Τον Μο Γιαν δεν τον γνώριζα πριν ανακοινωθεί ως νικητής του φετινού Νομπέλ Λογοτεχνίας και γι’ αυτό δεν ξέρω αν φταίει το ότι δεν διαβάζω ακόμα πιο πολύ ή το ότι δεν είμαι τόσο φίλη του κινηματογράφου και εξοικειωμένη με το έργο του Ζαν Γιμού... Σε κάθε περίπτωση, όπως οι περισσότεροι βιβλιόφιλοι της κατηγορίαςμου, έτσι κι εγώ, για ένα πράγμα ήμουν σίγουρη, περιμένοντας την ανακοίνωση του νικητή: δεν θα ήταν Αμερικανός.
Είναι εξωφρενικό, αλλά συμβαίνει: έχουμε συμφιλιωθεί απολύτως με το γεγονός ότι το διασημότερο βραβείο λογοτεχνίας στον κόσμο δεν απονέμεται σε μεγάλους σύγχρονους Αμερικανούς συγγραφείς, οι οποίοι με το έργο τους έχουν ανανεώσει την ευρωπαϊκή παράδοση της μεγάλης φόρμας. Παρ’ όλα αυτά, όμως, τις παραμονές του βραβείου, σε παρέες και σελίδες κοινωνικής δικτύωσης (με επίκεντρο αυτές των αγαπημένων μας μπλόγκερ που γράφουν για βιβλίο) όλοι αναρωτιόμαστε αν αυτή θα είναι η χρονιά που θα το πάρει ο Ροθ ή ο Φράνζεν.
Αν και γνωρίζουμε ελάχιστα για την επιτροπή που απονέμει τα Νομπέλ Λογοτεχνίας και τα κριτήρια με τα οποία κάθε φορά αξιολογεί, αναγνωρίζουμε τη σημασία της κρίσης της και, κακά τα ψέματα, τις περισσότερες φορές τρέχουμε στα βιβλιοπωλεία ν’ αναζητήσουμε τα βιβλία των βραβευθέντων, ακόμα κι αν μας έχει φανεί
εξωφρενικό που έχουν βραβευτεί. Γιατί παθιαζόμαστε τόσο με τα Νομπέλ της Λογοτεχνίας; Νομίζω πως ο βασικός λόγος είναι γιατί οι ίδιοι χρειαζόμαστε μια άνωθεν επιβράβευση του λογοτεχνικού μας γούστου. Μέσα από την κρίση της επιτροπής βραβεύονται και οι δικές μας λογοτεχνικές επιλογές, γιατί όσο και να το αρνούμαστε, η εποπτεία της παγκόσμιας λογοτεχνικής παραγωγής είναι θέμα κύρους και στάτους σε ορισμένους κύκλους.
Έπειτα, το δεκαήμερο πριν από την ανακοίνωσή τους η συζήτηση είναι μια ευκαιρία να δείξουμε τι ξέρουμε, πόσα έχουμε διαβάσει. Τι κι αν κατά βάθος γνωρίζουμε ότι όσα κι αν έχουμε διαβάσει στην πραγματικότητα δεν θα είναι ποτέ αρκετά; Μας αρκεί να είναι περισσότερα απ’ όσα έχει διαβάσει κάποιος άλλος στον κύκλο μας.
Μου αρέσουν πολύ όλα αυτά και με συγκινεί ιδιαιτέρως το ότι όλο αυτό το «λογοτεχνικό ξεκατίνιασμα» είναι ίδιο και απαράλλαχτο «από αρχαιοτάτων χρόνων». Αν το σκεφτείς, είναι αστείο που κάτι τόσο ευγενές, όπως η ποίηση και η λογοτεχνία, μπορεί να παράγει σε συζήτηση περί αυτών τόση χολή και φαρμάκι! Είναι εντυπωσιακό το πώς καθρεφτιζόμαστε πάνω στους συγγραφείς, το πώς ταυτιζόμαστε με το έργο τους, το πώς θεωρούμε μέρος των κόσμων που χτίζουν τους εαυτούς μας. Κάθε αμφισβήτηση του συγγραφέα είναι αμφισβήτηση του δικού μου ιδεατού κόσμου. Δεν χρειάζεται ίσως να επιχειρηματολογήσω για το ότι χάρη σε κάποιες από αυτές τις επιλογέςέκπληξη της Ακαδημίας έχουμε γνωρίσει συγγραφείς που δεν θα μεταφράζονταν ποτέ στα ελληνικά. Από την άλλη, σκέφτομαι, με χαμόγελο, φίλο εκδότη ο οποίος ένα καλοκαιρινό βράδυ, και ακούγοντας μια φορτισμένη και περιπαθή λογοτεχνική συζήτηση στην οποία ακούγονταν ατάκες του στυλ «Τζουλιαν Μπαρνς; Άσεμας, κουκλίτσα μου!», είπε «Συγγνώμη για τη διακοπή, αλλά σας ακούω τόσην ώρα κι αναρωτιέμαι: έχετε τελειώσει με τον Μπαλζάκ και ειδικεύεστε τώρα στη σύγχρονη αγγλοσαξωνική λογοτεχνία;». Μείναμε για μια στιγμή άναυδοι.
Χαμογελάσαμε, ήπιαμε μια γουλιά από το ποτό μας και συνεχίσαμε την κουβέντα απτόητοι και με μεγαλύτερη ένταση. Ας το πάρουμε απόφαση: άλλος ερίζει για το πρωτάθλημα κι άλλος για το Νομπέλ Λογοτεχνίας. Μόνο που δεν θα πάρω όρκο για το ποιος από τους δύο μιλά με λιγότερο φανατισμό. Σε τελευταία ανάλυση, το
ποδόσφαιρο είναι μόνο ένα παιχνίδι. Έτσι;
σχόλια