ΤΟ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΠΟΥ ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΓΥΡΙΣΩ...
...θα ήταν για τη μουσική στον κινηματογράφο.
Το έχω πει πολλές φορές πως είναι η μεγάλη μου αγάπη, το μόνο επιμέρους στοιχείο από μια ταινία που στέκει αυτόνομο και ταυτόχρονα συνδέεται τόσο άρρηκτα με την ταινία, αν και έχει την ικανότητα να την αναδημιουργήσει ως μνήμη, πέρα από την εικόνα.
Από το Jesus Christ Superstar, τον πρώτο δίσκο που αγόρασα ποτέ, και το δίλημμα για δώρο σε κάποιο γιορτή μου, ανάμεσα στο τριπλό Τελευταίο Βαλς των Band και το FM με το ομώνυμο θέμα των Steely Dan (τελικά μου χαρίστηκαν αμφότερα), μέχρι τις ηρωικές μέρες που έψαχνα όλα τα soundtrack που δεν απέκτησα σε νεαρότερη ηλικία. Και τα έψαχνα στο Burbank και την λεωφόρο Pico στο Λος Άντζελες, την Bleecker street στη Νέα Υόρκη, την Dean Street στο Λονδίνο, στη Fnac στη Μασσαλία (όπου βρήκα τη ντίβα και το Πέρασμα στην Ινδία), και φυσικά στο Μοναστηράκι, στο Γιάννη και το Ζαχαρία. Και τελικά κατάφερα να έχω στη δισκοθήκη πολλά και ωραία, σπάνια και μη, δυσεύρετα και το Saturday Night Fever των 24 εκατομμυρίων αντιτύπων, πανάκριβα (ντρέπομαι, αλλά ο καθένα διαλέγει το δηλητήριο για την τσέπη του σ' αυτή τη ζωή) ή εξευτελιστικά φτηνά για την πραγματική τους αξία. Έπαθα μανία, σε βαθμό που ξεεχνιόμουν και ξαναγόραζα τον ίδιο δίσκο, ώσπου μου πέρασε, με την έλευση του internet- τυχαίο;
Πάντα προσπαθούσαν να δικαιολογήσω την συλλεκτική επιθυμία με ένα στιβαρό επιχείρημα. Πως δε μαζεύω, δηλαδή, καπάκια από μπύρες, αλλά κάτι αξιόλογο, με περιεχόμενο πέρα από το art του εξωφύλλου, το βαθμό σπανιότητας, και την υποκειμενική νοσταλγία, που συντροφεύει την παγίδα των εμμονικών με τα ενθυμήματα του συναισθηματικού παρελθόντος, στο μοναχικό ταξίδι τους σε ανήλιαγα μαγαζάκια και έμπορους που δεν έχουν πολλές φορές ιδέα τι ακριβώς πουλάνε.
Η αλήθεια είναι πως μέσα σε ένα δίσκο κρύβεται η μουσική, και μέσα στο σάουντρακ λάμπει η ψυχή της ταινίας, καθώς και η προσωπικότητα και η μουσική επιλογή του συνθέτη. Γι' αυτό και το έψαξα και ήθελα να γράψω γι' αυτούς. Κανείς δεν το είχε κάνει συστηματικά.
Αν είχα χρήματα, ή κάποιον χρηματοδότη, θα ταξίδευα για να βρω τους σύγχρονους μεγάλους συνθέτες κινηματογραφικής μουσικής και να ψάξω τα αρχεία των θρύλων, του Μαξ Στάϊνερ, του Ντιμίτρι Τιόμκιν, του Άλεξ Νορθ. Ή του Ζορζ Ντελρί, του Ζαν Μισέλ Ζαρ και του αγαπημένου Μισέλ Μαν. Με τρόμαζε η ιδέα του εγχειρήματος, το ανέβαλα και θεωρούσα πως δεν είμαι αρκετά ικανός ή κατηρτισμένος για να το ξεκινήσω.
Επειδή το διεθνές μου φαινόταν βουνό, επικεντρώθηκα στο ελληνικό κομμάτι. Αν παρατηρήσετε, το εμπορικό σινεμά της χώρας μας φιλοξένησε μεγάλους συνθέτες, δίνοντας τους την ευκαρία του βιοπορισμού και τις ιδιαίτερης ανάθεσης που ονομάζεται σάουντρακ: να ντύσουν με μουσικές και τραγούδια ένα σενάριο, και να ανταποκριθούν στους κανόνες μιας πολυτελούς παραγγελιάς. Το να βρω τους Έλληνες, σε αντίθεση με τους ξένους, ήταν αντικειμενικά πιο βατή αποστολή. Πριν από 15 χρόνια ξεκίνησα να μαζεύω και τους δίσκους του ελληνικού σινεμά. Τους πρωτότυπους, τα 45άρια με τα εξώφυλλα τους, ρωτώντας χρόνιους συλλέκτες, όσους τουλάχιστον δεν είναι μυστικοπαθείς και κομπλεξικοί. Και, αναζητώντας διευθύνσεις και τηλέφωνα, ξεκίνησα τις συνεντεύξεις.
Δεν ήταν όλα ρόδινα. Η διαδικασία αποδείχθηκε χρονοβόρα. Εισέπραξα ευγενική άρνηση μόνο από τον Γιάννη Μαρκόπουλο, ο οποίος αρνήθηκε να μπει σε λεπτομέρειες για τη δουλειά του στο σινεμά, αν και με δέχτηκε στο σπίτι του για να μου εξηγήσει τους λόγους,- που δεν κατάλαβα ποιοί ήταν. Αποζημιώθηκα όμως και με το παραπάνω με όλους τους υπόλοιπους. Μίλησα με τον αείμνηστο Νίκο Μαμαγκάκη και τον παραγωγικότατο, αν και ελάχιστα δισκογραφημένο Γιώργο Κατσαρό, μου έπαιξαν στο πιάνο τις αγαπημένες τους συνθέσεις ο πρύτανης του σάουντρακ και αυτοδίδακτος jazzman Κώστας Καπνίσης, ο φιλόξενος Γιάννης Σπανός και ο γλυκύτατος Γιώργος Χατζηνάσιος, ακούσαμε ενορχηστρώσεις του λακωνικού, σπουδαίου Σταύρου Ξαρχάκου στο σπίτι του στα Εξάρχεια, έλαβα αναλυτικές απαντήσεις από τον μέγιστο Μίκη Θεοδωράκη στις ερωτήσεις που του έθεσα, συνάντησα την Καραϊνδρου, τον Παπαδημητρίου και τον Κυπουργό, τις κολώνες της νεότερης μουσικής για το εγχώριο σινεμά, μου έδωσε πολύτιμο αρχειακό υλικό ο Θεοφανόπουλος-Χατζηδάκις.
Έπαιρνα το χρόνο μου, στο περιθώριο της δουλειάς μου, γιατί κανένα deadline δε με πίεσε. 10 χαλαρά χρόνια, σαν αυτοσχέδιος ερευνητής χωρίς ανάθεση. Και μια μέρα, συζητώντας με τον Βασίλη Κεχαγιά, τότε διευθυντή του Μουσείο Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, έριξα την ιδέα να εκθέσουμε τα εξώφυλλα από τα όχι και τόσο πολυάριθμα άλμπουμ και σινγκλάκια από τον ελληνικό κινηματογράφο, να χρησιμοποιήσουμε CD σε ένα θάλαμο για να ακούει όποιος θέλει τις αντίστοιχες μουσικές, και να κάνουμε μια μικρή έκδοση με τις συνεντεύξεις που είχα ήδη πάρει και σχετικά σχόλια.
Σχεδόν αμέσως μου είπε ναι και με ρεζίλεψε, ως παλιός φίλος, βάζοντας στον τίτλο: "Θοδωρή, Φέρε και τους Δίσκους σου", όπως προέτρεπαν στα ηρωικά πάρτι των 60ς. Νάναι καλά, γιατί αν δε μου έδινε ημερομηνία, βήμα και έναυσμα, οι συνεντεύξεις θα μαραίνονταν σε κάποιο ψηφιακό αρχείο και θα περίμεναν αφορμή για να αναδυθούν, αν και εφόσον...
Η έκθεση έγινε πριν από τρία χρόνια και ο λόγιος του ελληνικού σάουντρακ, ο πολυγραφότατος Μίμης Πλέσσας, έπαιξε στο πιάνο με συνοδεία φωνητικών μερικές από τις υπέροχες μουσικές του- δεν έχει γράψει μόνο μιούζικαλ, αλλά απαιτητικότατα δράματα και έχει καλύψει τα πάντα. Στο έντυπο που εκδόθηκε από το Μουσείο, ένα δεμένο φυλλάδιο ουσιαστικά, με τίτλο "Ακούγοντας το Σινεμά", μπήκαν αποσπάσματα από τις κουβέντες μου με τους συνθέτες και μόλις όλο αυτό τελείωσε, τελειώσα κι εγώ με την εμμονή. Μου έφυγε ένα βάρος και σκορπίστηκε, ελπίζω, σε όσους επισκέφθηκαν το Μουσείο, για τους 6 μήνες που διήρκησε. Εξακολουθούν να με συγκινούν βαθύτατα εκείνα τα ακούσματα: η Άπονη Ζωή και σχεδόν όλα τα τραγούδια του Ξαρχάκου, ή το αξεπέραστο Βαλς των Χαμένων Ονείρων. Αλλά και η ρώμη του Θεοδωράκη, το ευαίσθητο μέταλο του Μαμαγκάκη στην Εκδρομή, αυτά που έγραψε ο Χατζηνάσιος για τον Κονιτσιώτη και τον Νίκο Νικολαΐδη (τι ποικιλία κι αυτή...), οι λεπτές μεταφράσεις των εικόνων σε ήχους από την Καραΐνδρου. Αλλά είναι σα μακρινοί επισκέπτες για μένα, κι όχι μετέωροι στόχοι, που προφανώς κάλυπταν ένα κενό (αυτή είναι η ψυχο-ρετσινιά για τους πάσης φύσεως συλλέκτες).
Το μόνο που μετάνιωσα είναι που δεν ακολούθησα τη συμβουλή ενός φίλου να πάρω μια μικρή κάμερα μαζί μου, για κάθε ενδεχόμενο. Και το ενδεχόμενο θα ήταν μια σειρά από μονογραφίες, που θα εμπλουτίζονταν με τη μουσική και τα εξώφυλλα, για τηλεοπτική μετάδοση τους.
Αυτές τις μέρες παίζεται στις αίθουσες το ντοκιμαντέρ των Λογοθέτη και Ανδρεάδη OST, με θέμα τη μουσική και τον κινηματογράφο. Όσο κι αν έψαξα, δε βρήκα άλλη ταινία τεκμηρίωσης στην Ελλάδα με παρόμοιο θέμα. Περίεργο για ένα τόσο θεμελιώδες κομμάτι του σινεμά. Διεθνής βιβλιογραφία υπάρχει για το θέμα, και μπορεί να έχουν γυριστεί ανάλογα ντοκιμαντέρ. Το πρόβλημα με τη συγκεκριμένη ταινία είναι πως δεν είναι εφικτό να καλύψεις σε λιγότερο από μιάμιση ώρα ένα τόσο αχανές πεδίο, χωρίς να θέσεις μια συγκεκριμένη ερώτηση στους ανθρώπους που ρωτάς. Είναι σα να κάνεις ταινία με τίτλο σινεμά. Μπορείς, αν το κάνεις σε 100 μέρη. Ή να επιχειρήσεις αυτό που πολύ επιτυχημένα δοκίμασε ο Κιάνου Ριβς, στο απολαυστικό Side By Side, να συγκρίνει την ψηφιακή ταινία με το παραδοσιακό φιλμ, ρωτώντας σκηνοθέτες και οπερατέρ μεγάλου διαμετρήματος. Ακόμη και η πρωτότυπη μουσική επένδυση, απαιτεί εξιδείκευση, έστω και σαν πρώτο βήμα. Το ελληνικό σάουντρακ; Η χρυσή εποχή των εμιγκρέδων στο Χόλιγουντ; Οι σύγχρονοι συνθέτες; Ο τρόπος σύνθεσης και ηχογράφησης, αν το πάμε κατευθείαν για σχολή κινηματογράφου
Και σίγουρα, προορίζεται για κρατικό ή συνδρομητικό κανάλι. Έξυπνα, οι σκηνοθέτες της ταινίας συμπεριέλαβαν τον Οσκαρικό Νικόλα Πιοβάνι και τον συνθέτη του Τελευταίου των Μοϊκανών Τρέβορ Τζόουνς στο μωσαϊκό των ερωτηθέντων, ωστόσο η αίσθηση της γενίκευσης καπελώνει την πρόθεση.
σχόλια