«Γιατί είναι οι άνθρωποι». Ίδιον γνώρισμα μιας γειτονιάς. Κάθε γειτονιάς. Όποιας. Κι ας βάλουμε το παρεξηγημένο κτητικό «μου». «Γιατί είναι οι άνθρωποι μου». Οι τυχαίοι. Όλοι αυτοί που έκατσε να συναναστραφείς, μιάς και συναντήθηκες στα ίδια τετραγωνικά γης. Μαζί και οι περαστικοί και τα αδέσποτα.
Βάλε και τα άψυχα. Αυτά τα υπερμεγέθη συστατικά μιας άναρχης δόμησης. Της αντιπαροχής. Τόνοι τσιμέντου, δεκαετιών που ωρίμασαν με χωριάτικη λογική και στερούνται ρυμοτομίας. Και το μέσα τους. Αυτό που γεννούσε κι αυτό που πενθούσε. Το περιμετρικό τους χώρο και τις οάσεις τους.
Κι από την άλλη τα άνω, τα κάτω, τα κεντρικά και τα πιο ΄κει. Τα πανηγύρια για τους εκάστοτε αγίους (Βαρβάρα, Λευτέρης, Δημήτρης, Νικόλας) και το παράλληλο σύμπαν: Πατησίων – Αχαρνών - Λιοσίων. Τα σύνορα λίγο πιο ανοιχτά. Οι ζώνες και τα ζωνάρια. Η κόντρα κι ο συνασπισμός.
Και μέσα σ’ όλα αυτά οι νύχτες. Αυτές που μας ενηλικίωσαν και στόλισαν τις μνήμες. Μετά διανθίστηκαν και τώρα μύθος. Προαύλια εκκλησιών που βαφτίστηκαν πισίνες, πεζοδρόμια που μούσκεψαν ρουκέτες, καντάδες και τρεχάλες. Γλυκές καληνύχτες.
Κι αυτές οι καλημέρες…με όποια χροιά κι αν λέγονται. Με όποια διάθεση κι αν σιγοντάρονται. Παρηγοριά. Όπως και να κρύβεσαι. Κι αυτό θυμίζει κάτι. Και διαχρονικά, σαν πρόοδος, πληθαίνουν και ξεχνιούνται. Σχηματικά, σαν πρώτο κλάμα κι αγγελτήριο θανάτου σε κολώνα της ΔΕΗ.
Ιστορία; Από τα Ανθεστήρια και το πρώτο προάστιο της Αθήνας που φιλοξενούσε εκδρομές και «εξοχικά» Αθηναίων, μέχρι αριστοκράτες σε νεοκλασικά, ιστορικούς κινηματογράφους, καλλιτεχνικά στέκια και ραντεβού χουλιγκάνων. Τρεις Αστέρες, Σπόρτινγκ και Γκράβα. Πεσίματα σε πάρκα, υποψία για φέρμα, ατάκες να καταθέσεις τα ψιλά σου γιατί θα σε κατσαβιδιάσουν (!), να βγάλεις το flight και να πεις όλους τους δίσκους των Maiden και το line up των Grave Digger για να αποδείξεις πως αξίζει να φοράς τη metal μπλούζα. True stories.
Ποδοσφαιρικοί αγώνες σε φαγωμένες τσιμεντένιες αυλές σχολείων. Όχι σε πληρωμένο ταρτάν μοκέτας. Να ματώνουν τα γόνατα, να σκίζονται οι φόρμες. Να ντριπλάρεις, σπασμένα μπουκάλια και ενέσεις. Να μην πέφτεις κάτω για να πάρεις το φάουλ, γιατί μπορεί να μην ξανασηκωθείς. Και τσακωμοί. Και στρατόπεδα. Και δώσ’ του αγκαλιές μετά, και τσοντάρισμα δραχμής για το νερό.
Ακόμα κι αν μουρμουρίζεις για το στέκι σου, για την πίτα που έγινε λίγο πιο λαδωμένη και τη μπύρα που νέρωσε με το καιρό. Να σιχτιρίζεις το θόρυβο το μεσημέρι που κοιμάσαι, τα κορναρίσματα τα καλοκαιρινά βράδια στο μπαλκόνι και να αγνοείς την ύπαρξη πράσινου χώρου, οι δεσμοί με το περιβάλλον θα σου κλείνουν το μάτι. Θα υποδέχονται τη μοναξιά και θα φιλοξενούν τις στιγμές σου. Θα ‘ναι η εύκολη λύση. Ο ενδεδειγμένος δρόμος. Ο προορισμός για κουβέντες.
Και πώς σε βλέπουν οι άλλοι;
Γκέτο; Γκετοποίηση, αν θες politically correct;
Κι εδώ η απάντηση. Αυθόρμητη σε φίλους και γνωστούς όταν ακούν Πατήσια. Λοξεύουν τη ματιά. Αποστροφή και εύκολο μειδίαμα σα να περιμένουν απολογία.
Multicultural σκηνικά αν θες τη γνώμη μου. Τα πρώτα στην πόλη και τα περισσότερο αυθεντικά. Γιατί αλλού σημαία κι εδώ φοβία; Αν δεν ενσωματώνεις, μειονεκτείς. Και πριν προλάβεις να ξεστομίσεις ευχολόγια, πατρονάρισμα από φωνητικά riffs κι αφορισμούς, πριν φωνάξεις κλούβες να περιφρουρήσουν την εθνική σου περηφάνια, σκέψου τη φάτσα σου ραμμένη σε μια συνοικία του Βερολίνου. Στα προάστια του Παρισιού. Στο Κούσκο του Περού. Κι αυτό δεν είναι πρόσχημα «ηρωισμού» και αλληλέγγυας σκέψης. It‘s only ανθρωπισμός dear. Κι όλα αυτά λόγω θετικής προαίρεσης. Δεν αξίζει να τραβάς το μοχλό της γκιλοτίνας πριν την κρίση.
Δυνάμει μετανάστες είμαστε όλοι. Είναι και της μόδας.
Άλλωστε, πατρίδα μπορεί να μην έχεις. Γειτονιά θα έχεις πάντα.
*Μια από τις εκδοχές για την προέλευση του ονόματος "Πατήσια".
Η ποιητική συλλογή του Δημήτρη Γλυφού "Λίγο πάγο ακόμα" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ιωλκός.
σχόλια