Πριν μπω στο Σιξ Ντογκς είμαι βέβαιη ότι η Τζάρμπο είναι σατανίστρια, ότι σφάζει κοτόπουλα στο φως των δυνάμεων του σκότους. Αυτό προκύπτει από τα πέντε τραγούδια που είδα στο YouTube - αίματα με χέβι εικόνες και μέταλ χρώματα.
Αλλά ο Χ. ορκίζεται ότι είναι κάτι ανάμεσα στην Μπεθ Γκίμπονς των Portishead και τη Λίζα Τζέραρντ – ήταν εξάλλου η τραγουδίστρια των μεταπάνκ Swans. Και μου έχει και εισιτήριο, οπότε βρίσκομαι ανάμεσα σε κοπέλες με κορσέδες που το 'χουν σκάσει από το Σέκοντ Σκιν, αγόρια mod και κανονικούς ανθρώπους, υπνωτισμένους όλους από μια φωνή που δεν είναι αυτού του κόσμου: σαν μάγισσα που κάνει τσάνελινγκ έναν άγγελο – ή έναν δαίμονα. Δίπλα ο χάρος βαράει μια οχτάχορδη κιθάρα με ξεμαλλιασμένες χορδές.
Όλοι αναμαλλιασμένοι σ' αυτήν τη σκηνή, άντρας, γυναίκα, κιθάρα και φράκταλ – δυο άτομα τα κάνουν όλα. Τα μακριά μαλλιά του κιθαρίστα μοιάζουν άλουστα κάτω από την τεράστια κουκούλα που φοράει στη μισή συναυλία και του δίνει όψη χάρου. Ταιριάζει με τους υπαρξιακούς στίχους που σε στέλνουν – εφιάλτες παιδικής ηλικίας, αγωνίες γεροντικής και μια μάδερ (φάκερ) που αναφέρεται τακτικά. «Θα με θυμάσαι;» ουρλιάζει κάποια αλλόκοτη στιγμή, κι ανατριχιάζω – προσοχή, ο χάρος παραμονεύει.
Μετά από μια σύντομη προσευχή κάποιας άγνωστης θρησκείας, συνεχίζει το τραγούδι και είναι προφανές ότι πιστεύει κάπου, ότι από αυτό το κάπου αντλεί για το τραγούδι. Απαγγέλλει πια εκτός σκηνής, ίσως από την τουαλέτα, ίσως κρυμμένη κάτω από τον πάγκο του μπαρ από τα μάτια των ανθρώπων – η απουσία της τα κάνει όλα δραματικά. Λέει κάτι από το Ξύπνημα του Φίνεγκαν, την άποψη του Βούδα για τη ζωή μέσω Τζόις, δηλαδή κάτι σημαντικό. Σκέφτομαι πόσο έχει επηρεάσει η λογοτεχνία τη μουσική, τη θρησκεία, τις σχέσεις, τα δάκρυα, τα κρεβάτια, τα παιδικά χρόνια των ανθρώπων. Σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ τα λόγια του Βούδα, αλλά έχω πιει και μια μπίρα.
Είναι βουδίστρια, λοιπόν.
Τραγουδάει λίγο ακόμα από την τουαλέτα, και έτσι, χωρίς να ξαναεμφανιστούν αυτή ή το μικρόφωνό της, χωρίς αντίο, χωρίς ανκόρ, χωρίς Άι λαβ Γιου, χάνεται – αυτό ήταν. Μας άφησε μόνους με τον χάρο να σολάρει και τα φράκταλ να εκρήγνυνται στην οθόνη δίχως λόγο. Ίσως για έναν μετα-συναυλιακό διαλογισμό φόρτισης.
Μένω με την εντύπωση ότι μας τα έχει δώσει όλα. Ότι είναι περφόρμερ στα όρια της Μαρίνας Αμπράμοβιτς. Διαβάζω ότι είναι βουδίστρια με σκοπό την απόλυτη υποταγή στο κοινό. Ότι ασκεί την υπομονή –σωματική, συναισθηματική, πνευματική– εξαντλώντας το σώμα της, π.χ. με μπόξινγκ, για να ξαναεπινοήσει τα βασικά στοιχεία της προσωπικότητάς της. Είναι αβανγκάρντ από παντού.
Την επομένη μαθαίνω ότι φωτογραφήθηκε με μπλακ μέταλ μουσικό, μέλος της Χρυσής Αυγής, με τον οποίο έχει συνεργαστεί στο παρελθόν.
Νεοναζού, καταλήγω. Με τέτοια ξανθιά μαλλούρα θα 'ναι γνήσια απόγονος των Οστρογότθων, προχωρώ επιφανειακά τη σκέψη μου. Μπορείς να συνδέσεις τα πάντα, να φτιάξεις κορδέλες, αν θες.
Στο φέισμπουκ, απ' όπου κατέβασε άμεσα την επίμαχη φωτογραφία, γράφει ότι ανέχεται τις απόψεις των άλλων όσο ακραίες κι αν είναι και ότι «παραμένει εκτός της πολιτικής των φίλων και συνεργατών της». Μόνο που ο εν λόγω συνεργάτης δεν είναι απλώς ένας ακραίος, ας πούμε, βέγκαν. Ή ένας γραφικός σατανιστής. Όχι. Είναι μέρος εγκληματικής οργάνωσης που έχει βλάψει κόσμο και απειλεί πολλαπλώς τη χώρα.
Δηλώνει όμως «αντιναζί και αντιφασίστρια». Και την πιστεύω.
Δεν είναι νεοναζού, τελικά. Στην κοσμάρα της είναι. Για την ακρίβεια, στον πρώτο κόσμο. Στην Αμερική. Τα προβλήματα του τρίτου κόσμου (της Ελλάδας) δεν τα βλέπει καν. Ξέρουμε πώς γίνεται αυτό: όσο πόλεμοι και ναζισμοί συνέβαιναν αλλού, εμείς πίναμε ήσυχα την καπνιστή μπίρα μας. Ήταν μακριά από μας: άλλοι ήταν οι Βεδουίνοι. Όσο απολιτίκ ζήσαμε, ζήσαμε – φτάνει τώρα. Το να υποκρινόμαστε ότι τα πολιτικά προβλήματα δεν υπάρχουν, ότι δεν μας αφορούν, ενόσω πλέουμε σε μια θάλασσα νιου έιτζ λιβανισμένης επίγνωσης του εαυτού και μόνο αυτού, δεν αρκεί. Υπάρχει και η κοινωνική συνείδηση και η Ελλάδα δεν μπορεί πια να μην την έχει, όσα ντουμάνια ινδικών στικ κι αν τη θολώνουν. Γι' αυτό και φλομώνει το φέισμπουκ της Τζάρμπο στο σχόλιο.
Μια καλλιτέχνιδα δεν οφείλει να είναι και ακτιβίστρια. Αρκεί που τραγουδάει. Η Τζάρμπο έχει ακραία επίγνωση της τέχνης της. Θα μπορούσε να έχει και κοινωνική. Αλλά είναι ανεκτική. Χίπισσα. Ίσως το είδος του ανθρώπου που δεν πατάει τα μυρμήγκια. Δεν σκοτώνει κουνούπια, δεν τρώει κρέας. Τραγουδάει στα ροδάκινα πριν τα φάει. Δεν κρίνει κανέναν. Επιτρέπει στους φίλους της να είναι αυτοί που είναι. Ναζί, σατανιστές, ρατσιστές – θα έχει φίλους σατανιστές, αφού συναναστρέφεται το μπλακ μέταλ. Ίσως ως βουδίστρια να έχει βιώσει τον ταντρικό οργασμό, την απόλυτη ένωση με τα πάντα, κατά την οποία αγαπάς κάθε ηλεκτρόνιο αυτού του πλανήτη – και κείνα που ανήκουν σε ναζί. Αλλά δεν μας παίρνει πια να είμαστε χίπηδες. Για να παραφράσω τον Αλεξάντερ Πόουπ, «Ας μην ανεχτούμε τους εχθρούς της ανεκτικότητας».
Ορθώς οι Θεσσαλονικείς ακύρωσαν τη συναυλία της μετά την εμφάνιση των φιλοναζί φωτογραφιών της.
(Παρεμπιπτόντως, ο Σαλονικιός ΠΑΟΚ έκανε σαφείς αντιναζί δηλώσεις. Ο Ολυμπιακός, πάλι, όχι.)
σχόλια