Τριάντα τέσσερα χρόνια πριν, από το Παρίσι, ερχόταν η είδηση του θανάτού της. Το τηλεγράφημα, που πέρναγε στον Τύπο και στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα του καιρού, ήταν αυτό (Διαβάζεται σαν κείμενο του Ηρόδοτου ή του Θουκυδίδη):
«Η ελληνίδα υψίφωνος Μαρία Κάλλας, από τις μεγαλύτερες τραγουδίστριες όλων των εποχών και η μεγαλύτερη του 20ού αιώνα, πέθανε χθες από καρδιακή ανεπάρκεια, στο διαμέρισμά της, στο Παρίσι. "Ήταν ωραία και στο θάνατο, όσο και όταν έπαιζε την ‘Τραβιάτα...'.» είπε ο πρώην ιμπρεσάριός της Μισέλ Γκολτζ, και πρόσθεσε: "Πήγαινε στο λουτρό, ύστερα από ανάπαυση στο κρεβάτι της, όταν αισθάνθηκε οξύ πόνο στο στήθος. Έπεσε στο δάπεδο καλώντας την καμαριέρα της, που τη βοήθησε να γυρίσει στο κρεβάτι, αλλά ήταν πλέον πολύ αργά. Όταν εναπόθεσε το σώμα της, ήταν νεκρή. Αλλά στο πρόσωπό της δεν διακρινόταν ο παραμικρός συσπασμός".
»Η κατάσταση της υγείας της μεγάλης καλλιτέχνιδας, που επί τρεις τουλάχιστον δεκαετίες συνάρπαζε όπου εμφανιζόταν τους λάτρεις της όπερας, είχε επιδεινωθεί κατά τους τελευταίους μήνες, αν και τίποτα δεν έδειχνε ότι επρόκειτο για κάτι το σοβαρό. Πάντως πολλοί ειδικοί της όπερας επεσήμαναν κάποιον κλονισμό στην υγεία της από τότε που άρχισε εξαντλητική δίαιτα.
»Η διάσημη ντίβα είχε ουσιαστικά αποχωρήσει από τη σκηνή κατά τα μέσα της δεκαετίας του '60 και ζούσε σχεδόν σε απομόνωση, αποφεύγοντας ακόμη και τους πιο στενούς φίλους της. Λέγεται ότι ο θάνατος του Αριστοτέλη Ωνάση (του μεγάλου της έρωτα, όπως είχε πει κάποτε και η ίδια σ' ένα δημοσιογράφο) συνετέλεσε πολύ στην πρόσφατη οριστική απομάκρυνσή της από την καλλιτεχνική δραστηριότητα. Τελευταία, πάντως, είχαν ενταθεί οι φήμες ότι επρόκειτο να επανεμφανιστεί από την τηλεόραση...»
Η συγκίνηση είναι βαθιά παντού. Οι φωτογραφίες που φτάνουν από το Παρίσι - η νεκρώσιμη τελετή στον ελληνικό ναό - μέχρι αργότερα, στο σκόρπισμα της στάχτης της στο Αιγαί,ο κάνουν το Γύρο του Κόσμου. Μια εποχή, στην τελειότερη μορφή της - σκηνικά, κοστούμια, ήχοι, μουσικές, άνθρωποι -, κλείνουν μαζί της. Συνεχίζουν χωρίς Αυτήν.
Όμως ας παρακολουθήσουμε τον θρίαμβό της όπως τον καταγράφει ο Τύπος:
Με τη Μήδεια να κυριαρχεί στην καλλιτεχνική της σταδιοδρομία, η Μαρία Κάλλας διέγραψε μια εκθαμβωτική τροχιά στον κόσμο της όπερας. Δεν ήταν μόνο μια ανεπανάληπτη υψίφωνος αλλά και μια μεγάλη ηθοποιός, που έκανε τους ιταλούς φιλόμουσους να την ονομάζουν «Πρίμα Ντόνα Ασσολούτα», δηλαδή «η απόλυτη υψίφωνος». Για 25 ολόκληρα χρόνια (από το 1940 έως το 1965, που τραγούδησε για τελευταία φορά στο Κόβεν Γκάρντεν) το άστρο της έλαμπε αδιαφιλονίκητα στη γη.
1939. Λίγο πριν συμπληρώσει τα 15 της χρόνια κάνει την πρώτη της εμφάνιση. Ερμηνεύει τον ρόλο της Σαντούτσα στην Καβαλλερία Ρουστικάνα, σε μαθητική παράσταση του Ωδείου Αθηνών.
1940. Τρεις ακόμη μαθητικές εμφανίσεις με το Ωδείο: Αντζέλικα στην Αδελφή Αγγελική του Πουτσίνι, Αμέλια στο Μπάλλο ιν μάσκερα και Αΐντα στην ομώνυμη όπερα του Βέρντι.
1940, 27 Νοεμβρίου. Είναι η πρώτη επαγγελματική της εμφάνιση στη Λυρική Σκηνή. Γίνεται Βεατρίκη στον Βοκκάκιο του Σουπέ.
1940-1945. Πέντε ακριβώς χρόνια κράτησε η συνεργασία της με τη Λυρική Σκηνή. Τραγούδησε Τόσκα, Καβαλλερία, τη Σμαράγδα στον Πρωτομάστορα του Μ. Καλομοίρη, τη Μάρθα στον Κάμπο του Ντ' Αλμπέρ και τη Λεονόρα στον Φιντέλιο.
1947, 3 Αυγούστου. Στην Ιταλία πια, η Καλογεροπούλου γίνεται «Κάλλας». Πρώτη εντυπωσιακή εμφάνιση στην Αρένα της Βερόνας με την Τζοκόντα του Πονκιέλλι. Τον ίδιο χρόνο ερμηνεύει την Ιζόλδη στον Τριστάνο και Ιζόλδη, στο Λα Φενίτσε της Βενετίας.
1948. Θριαμβεύει με την Τουραντό. Τώρα είναι πια διάσημη σ' όλο τον κόσμο. Δελεαστικά συμβόλαια της προσφέρουν όλα τα μεγάλα θέατρα, και στα 25 της χρόνια βλέπει τη δόξα της να λάμπει μεγαλόπρεπα.
1949. Εμφανίζεται στο Μπουένος Άιρες με τη Νόρμα στο Τεάτρο Κολόν.
1950. Στο Μεξικό γίνεται Λεονόρα στον Τροβατόρε, Φιορίλα στον Τούρκο στην Ιταλία στη Ρώμη, Τραβιάτα στο Κομουνάλε της Φλωρεντίας.
1950. Πάλι στο Κομουνάλε της Φλωρεντίας, ερμηνεύει την Ελένη στον Σικελικό εσπερινό και την Ευρυδίκη στο Ορφέας και Ευρυδίκη.
1952, 2 Απριλίου. Πρώτη εμφάνιση στη Σκάλα του Μιλάνου με την Κονστάντζα στην Αρπαγή από το Σεράι. Τραγουδάει ακόμα Αρμίντα στη Φλωρεντία, Λουκία και Τζίλντα στον Ριγκολέττο στο Μεξικό και Λαίδη Μάκβεθ στον Μάκβεθ, στη Σκάλα.
1953. Στον Μουσικό Μάιο της Φλωρεντίας γίνεται μια εκπληκτική Μήδεια στην ομώνυμη όπερα του Κερουμπίνι.
1954-1960. Έξι ολόκληρα χρόνια κυριαρχεί στη Σκάλα του Μιλάνου. Ιερό τέρας πια, βρίσκει την αποθέωση της καριέρας της. Γίνεται Άλκηστη, Ελισάβετ στον Δον Κάρλο, Τζούλια στην Βεστάλε, Μανταλένα στον Αντρέ Σενιέ, Αμίνα στην Σονάμπουλα, Ροζίτα στον Κουρέα της Σεβίλλης, Φαιδώρα, Άννα Μπολένα, Ιφιγένεια εν Ταύροις, Αμέλια στο Μπάλλο ιν μάσκερα, Ιμογένη στον Πειρατή και Παολίνα στον Πολιούτο. Θριαμβευτική ήταν η παράσταση της Τραβιάτας το 1955, σε σκηνοθεσία Λουκίνο Βισκόντι.
1957. Έρχεται πάλι στην Αθήνα, εμφανίζεται στο Φεστιβάλ Αθηνών σ' ένα κοντσέρτο.
1960-1961. Συνδεδεμένη πια συναισθηματικά με τον Ωνάση, τραγουδάει στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου Νόρμα και Μήδεια.
1962. Στη Σκάλα του Μιλάνου αποθεώνεται ως Μήδεια, σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή και κοστούμια Γιάννη Τσαρούχη.
1964. Νέος καλλιτεχνικός θρίαμβος - αυτή τη φορά στη Όπερα του Παρισιού, με τη Νόρμα.
1965, 5 Ιουλίου. Τελευταία της εμφάνιση σε παράσταση όπερας. Είναι στο Κόβεν Γκάρντεν του Λονδίνου με την Τόσκα, σε σκηνοθεσία Φράνκο Τσεφιρέλλι.
1970. Γυρίζει σε ταινία τη Μήδεια, με σκηνοθέτη τον Πιερ Πάολο Παζολίνι.
1973. Αυτός ο χρόνος μοιάζει να κλείνει την καριέρα της. Με τον Τζιουζέππε ντι Στέφανο σκηνοθετεί τον Σικελικό εσπερινό του Βέρντι στο Ρέτζιο του Τορίνο. Μετά εμφανίζονται μαζί σε μια σειρά κονσέρτων με άριες από όπερες στην Ιαπωνία, την Αμερική και την Ευρώπη. Τελευταία δημόσια εμφάνισή της πρέπει να θεωρηθεί η 8η Δεκεμβρίου 1973, όταν τραγούδησε άριες στην Όπερα του Παρισιού. Την ημέρα εκείνη το κοινό την κάλεσε δέκα φορές στη σκηνή. Η κραυγή Βίβα Μαρία συγκλόνιζε την αίθουσα, ενώ οι ανθοδέσμες σκέπαζαν τη σκηνή.
Το γαλλικό περιοδικό «Νουβέλ Ομπσερβατέρ», πριν 30 χρόνια, συγκεντρώνει γνώμες ανθρώπων που την γνώρισαν:
Ιβ Σεν Λοράν (μόδιστρος): «Ουράνιο τόξο φωτός, οι καταρράκτες του Νιαγάρα, η άβυσσος ενός απύθμενου πηγαδιού στα βάραθρα σιδηρουργείων της κόλασης, αέρινες εσάρπες που ξεδιπλώνονται κάτω από την αναπνοή της αυγής, τα εντόσθια της γης [...] χείμαρροι από μέλι, έλη, κινούμενη άμμος όπου βουλιάζουμε, όπου ξεχνιόμαστε μέχρι να χαθούμε [...] Τέντωσες τον μαγικό κύκλο των χεριών σου και το πλήθος πέθανε».
Βάλτερ Λέγκε (παραγωγός των δίσκων της Κάλλας και σύζυγος της Ελίζαμπεθ Σβάρτσκοπφ): «Η Κάλλας υπέφερε από ένα υπεράνθρωπο κόμπλεξ κατωτερότητας. Αυτή ήταν η πηγή ενέργειας που τροφοδοτούσε την απόλυτη, ακούραστη φιλοδοξία της, τη σιδερένια θέλησή της, τον αρρωστημένο εγωκεντρισμό της, την ακόρεστη δίψα της για δόξα. » Ήταν μία από τις πιο καλοντυμένες γυναίκες του Μιλάνου. Καθένα από τα ρούχα της γκαρνταρόμπας της είχε μία ετικέτα στην οποία αναγραφόταν η ημερομηνία αγοράς, η τιμή, οι συνθήκες υπό τις οποίες το φόρεσε και ο άνθρωπος που τη συνόδευε όταν το φορούσε». »Στις 3 το πρωί (αφότου η Κάλλας είχε ερμηνεύσει τη «Λουτσία») ο θυρωρός του ξενοδοχείου μού ανακοίνωσε ότι η κυρία Κάλλας και ο σύζυγός της με περιμένουν. Με οδήγησε στο δωμάτιό τους. Ήταν καθισμένοι δίπλα δίπλα στα κρεβάτια τους και διάβαζαν ιταλικά περιοδικά, περιμένοντας να τους εκθέσω την άποψή μου για την παράσταση: Η Μαρία είχε ανταποκριθεί στην εικόνα της; Τα χειροκροτήματα ήταν ηχηρότερα από αυτά που είχε δεχθεί σε προηγούμενη εμφάνισή της στην ίδια πόλη; Καθησυχασμένοι έκλεισαν αργότερα το φως και απομακρύνθηκαν ο ένας από τον άλλο για να κοιμηθούν».
Ίθαν Μόρντεν (συγγραφέας): «Όταν δίδασκε ήταν γαλήνια, λεία και μητρική».
Μπάρμπαρα Χέντριξ (λυρική ερμηνεύτρια): «[...] Τη νιώθαμε πολύ θλιμμένη, πολύ μόνη, σαν κάποιον που θέλει να δώσει ένα μέρος του εαυτού του και δεν ξέρει το πώς».
Η μητέρα της (μία μέρα που η Μαρία αρνήθηκε να της δώσει χρήματα): «Είσαι φοβερά τσιγκούνα. Σου εύχομαι να πάθεις καρκίνο στο λαιμό».
Τολφ Λίμπερμαν (συνθέτης, διευθυντής όπερας): «Ήταν "Η" ντίβα. Οι θεές δεν πεθαίνουν ποτέ».
Αριστοτέλης Ωνάσης (εφοπλιστής, εραστής της): «Περισσότερο κι από το ταλέντο της, περισσότερο κι από την επιτυχία της, αυτό που με εντυπωσίαζε πάντα στη Μαρία Κάλλας ήταν η ιστορία των πρώτων προσωπικών της αγώνων, όταν, φτωχή έφηβη, προσπαθούσε να επιπλεύσει σε βαθιά νερά».
Ανώνυμος (στη διάρκεια μιας οντισιόν για την παρουσίαση της «Κάρμεν» στη Νέα Υόρκη): «Ο Μπιζέ δεν έγραψε για να τον ερμηνεύσει ένας ιπποπόταμος!» (Μετά από αυτό η Κάλλας αποχώρησε χτυπώντας δυνατά την πόρτα.)
Ζακ Μπουτζουά (κριτικός): «Είναι σαν την Ακρόπολη: όλο και πιο ωραία όσο φθείρεται».
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στη LifO στις 31/5/2007
σχόλια