Το 12 Years a Slave πετυχαίνει εκεί που παλιότερες, γνωστές απόπειρες, όπως το Amistad του Στίβεν Σπίλμπεργκ και το Beloved του Τζόναθαν Ντέμι επωμίστηκαν την τεράστια ευθύνη της Ιστορίας, λες και έβαζαν πλώρη για Νόμπελ αντί για Όσκαρ, και ξέχασαν το συναρπαστικό δράμα που απαιτεί το σινεμά.
Η ταινία του Βρετανού Στιβ Μακουίν, η τρίτη του μετά το Hunger και το Shame, είναι σκληρή, συγκεντρωμένη, επική. Ο Τσιγουετέλ Ετζιοφόρ, καταπληκτικός στο ρόλο του, ζει μια κατάφωρη αδικία: ταλαντούχος βιολιστής, οικογενειάρχης και ελεύθερος άνθρωπος στα μέσα του 19ου αιώνα, στην προ του Εμφυλίου Βόριεα Αμερική, απαγάγεται και πωλείται ως σκλάβος στον οπισθοδρομικό Νότο. Περνάει τα πάνδεινα επί 12 χρόνια, μέχρι να αποδείξει οτι πρόκειται για θύμα ατιμίας, και, ευτυχώς γι' αυτόν, τα συμπαθητικά ώτα του Μπραντ Πιτ (που είναι και παραγωγός στην ταινία, και δήλωσε στο Τορόντο πως αν έπρεπε να κρατήσει ένα πράγμα από την καριέρα του, θα διάλεγε αυτό) τον οδηγούν στην πολυπόθητη ελευθερία. Πραγματική ιστορία, διαφωτιστική δίχως κηρύγματα και κλισέ.
Οι δυο αντίθετοι πόλοι των ιδιοκτητών που συνάντησε στο διάβα του, εκφράζονται από τον ήπιο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς και τον μοχθηρό Μάϊκλ Φασμπέντερ. Είναι και οι δυο θαύμα, αυτή όμως που ξεχωρίζει είναι η Λουπίτα Νιόνγκ, η νεαρή δούλα Πάτσι, θύμα των ενοχικών ορέξεων του Φασμπέντερ.
Η διαφορά με άλλες ταινίες με παρόμοιο θέμα είναι πως ο Μακουίν, ενώ δεν χάνει την εικαστική του δύναμη, καταφέρνει να γίνεται αιχμηρός, καλύπτοντας ταυτόχρονα και τις δυο πλευρές, χωρίς να επαναλαμβάνει αυτά που ήδη γνωρίζουμε. Στήνει, δε, μια σκηνή όπου ο Ετζιοφόρ βασανίζεται μισοκρεμασμένος, την ώρα που δούλοι και αφεντικά ξυπνάνε και τον αγνοούν για διαφορετικούς λόγους, που είναι αξέχαστη- ένα αυτόνομο αριστούργημα από έναν σκηνοθέτη που ξέρει να συμπυκνώνει.
Από τις ταινίες με θέμα τις φυλετικές διακρίσεις σε όλο τους το φάσμα, το 12 Years a Slave ξέφυγε από τον Χάρβεϊ Γουαϊνσταϊν (ανήκει στην Fox Searchlight). Η τεράστια εμπορική επιτυχία του The Help άνοιξε το δρόμο για το είδος, και ο υπερ-παραγωγός τόλμησε και πέτυχε, τουλάχιστον εμπορικά, με το The Butler του Λι Ντάνιελς με τον Φόρεστ Γουίτακερ στο ρόλο του θαλαμηπόλου του Λευκού Οίκου και παρουσίασε επίσης στο Τορόντο το Mandela, Long Walk to Freedom, με τον Ίντρις Ελμπά στο ρόλο του θρυλικού και ταλαιπωρημένου από την υγεία του, σημαιοφόρου των πολιτικών δικαιωμάτων της Νότιας Αφρικής. Διαφορετικά μεταξύ τους, έχουν και τα δυο εντυπωσιακές, "βαριές" πρωταγωνιστικές ανδρικές ερμηνείες που φιλοδοξούν να φτάσουν στην πεντάδα των Όσκαρ α' ρόλου- με τον Ετζιοφόρ στην εξίσωση, θα μου προκαλέσει έκπληξη αν μπουν και οι τρεις.
Είδα το Butler σε κανονική διανομή εδώ στο Τορόντο, καθώς έχει ήδη βγει στις αίθουσες. Είναι πιο συγκρατημένο από τις δυο προηγούμενες, επιθετικές ταινίες του Ντάνιελς, αλλά γενικεύει και τραβάει σε διάρκεια, προσπαθώντας να χωρέσει γεγονότα και σταρ σε μικρούς ρόλους- πιο εύστοχοι από όλους είναι ο Άλαν Ρίκμαν και η Τζέϊν Φόντα ως Ρόναλντ και Νάνσι Ρίγκαν.
Το Mandela, που βασίζεται στην αυτοβιογραφία του Προέδρου, επίσης απλώνεται και ουσιαστικά ξεχωρίζει, όχι από την ευθεία αφήγηση, αλλά από την καθηλωτική απόδοση του Ελμπά. Όπως και ο Ετζιοφόρ, ο Ελμπά είναι Βρετανός.
Μιλώντας για αιχμαλωσία, άλλου είδους βέβαια, το Prisoners δεν έχει καμία σχέση με φυλετικά ζητήματα, αλλά με την απαγωγή δυο κοριτσιών και την προσπάθεια των γονιών και ενός "ταμένου" αστυνομικού να τα εντοπίσει. Ο Χιού Τζάκμαν, μαζί με τον ντετέκτιβ (Τζέϊκ Τζίλενχαλ) διαφωνούν με τη διαδικασία. Το κλειδί φαίνεται να είναι ένας αρχικός ύποπτος με νοητική υστέρηση, ο Πολ Ντάνο. Ωστόσο, περνάει ώρα μέχρι να διαπιστώσουμε αν σχετίζεται ή όχι με τα παιδιά. Πραγματεύεται μια τραγωδία σε εκκρεμότητα, με κώδικες περιπέτειας, βάζοντας τη σκέψη αντάμα με τη δράση, και βαθαίνοντας υποδόρια την ταινία με θρησκευτικές ενοχές.
Σκηνοθέτης είναι ο Καναδός Ντενί Βιλνέβ, που είχε υπογράψει το μεγαλειώδες Incendies, στο αγγλόφωνο ντεμπούτο του. Οδηγεί την ταινία, όχι στις υπερβολές της αυτοδικίας που είχαμε δει στην Αρπαγή, αλλά στο πολύπλοκο πνεύμα των σκανδιναβικών θρίλερ, με τη βοήθεια της μοναδικής φωτογραφίας του Ρότζερ Ντίκινς-κρουστή, αλλά αποπροσανατολιστική μέσα στη νύχτα και την βροχή, σαν τα αντικρουόμενα στοιχεία του σεναρίου. Δεν έχει ανάγκη να μπερδέψει αλλάζοντας γκάζια ή αποχρώσεις, όπως συνηθίζει ο Φίντσερ. Βαδίζει ίσια, και υπνωτίζει. Το Prisoners είναι το θρίλερ της χρονιάς.
Η ταινία με κράτησε στην άκρη του καθίσματος από την πρώτη στιγμή μέχρι την τελευταία. Ο Βιλνέβ έχει τον απόλυτο έλεγχο του ρυθμού και του ύφους. Και ο Χιού Τζάκμαν συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πολλούς άνδρες ηθοποιούς που είδα εδώ στο Τορόντο, με βλέψεις για μεγάλα βραβεία.
Σε όλους τους προαναφερθέντες, προσθέστε τον Μάθιου Μακόναχι, σοβαρά αδυνατισμένο, στον AIDS ρόλο του στο Dallas Buyers Club, δίπλα στον Τζάρεντ Λίτο, που παίζει έναν τρανσέξουαλ.
σχόλια