρόνια για να διαψευστούν.
Τ.Λ. Η ταινία αυτή, που σημάδεψε κι εμένα, δείχνει ακριβώς ότι τα προβλήματα ξεκινούν από μη λειτουργικά, πλέον, οικογενειακά διαμερίσματα, των οποίων η διαρρύθμισή αποτυπώνει ένα κλειστό, ιεραρχικό σύστημα σκέψης με όλες τις αγκυλώσεις του, το οποίο κάποια στιγμή βρίσκει «τοίχο», καθώς ήδη διαφαίνονται νέοι τρόποι ζωής, νέα πρότυπα αγάπης, φροντίδας και συνύπαρξης. Ταυτόχρονα, οι νεότερες γυναίκες, αντίθετα από τις «νοικοκυρές» του ντοκιμαντέρ, που ως τότε είχαν λόγο μόνο στο εσωτερικό του σπιτιού και «βασίλειό» τους ήταν η κουζίνα, βγαίνουν πια προς τα έξω, διεκδικούν τη θέση τους στην παραγωγή, στην επιθυμία και στον δημόσιο χώρο.
— Μου έλεγες πριν ξεκινήσουμε ότι ο Οικονομίδης καταφέρνει να συλλάβει το μικροαστικό διαμέρισμα όχι ως μια αρχιτεκτονική αλλά περισσότερο ως μια ηθική πραγματικότητα.
Τ.Λ. Ακριβώς. Προς το φινάλε του Σπιρτόκουτου δεν γίνεται η δουλειά με το καινούργιο εστιατόριο που θέλει να κάνει ο Δημήτρης κι έρχεται η Μαρία και του λέει ότι η κόρη τους η Κική είναι παιδί αλλουνού. Γιατί; Επειδή εκείνος δεν τη φρόντισε ως γυναίκα. Το νοιάξιμο, η ενσυναίσθηση, είναι νομίζω βασικά ζητούμενα σε ένα ζευγάρι, ανεξάρτητα από τάξεις, ηλικίες, σεξουαλικότητες και φύλα. Κι όμως, συχνά δείχνουμε περισσότερη αγάπη σε ένα κατοικίδιο παρά στον άνθρωπό μας. Είθε τα ζώα συντροφιάς να οξύνουν και τη συναισθηματική μας νοημοσύνη! Υποτίθεται ότι ο μοντερνισμός απελευθερώνει τον άνθρωπο από θεούς, πρότυπα και εξουσίες, ωθώντας τον να γίνει κύριος του εαυτού του μέσα από την προσωπική εργασία του, όμως πόση αξία έχει μια εστία δίχως έναν άνθρωπο πλάι σου που αγαπιέστε και τα δικά του υγρά να ανακατεύονται με τα δικά σου;
Π.Δ. Η ιδιότυπη αυτή αστικοποίηση έχει, όπως είπαμε, τα καλά και τα κακά της. Στα πρώτα, που παρουσιάζονται και στο ντοκιμαντέρ, συγκαταλέγεται ο «εξισωτισμός», η άμβλυνση των ταξικών διαφορών όχι μόνο ανάμεσα στις συνοικίες αλλά και μέσα στις ίδιες τις πολυκατοικίες. Στους πάνω ορόφους και τα ρετιρέ μένουν οι πιο ευκατάστατοι, στους χαμηλότερους ορόφους πιο λαϊκός κόσμος, όμως ουσιαστικά «συγκατοικούν» σε ένα πιο δημοκρατικό, πιο υγιές πλαίσιο. Μάλιστα, στην Αθήνα δεν έχουμε διαφορετικές ζώνες κατοικίας, εργασίας και διασκέδασης, επομένως μια πολυκατοικία μπορεί να στεγάζει καταστήματα, δικηγορικά γραφεία, ιατρεία, φροντιστήρια κ.λπ. Συνέβη δηλαδή μια «κατά λάθος» ανάμειξη χρήσεων που σήμερα είναι ζητούμενο στους αστικούς σχεδιασμούς. Αυτό κιόλας έκανε τους δρόμους της πόλης «ζωντανούς» όλο το 24ωρο. Οι οποίοι δρόμοι είναι κατά κανόνα μικροί και στενοί, γιατί οι κατασκευαστές τους δεν φαντάζονταν ότι σύντομα θα αποκτούσε όλος ο κόσμος αυτοκίνητο.
— Γεγονός είναι, ωστόσο, ότι η Αθήνα, που σήμερα μας φαίνεται άσχημη και ατσούμπαλη έτσι όπως χτίστηκε, γοητεύει πολλούς ξένους επισκέπτες της σε βαθμό να επιδιώκουν να μετακομίσουν εδώ.
Τ.Λ. Ναι, τους αρέσουν και η αρχιτεκτονική των πολυκατοικιών και των διαμερισμάτων και όλη αυτή η βαβούρα απέξω. Το δε γεγονός ότι οι περισσότερες πολυκατοικίες δεν ξεπερνούν τους έξι-επτά το πολύ ορόφους προσδίδει στην Αθήνα μια κλίμακα σαφώς πιο ανθρώπινη από αυτήν της Νέας Υόρκης των ουρανοξυστών ας πούμε, κάτι που επισημαίνει και ο σπουδαίος αρχιτέκτονας Κένεθ Φράμπτον στο ντοκιμαντέρ. Οι οποίοι ουρανοξύστες απαιτούν, βέβαια, τεράστια ποσά για να συντηρηθούν, πολλά διαμερίσματα δεν μένουν άδεια γιατί τα ενοίκια είναι πολύ υψηλά. Οι περισσότεροι Νεοϋορκέζοι, αν τους ρωτήσεις, θα προτιμούσαν πιο «νορμάλ» κτίρια.
Π.Δ. Σημαντική ήταν η συμβολή των πολεοδόμων στο ότι οι περισσότεροι λόφοι της Αθήνας δεν χτίστηκαν, ενώ τα σχετικά χαμηλά κτίρια που υπαγόρευε ο κανονισμός, ο οποίος όριζε ότι η Ακρόπολη έπρεπε να είναι ορατή από παντού, έκαναν και τους δρόμους φωτεινότερους, δεν σε «πλακώνουν» δηλαδή τα κτίρια, όπως σε άλλες μεγαλουπόλεις, έπειτα έχεις κι ένα θαυμάσιο κλίμα.
— Πόσο αλλάζει τη φυσιογνωμία της Αθήνας η «επέλαση» του real estate και του Airbnb;
Τ.Λ. Αρκετά, και ακόμα δεν έχουμε δει πού θα καταλήξει αυτό. Ολόκληρες συνοικίες μεταμορφώνονται, χωρίς αυτό να γίνεται άμεσα αντιληπτό, γιατί οι ανακατασκευές και οι ανακαινίσεις αφορούν κυρίως τους εσωτερικούς χώρους. Μεταμορφώνονται όμως και από πλευράς χαρακτήρα και πληθυσμιακής σύνθεσης. Ενώ πριν οι πολυκατοικίες ήταν κατακερματισμένες σε πολλούς μικροϊδιοκτήτες, πλέον ολόκληρα κτίρια ή και οικοδομικά τετράγωνα αγοράζονται από ξένους επενδυτικούς ομίλους. Τα ενοίκια έχουν γίνει σε πολλές περιοχές απλησίαστα και ταυτόχρονα χιλιάδες διαμερίσματα παραμένουν κλειστά.
Π.Δ. Το σίγουρο είναι ότι η κατάσταση αυτή δημιουργεί κτίρια, συνοικίες και πολίτες δύο ταχυτήτων, μεταβάλλοντας τον χαρακτήρα της πόλης.
— Κάτι άλλο που έχει συζητηθεί αρκετά είναι η «θυσία» των νεοκλασικών της πρωτεύουσας υπέρ των πολυκατοικιών.
Τ.Λ. Τα νεοκλασικά δεν τα είχε σε εκτίμηση τότε ο κόσμος, καθότι άβολα, δύσχρηστα, χωρίς θέρμανση και άλλες μοντέρνες ανέσεις ‒ η μεταγενέστερη αγάπη γι’ αυτά είχε ταξικό πρόσημο, όπως και η κατοχή τους.
Π.Δ. Άλλο η αρχιτεκτονική αξία ενός τέτοιου κτιρίου, άλλο να ζεις ή να μπορείς να ζήσεις σε αυτό… Οι αισθητικές αναζητήσεις προϋποθέτουν γεμάτο στομάχι.
— Ήταν, υποθέτω, και ένα κομμάτι ενός προνεωτερικού, ας πούμε, παρελθόντος που δεν είχε θέση στη μοντέρνα Αθήνα.
Π.Δ. Ναι, υπάρχει μια μεγάλη λαχτάρα εκσυγχρονισμού και δυτικοποίησης, ένα φαινόμενο πανευρωπαϊκό τότε. Πολυκατοικίες δεν γεμίζει άλλωστε μόνο η Αθήνα αλλά και η Θεσσαλονίκη και οι άλλες μεγάλες πόλεις. Τα νεοκλασικά φάνταζαν παλιομοδίτικα και «κυριλέ».
— Πώς, άραγε, προσλαμβάνουν την οικιστική αυτή πραγματικότητα οι «νέοι Αθηναίοι», η νεολαία, οι ξένοι μετανάστες αλλά και όσοι κινούνται πέρα από τα ετεροκανονικά πρότυπα, αναζητώντας νέες μορφές αυτοπραγμάτωσης και συνύπαρξης;
Τ.Λ. Αυτό πρόκειται να με απασχολήσει στην επόμενη ταινία μου! Ναι, είναι γεγονός ότι πάρα πολλές αθηναϊκές πολυκατοικίες που χτίστηκαν κυρίως από εσωτερικούς μετανάστες στεγάζουν τώρα και/ή κυρίως εξωτερικούς, συνθέτοντας έτσι ένα ενδιαφέρον πολυεθνικό και πολυφυλετικό μείγμα. Νομίζω όμως ότι η συγκεκριμένη δομή της πόλης τούς βοήθησε. Βλέπουμε, άλλωστε, πολλούς μετανάστες, κυρίως Αλβανούς, να έχουν πια ιδιόκτητα διαμερίσματα, εκπληρώνοντας έτσι το δικό τους μικροαστικό όνειρο με όλα τα θετικά και τα αρνητικά του ‒ οπότε μπορεί να συμβαίνουν ανάλογα δράματα! Σημασία έχει ότι από το αμάλγαμα αυτό, που είναι εμφανές πια και στα σχολεία, στα νεολαιίστικα στέκια, στα μαγαζιά, στους χώρους εργασίας, στους δρόμους κ.λπ. θα προκύψουν οι αυριανοί Αθηναίοι.
Π.Δ. Η ιστορία συχνά επαναλαμβάνεται. Τα μικροαστικά διαμερίσματα του ’50, του ’60 και του ’70 ζουν τώρα μια δεύτερη ζωή, αλλάζοντας διαρρύθμιση και χρήσεις. Και όπως παλιότερα στη δομή της πολυκατοικίας ανακατεύονταν στο ίδιο χωνευτήρι διαφορετικές τάξεις και καταγωγές, έτσι και τώρα ανακατεύονται και αλληλεπιδρούν διαφορετικές εθνικότητες, φυλές, σεξουαλικότητες και κουλτούρες. Νέα ζευγάρια και οικογένειες παραδοσιακές, μονογονεϊκές, ΛΟΑΤΚΙ+, εργένηδες, εργένισσες, άνθρωποι που συγκατοικούν γιατί αλλιώς δεν βγαίνει κ.ά. Αυτό συμβάλλει στην ώσμωση και στην άμβλυνση των κοινωνικών συγκρούσεων μέσα στον αστικό ιστό, δημιουργεί όμως ταυτόχρονα νέες κοινωνικές, πολιτισμικές και πολεοδομικές προκλήσεις. Η εξέλιξη της Αθήνας του εικοστού πρώτου αιώνα θα έχει σίγουρα μεγάλο ενδιαφέρον.
Η Στέγη διοργανώνει την Παρασκευή 25 Νοεμβρίου στις 19:00 μια συζήτηση σχετικά με τη σημασία της σύγχρονης πόλης, την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική της και την ιστορία της, καθώς και προβολή της ταινίας των Τάσου Λάγγη και Γιάννη Γαϊτανίδη «Χτίστες, νοικοκυρές και η οικοδόμηση της σύγχρονης Αθήνας».
Είσοδος δωρεάν με δελτία εισόδου.
H συζήτηση θα διεξαχθεί στα ελληνικά, χωρίς διερμηνεία στα αγγλικά, ενώ θα έχει ταυτόχρονη διερμηνεία στην ελληνική νοηματική γλώσσα.
Η ταινία θα προβληθεί με αγγλικούς υπότιτλους.
Πρόγραμμα:
19:00-20:00 Συζήτηση
20:00-20:30 Υπογραφές βιβλίων*
20:30-22:00 Προβολή ταινίας «Χτίστες, Νοικοκυρές και η Οικοδόμηση της Σύγχρονης Αθήνας»
* Στο πλαίσιο της εκδήλωσης, η συγγραφέας θα υπογράψει βιβλία, τα οποία θα διατίθενται προς πώληση στα φουαγιέ της Στέγης.
Η μελέτη «Χτίστες, νοικοκυρές και η οικοδόμηση της σύγχρονης Αθήνας» της Ιωάννας Θεοχαροπούλου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις του Ιδρύματος Ωνάση. Διαθέσιμη σε επιλεγμένα βιβλιοπωλεία και για ηλεκτρονική αγορά εδώ και στο LiFO Shop.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.