
Ο Δημήτρης Μητρόπουλος ήταν γοητευτικός νέος: σκουρόξανθα πυκνά μαλλιά, κορμί λεπτό και νευρώδες, εξαιρετικά γυμνασμένο από τις πεζοπορείες και τις ορειβασίες, που ποτέ, ακόμα και σε μεγάλη ηλικία, δεν σταμάτησε. Γοήτευε με την απλότητα, το ειλικρινές ανοιχτογάλαζο βλέμμα του, τη χειραψία του που ήταν θερμή κι εγκάρδια, από παλάμες πλατιές, με μακριά, δυνατά δάχτυλα. Αν και κακός μαθητής στο Βαρβάκειο, είχε εμβαθύνει στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς και φιλοσόφους αλλά και στους ξένους. Ήταν γλωσσομαθής και είχε ευρείες μουσικές γνώσεις που του έδιναν διαστάσεις φαινομένου. Προτού καλά καλά ενηλικιωθεί είχε δίπλωμα σολίστ πιάνου, αρκετές θεωρητικές γνώσεις πάνω στη μουσική, περίπου είκοσι δικές του συνθέσεις, θητεία στην Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών, αρκετή πείρα ως σολίστας και διευθυντής ορχήστρας.
Σύντομα βρέθηκε με υποτροφία στις Βρυξέλλες για να σπουδάσει -και μετά να διδάξει στην Ελλάδα- εκκλησιαστικό όργανο. Δεν του άρεσε. Το έσκασε για το Βερολίνο, τη μουσική πρωτεύουσα της Ευρώπης. Γνωριμίες. Επιτυχίες. Καθοριστική σχέση με τον Φερούτσιο Μπουσόνι. Γύρισε στην Ελλάδα το ’24 και τα επόμενα δέκα χρόνια, εκτός από τις δεκάδες συναυλίες που διηύθυνε ως μαέστρος της Ορχήστρας του Ωδείου Αθηνών, πραγματοποίησε κι ένα μεγάλο του όνειρο: συναυλίες στην ελληνική ύπαιθρο, μέσα στα ερείπια των αρχαίων θεάτρων - Επιδαύρου, Δελφών, Κορίνθου, Σικυώνος... Στόχος του να ζήσουν οι αγρότες και οι κάτοικοι των γύρω περιοχών το πρωτοφανές ζωντάνεμα των αρχαίων χώρων. Στο μεταξύ, η φήμη του ως μαέστρου ταξίδευε εκτός Ελλάδας, κυρίως μέσω των μουσικών της Ευρώπης που έρχονταν στην Αθήνα για να παίξουν υπό τη διεύθυνσή του. Άρχισαν να τον καλούν για να διευθύνει τις μεγάλες ορχήστρες της Ευρώπης, συχνά με δικά του έργα. Παντού θρίαμβοι. Αλλά εκείνος γύριζε πάντα στη φτωχή, στενόμυαλη Ελλάδα, όπου οι κλίκες και τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα έπαιρναν κι έδιναν ανάμεσα στις τρεις αθηναϊκές ορχήστρες.

Ο Μητρόπουλος δεν ήταν ευτυχισμένος. «Είμαι μόνος, καταμόναχος», παραπονιόταν συχνά. «Η έλλειψη ρομαντισμού και ζεστασιάς με κάνουν να αισθάνομαι πιο μόνος. Πρέπει, λοιπόν, να καταδικαστώ να μαραζώσω και να πεθάνω μακριά από τον τόπο μου;». Με πόνο μάθαινε και τα νέα του πολέμου στην Ευρώπη. « Έπαψα πλέον να πιστεύω σε οτιδήποτε».
Η μεγαλύτερη ικανοποίησή του ήταν να στέλνει φορτία γάλα σε σκόνη στην Ελλάδα και να δουλεύει στο τμήμα αιμοδοσίας του Ερυθρού Σταυρού. «Κάθε φορά που πλένω τους σωλήνες (της αιμοδοσίας) αισθάνομαι πιο εύελπις και πιο αληθινός».
Στην περίοδο ’40-’50 έδωσε 171 κονσέρτα σε 379 αμερικανικές και καναδικές πόλεις με κάπου 4.000 ακροατές τη φορά. Ταξί- δευε με λεωφορεία όπου και κοιμόταν, γιατί παραχωρούσε το δωμάτιό του στους μουσικούς του. Του αρκούσε να έχει μαζί του ένα μπουκάλι νερό πηγής και στους ώμους του ένα σακίδιο με όλα τα απαραίτητα, πλην του κουστουμιού των παραστάσεων.
Τον Δεκέμβριο του ’48 έγινε μόνιμος μαέστρος της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης, θέση που εποφθαλμιούσαν όλοι οι μαέστροι της χώρας. Κι έτσι άρχισαν οι επιθέσεις εναντίον του, οι δολοπλοκίες, τα πισώπλατα μαχαιρώματα, ακόμα και από ανθρώπους που είχε ευεργετήσει. Ο μαέστρος που λίγο πριν χαρακτηριζόταν ως «ξεχωριστός» και «ιδιοφυής με αξεπέραστη μουσική γνώση» καθαιρέθηκε απλά και άτεχνα. Όταν ένα σοβαρό (το δεύτερο) έμφραγμα τον χτύπησε, δεν είχε χρήματα να εξοφλήσει τους γιατρούς. «Θα ήταν προτιμότερος ο άμεσος θάνατος παρά το αστροπελέκι που έπεσε στο ηθικό μου οικοδόμημα», είπε.

σχόλια