Ευχαριστώ την Κρίστη που εντόπισε και μου έστειλε αυτήν την Πολύ Κακή Κριτική...
Οι πουτάνες του Αλέξανδρου Ρήγα
από τον Γιάννη Παπαδημητρίου
Την Κυριακή το βράδυ αποφάσισα να πάω στην παράσταση «Τα παιδιά θα ’ρθουνε στις οχτώ», των Αλέξανδρου Ρήγα και Δημήτρη Αποστόλου. Δεν είχα ανάγκη να ακονίσω τις πνευματικές μου ικανότητες, απλώς να περάσω ευχάριστα το βράδυ μου, χωρίς πολλές σκοτούρες. Άλλωστε, οι δυο τους στο παρελθόν μου ’χαν χαρίσει αλησμόνητες στιγμές γέλιου. Στα δεκατρία μου, η Ντένη Μαρκορά ήταν η αγαπημένη μου ηρωίδα, ενώ αργότερα, στην κοινωνία των Γαργαλιάνων («Μπαμπά, μην πεθάνεις ξανά Παρασκευή»), είδα με χιούμορ να αναδεικνύονται αρκετά κωμικοτραγικά στοιχεία της ελληνικής επαρχίας. Ωστόσο, η εμπορική επιτυχία που κουβαλάει στο μάρσιπό του το συγκεκριμένο καλλιτεχνικό δίδυμο και τα θετικά σχόλια που διάβασα για το έργο εξανεμίστηκαν από το πρώτο πεντάλεπτο. Εξαιτίας της περιέργειάς μου έκανα το λάθος να μείνω ως το τέλος, με συνέπεια να φύγω από το ανοιχτό θέατρο του Δήμου Συκεών εξοργισμένος.
Η παράσταση, που από μόνη της καταργεί οποιαδήποτε απόπειρα σοβαρής αξιολόγησης, είναι ένας κακόγουστος αχταρμάς από πρόχειρα και πολυφορεμένα πολιτικά σχόλια («αυτή είναι κυβέρνηση γονικής παροχής»), από εξυπνακίστικες ατάκες που υποτίθεται ότι αναδεικνύουν με γλαφυρό τρόπο τα σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα της παραπαίουσας ελληνικής κοινωνίας (π.χ ο Ηλίας Κασιδιάρης εμφανίζεται ως η νούμερο ένα φαντασίωση της μέσης σεξουαλικά καταπιεσμένης νοικοκυράς, «αχ, και να ’μουνα η Δούρου») και από βρισιές. Ωμές βρισιές, με το τσουβάλι. Δυστυχώς, το αναμφισβήτητο ταλέντο της Βασιλικής Ανδρίτσου εξαντλείται στο να αναπαράγει κυριολεκτικά αμέτρητες φορές τη λέξη «πουτάνα» και να μουντζώνει τον άντρα της, Αλέξανδρο Ρήγα. Όσο ξεπερασμένη είναι αυτή η χειρονομία ως τρόπος έκφρασης, άλλο τόσο παλαιολιθική στο στήσιμό της ήταν ολόκληρη η ιστορία.
Βασισμένη στην ευκολία του «stand up», για να φαίνεται άμεση και να σέρνει βίαια το κοινό στο κόλπο, στερείται οποιουδήποτε στοιχείου φαντασίας ή, έστω, αυτοσχεδιασμού. Το κλασικό δίπολο της ρουτίνας δύο παντρεμένων, που αλληλοκατηγορούνται για το κάθε τι, έχει κουράσει. Μέχρι εκεί φτάνει η έμπνευσή σας, κύριε Ρήγα, να λέτε ότι οι πορδές σας θυμίζουν μηχανή «Γιούγκο»; Εδώ, στη Θεσσαλονίκη, το αστείο αυτό το λένε πριν εμφανιστεί ο Γκάλης. Πέρα από το θλιβερό ζευγάρι, ο τρόπος που η παράσταση πραγματεύεται ευαίσθητα ζητήματα, όπως η ομοφυλοφιλία ή η σχέση των γονιών με τα παιδιά, είναι χυδαίος και προσβλητικός. Η μάνα εξομολογείται γελώντας(!) ότι το εξάχρονο παιδί της την αποκαλεί «πουτάνα», επειδή ο πατέρας του το έχει διδάξει ότι «όλες οι γυναίκες είναι πουτάνες». Το ’πε τόσες φορές, σε τόσες παραλλαγές, που μου τρύπησε τα αυτιά. Από την άλλη, ο άντρας της, που της είχε απαρνηθεί δεκάδες φορές να την ικανοποιήσει σεξουαλικά, της αποκαλύπτει -με μελό ύφος, αλά Ξανθόπουλου- ότι είναι αμφισεξουαλικός και ότι την απάτησε με τον δικηγόρο τους. «Το ξυρίζεις, βρε, το δελφίνι;», ήταν η αντίδρασή της.
Αν δεν έχετε δει το έργο -έχετε γλιτώσει από εγκεφαλικό- μη βιαστείτε να μου καταλογίσετε πουριτανισμό ή μικροαστική ηθικολογία. Αυτό δεν είναι «κωμικό θρίλερ», όπως το χαρακτηρίσατε, κύριε Ρήγα, στη συνέντευξη Τύπου, είναι η επιτομή της χυδαιότητας. Και όχι τόσο για τις βρισιές, που μονοπωλούσαν τον χρόνο της παράστασης, όσο για το τέλος που επιλέξατε. Έπειτα από δύο ώρες κατακρεούργησης του μυαλού μας, τολμήσατε να βάλετε και ηθικό δίδαγμα, με τον στόμφο του Μίλαν Κούντερα. «Ζήστε, ζήστε», φώναζε η Βασιλική Ανδρίτσου λίγο πριν πέσουν τα φώτα. Δεν πίστευα στα μάτια μου, κάποιοι είχαν συγκινηθεί κιόλας. «Χριστέ μου, τι ακούω και δε σωριάζομαι;», που θα έλεγε και η αγαπημένη μου Ντένη.
Τα λόγια της ηθοποιού ένιωθα ότι εκτοξεύονται απειλητικά στο πρόσωπό μου, όπως τα σποράκια που κρατσάνιζε κι έφτυνε στο τσιμέντο με αδιαφορία ο κύριος από πίσω μου. Βέβαια, το μεγαλύτερο πλήγμα ήρθε τη στιγμή της υπόκλισης, όπου ο κόσμος -όρθιος- χειροκροτούσε ενθουσιασμένος και αποθέωνε τους δύο ηθοποιούς. Από την ντροπή μου, έφυγα αμίλητος και με σκυμμένο το κεφάλι. Δεν έχουμε μόνο τους πολιτικούς που μας αξίζουν, αλλά και τους καλλιτέχνες που μας εκφράζουν. Θα ζήσουμε, κύριε Ρήγα, δεν περιμέναμε εσάς να μας το υπενθυμίσετε. Το σίγουρο όμως είναι ότι θα ζήσουμε πολύ καλύτερα χωρίς τις δικές σας παραστάσεις. Οι δικές σας «πουτάνες» δεν κατοικούν εδώ για να μας κλέβουν τον πολύτιμο χρόνο μας.
σχόλια