Πρώτο, «Μες στην πολλή σκοτούρα μου» (το 'πε σε δεύτερη εκτέλεση και απέδειξε, μαζί με δυο-τρεις άλλες, «δεύτερες» ερμηνείες της ακόμα, πως –κάτι πρωτόγνωρο– ναι, υπάρχει περίπτωση η δεύτερη εκτέλεση να ξεπερνάει την πρώτη, κι ας έχεις να κάνεις με τον κολοσσό Τσαουσάκη τον Πρόδρομο), δεύτερο, «Τα λιμάνια», του Τσιτσάνη κι αυτό (μ' ένα χθαμαλό εφάπαξ ξεμπέρδεψε μαζί της για τούτη την αριστοτεχνική ερμηνεία ο Μάτσας – με τέτοια ξεφτιλισμένα συμβόλαια σας αλυσόδεναν οι εταιρείες τον καιρό που δοξαστήκατε, «αιωνία η μνήμη του Καζαντζίδη που τα 'βαλε μαζί τους και μας σήκωσε λίγο πιο ψηλά» μου ' χε πει εκείνη τη φορά στο σπίτι της τσουγκρίζοντας τα ποτήρια μας), και, τρίτο, «Το καλντερίμι» του Ξαρχάκου (Κόκκινα Φανάρια για πάντα: «Είμαι μια γυναίκα αμαρτωλή» του Δερβενιώτη και του Βίρβου, «Στης αμαρτίας το στρατί» του Κολοκοτρώνη, «Το παρελθόν μου το βαρύ» του Μπακάλη και της αθάνατης «Γριάς», μ' αυτά τα τραγούδια της απόλυτης ανθρώπινης συντριβής και του καθαγιασμού, παράλληλα, των παραστρατημένων γυναικών, που τη λάτρεψαν όσο κανέναν άλλο τραγουδιστή κι έκαναν μεταμεσονύχτιο χαρακίρι στους καρπούς των χεριών τους όταν τα «έσκιζε» η «Πολάρα» στα μεγάλα μαγαζιά), μ' αυτά τα τρία κομμάτια της, μαστορικά παιγμένα απ' τη βουρκωμένη πενιά του Καραντίνη, την αποχαιρετήσαμε το τελευταίο δειλινό του Σεπτέμβρη στα κοιμητήρια του Κόκκινου Μύλου. Ντυμένη στα λευκά, πανέμορφη κι αγέρωχη, σαν να μη την άγγιξε ο θάνατος, όμως φωτισμένη από διάχυτη αριστοκρατική ταπεινότητα – αυτή ήταν η τελευταία της παράσταση, μ' εμάς τους λίγους φίλους και τους θαυμαστές της συγκλονισμένους, μα χωρίς να πιστεύουμε το γεγονός.
«Γεια σου, ζωή φαρμακερή, γεια σου, ζωή μου μαύρη, στάλες είναι οι χαρές σου και βουνά οι συμφορές σου» σιγοτραγούδησα. Κι είδα εκεί που στάθηκα φρουρός στο πλάι της, σαν οπτασίες, θαρρείς, να περνούν και να την αγγίζουν στο μέτωπο οι μεγάλες απούσες, η Ρόζα και η Ρίτα, η Βέμπο και η Δανάη, η Χασκίλ και η Γεωργακοπούλου, η Μαρίκα, η Σωτηρία, η Ντάλια και η Χρυσάφη, η Φλέρυ και η Βίκυ. Κι έστεκαν παραδίπλα οι συνοδοιπόροι της λαϊκοί αοιδοί, ο Στέλιος, ο Μανώλης και ο Στράτος, ο Γαβαλάς κι ο Μενιδιάτης, κι ο μάγκας ο Γρηγόρης, ο νονός της στο τραγούδι, που 'γραψε, καθώς λένε, για πάρτη της το «Τρελοκόριτσο», γιατί είχε κάψει, λένε, παιδούλα, την καρδιά ενός κιθαρίστα συνεργάτη τους. «Γεννήθηκες για την καταστροφή»! Κελαηδούσαν τα μπουζούκια των μεγάλων συνθετών, που ανέδειξε αρκετά απ' τα πιο λαοφιλή τραγούδια τους: του Μάρκου και του Τσιτσάνη, του Καλδάρα, του Χιώτη και του Ζαμπέτα («Ποιο είναι το παράπονό σου, Πόλυ μου;», «Μπαγιαντέρα, δεν τραγούδησα Μπαγιαντέρα» – Ιδού, λοιπόν, το μέτρο της σοφίας του ακέραιου ανθρώπου στην ωριμότητά του, του χορτασμένου κι ευγνώμονος). «Α, τουλάχιστον θα 'χεις την καλύτερη παρέα εκεί κάτω» ψιθύρισα στο αυτί της πρωθιέρειας του ζεϊμπέκικου.
Η Πόλυ ήταν η νεότερη από τις κορυφαίες λαϊκές τραγουδίστριες της παλιάς φρουράς. Ανέβηκε, σαν τη Λίντα κι αυτή, δώδεκα χρόνων στο πάλκο. Ψήθηκε από μικρό κοριτσάκι στο απαιτητικό μικρόφωνο (δεν είναι εύκολο –κι ας νομίζουμε– να κατακτήσεις τον ερμηνευτικό τρόπο του λαϊκού τραγουδιού), μα ήταν καθαρόαιμη λαϊκή τραγουδίστρια, γεννημένη γι' αυτό, ήταν φανερό απ' την αρχή. Μπούκαρε η Μπέλλου μ' ένα παλτό μια βραδιά στο καμαρίνι του Μπιθικώτση και τον γράπωσε απ' τον γιακά: «Πού τη βρήκες αυτή, ρε συ; Θα κάνει πάταγο!». Δούλεψε δυο σεζόν με τη Νίνου κι έμαθε στο πλάι της, ζώντας παράλληλα και την τραγωδία της φθοράς της, καθώς την ανάγκαζαν υποβαζασταζόμενη να στυλώνεται στις πίστες για να βγάλει πρόγραμμα μέχρι την τελική της κατάρρευση. Είχε προβλέψει τον θρίαμβό της η Μαρίκα: «Αυτή η μικρή θα με αντικαταστήσει σύντομα, Βασίλη» είχε πει του Τσιτσάνη. Θέρισε τις πίστες της εποχής μέχρι να ενηλικιωθεί, έχοντας δίπλα της φύλακα-άγγελο τη μάνα της («για πρώτη φορά ένιωσα κενό όταν έχασα τη μάνα μου»).
Μικρή ήταν κουκλίτσα. Όμως έχουμε πλάκες γραμμοφώνου, όπου ερμηνεύει χασάπικα σε ηλικία δεκαοχτώ χρόνων με το ακμαίο πάθος μιας πεπειραμένης τραγουδίστριας πρώτης γραμμής. Ωριμάζοντας έγινε γυναικάρα. Πάντοτε περιποιημένη, στολισμένη, υπέρκομψη, ψυχωμένη, χωρίς περιττά τσαλίμια και καμώματα, καθιερώθηκε ως ο τύπος της λαϊκής ντίβας που ξέρει να κρατάει χαρακτήρα απ' το πάλκο και να πρωταγωνιστεί, καθηλώνοντας με τον αυστηρό και περήφανο τρόπο της τα οξύθυμα αντράκια και τους φτηνοτσαμπουκάδες. Λιμπιστική βεντέτα, έγινε πρώτο όνομα στις μαρκίζες σκληροτράχηλων κέντρων διασκεδάσεως, πολιορκημένη από εκατοντάδες λιγούρικα αντρικά βλέμματα, έπρεπε να κάνει πέρα πολλούς μακαντάσηδες για να κρατήσει το κύρος της, να μη δώσει δικαίωμα, να μην τρωθεί η εικόνα της. Δεν την πολυένοιαζαν τα λεφτά. Και κυρίως η καριέρα. Αλλιώς δεν θα ξεχνιόταν στην Αμερική να τραγουδάει για τους μετανάστες, παρέα με τον Τατασόπουλο και τον Χιώτη, ενώ εδώ τα παιδάκια έπαιζαν στα σοκάκια τραγουδώντας τα σουξέ της: «Άλλα μου λεν τα μάτια σου και άλλα η καρδιά σου, άλλα μου λεν τα χάδια σου και άλλα τα φιλιά σου».
Βάρβαρες εποχές, με το χνότο του κανακεμένου απ' την εξουσία χωροφύλακα στον σβέρκο και την ηθικολογία να διαφημίζει τη στειρότητά της με κηρύγματα στους άμβωνες, στις αίθουσες διδασκαλίας, στα αστυνομικά τμήματα και στα δικαστήρια. Μια χώρα ορθόδοξων παγανιστών έβγαινε σακατεμένη απ' την γκεσταπίτικη κατοχή και τον αδελφοφάγο εμφύλιο, καταδικασμένη να χτίσει το προτεκτοράτο μιας ετερόφωτης ψευτοδημοκρατίας, παραγεμισμένο με υποδόριες ενέσεις προτεσταντικού πουριτανισμού που τις έμπηγαν στα ψαχνά του οι πρόθυμοι εγκάθετοι της νικηφόρου ρεβανσιστικής δεξιάς. Το λαϊκό τραγούδι –μπολιασμένο με άφθονο ανατολίτικο σπαραγμό, αρκετές δόσεις μεμψιμοιρίας και μοιρολατρίας και πολιτικής απάθειας, αλλά συναισθηματικούς κραδασμούς υψίστης εκφραστικότητος– ανέλαβε να μιλήσει για το ήθος και το ύφος ενός σαρανταπληγιασμένου λαού που όφειλε να ευγνωμονεί τους πρώην κατακτητές του που του έκλεβαν τον αφρό της νεολαίας του, κοιτάζοντάς τον στα δόντια.
«Το πλοίο θα σαλπάρει για λιμάνια ξένα» τραγούδησε το '61 η Πόλυ μαζί με τους άλλους σπουδαίους λαϊκούς αοιδούς, με προεξάρχοντα του μεταναστευτικού τραγουδιού τον συγκλονιστικό Καζαντζίδη. Τραγουδιστές χειροποίητοι, αγράμματοι ίσως, αλλά με ισχυρή αίσθηση της αξίας της γλώσσας και του χρέους απέναντι στη μούσα που τους μοίρανε με το χάρισμα να την τραγουδούν, με προφορά τέλεια, τονισμό των σημείων άψογο, δασκαλεμένοι, θαρρείς, στα άριστα των ωδείων, χροιά ο καθένας τους μοναδική και απαρομοίαστη και φρόνημα απέναντι στο τραγούδι του λαού, όχι εντελώς ανυποψίαστοι ότι κουβαλούν με τη φωνή τους αυθεντικά σπαράγματα ζωής και τα αποτυπώνουν στον δίσκο με την κυριολεκτική σημασία της παραστατικής αμεσότητας. Μ' ένα ντέρτι ανεξάντλητο να τους καίει τα σπλάχνα. «Έχω τον πόνο του αυτοδίδακτου» είχε εξομολογηθεί ο Σεφέρης.
Εκεί γύρω στα μέσα προς τα τέλη της δεκαετίας του '50 άρχισε το βασίλεμα του ρεμπέτικου. Στη θέση του μπήκε το διάδοχο λαϊκό τραγούδι που πατούσε στα χνάρια του προγόνου του, έχοντας όμως αποσείσει αρκετό απ' το ειδικό βάρος του κι έχοντας ξεπλύνει τον «λεκέ» της βαριάς μαστούρας του τεκέ, δίνοντας ταυτόχρονα θέση στην κυριαρχία του «απελευθερωμένου» μπουζουκιού. Μέχρι τις αρχές του '70 περίπου γράφτηκε η εποποιία του λαϊκού μας τραγουδιού. Η Πόλυ ήταν η πιο «λαϊκή» ανάμεσα στις τρεις εξέχουσες της εποχής, την πιο λυγμική και ανατολίτισσα, βελούδινη και κυρίαρχη των μακαμιών Γιώτα Λύδια και την πιο σεβνταλού και νταλγκαδιασμένη, την παράφορη Καίτη Γκρέυ. Το λαϊκό τραγούδι άρχισε να χάνει την ομορφιά και το κύρος του, καθώς, μεσούσης της δικτατορίας, ευτελίστηκε στη δισκογραφία και στα πάλκα, προδίδοντας την αυθεντικότητά του και παραδίδοντας τον θρόνο του –με την απόσυρση, λίγο αργότερα και των δύο κορυφαίων Καζαντζίδη και Μπιθικώτση– σ' ένα μεικτό και νόθο είδος ελαφρολαϊκοσκυλάδικης μελωδίας με τόσο αραβογενείς όσο και μιξοευρωπαϊκές προσμείξεις που έντυνε αβασάνιστα στιχάκια. Τότε, αν και στην καλύτερη ώρα τους, άρχισαν να σπρώχνονται στο περιθώριο και οι μεγάλες λαϊκές. Η Πόλυ τραγούδησε εκείνο τον καιρό πολλά «βαριά λαϊκά», σαν αντίδραση, θαρρείς, στη σκυλοπόπ υποκουλτούρα. Εξακολούθησε να κάνει πρόγραμμα σε μικρότερα μαγαζιά. Στην αρχή της χούντας ο Παναγούλης, θέλοντας να γνωρίσει στην αγαπημένη του Φαλάτσι το γνήσιο λαϊκό τραγούδι, την πήγε κάποιο βράδυ σ' ένα υπόγειο στην πλατεία Βάθη, όπου τραγουδούσε η Πόλυ. Τόσο πολύ ενθουσιάστηκε, που του πήρε δώρο ένα αμάξι. «Για να έρχομαι πιο συχνά στην Ελλάδα και να με πηγαίνεις στην Πόλυ Πάνου» του είπε. Μ' εκείνο το μοιραίο αμάξι ήταν να σκοτωθεί ο Αλέξανδρος εκείνη τη φρικτή Πρωτομαγιά.
Νταγιαντούσε η Πόλυ στα καραβοτσακίσματα. Συνετή και μετρημένη, επέλεξε να ιδιωτεύσει από πολύ νωρίς, με κάποια σπάνια διαλείμματα εμφανίσεων, αφιερωμάτων και συνεντεύξεων. Οι συρμοί, τα καμώματα των εταιρειών, η στροφή των γούστων προς άλλα μουσικά είδη, ο χρόνος που κυλάει, δεν μπορούν να αγγίξουν τίποτα από το στέρεο, δωρικό και ολοκληρωμένο έργο μιας ατόφιας, υποβλητικής, επιβλητικής, εμβληματικής λαϊκής τραγουδίστριας που οι εκτελέσεις των τραγουδιών τα οποία μας αφήνει κληρονομιά αποτελούν αξεπέραστα υποδείγματα ερμηνείας: «Βρε, μοίρα, δεν κουράστηκες» του Μάρκου, «Το παρελθόν μου το βαρύ» και «Φαρμάκι και μαχαίρι» του Μπακάλη, «Της ταβέρνας το ρολόι» και «Το τέλος σου ποιο θα' ναι» του Τσιτσάνη, «Εσένα δε σου άξιζε αγάπη» του Καραμπεσίνη, «Το φαρμακωμένο δάκρυ» του Λαύκα, «Τ' αδέρφια δε χωρίζουνε» του Καλδάρα, «Το καμίνι» του Παπαϊωάννου, «Σε ποιο βουνό» του Θεοδωράκη, «Αν μιλούσαν τα σύννεφα» του Μητσάκη, «Τα παιδιά του Πειραιά» του Χατζιδάκι, «Τι να την κάνεις τη ζωή» του Ξαρχάκου.
Γεια σου, αδελφή Πόλυ Πάνου, αθάνατη λαϊκή θεά. Λίγοι έφτασαν να προσεγγίσουν –στο είδος του τραγουδιού που υπηρέτησαν– τις παρυφές της τελειότητος, όπως εσύ, αρχόντισσά μου, με τον ιδιαίτερο, τον καίριο και απέριττο τρόπο που πάτησες επάνω στον ζεϊμπέκικο, τον μεταπολεμικό «εθνικό-λαϊκό» μας χορό.
σχόλια