(φωτογραφίες: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO)
Σκηνικό: Ο όροφος με την πισίνα του ξενοδοχείου Caravel. Πολλά τραπέζια, ψάθινες πολυθρόνες. Σε ένα απ' αυτά καθόμαστε με την Ελένη Βιτάλη. Απέναντι μας, στην άλλη μεριά της πισίνας, σε πολλά μέτρα απόσταση, τρεις πολύ δικοί της άνθρωποι. Πίνουμε πράσινο τσάι με κουλουράκια. Το δικό μου σακάκι αφημένο σε μιαν άλλη πολυθρόνα πίσω μας. Η Ελένη φοράει το δικό της. Είναι βαμμένη, περιποιημένη – λάμπει κανονικά! Δείχνει τρομερά ευδιάθετη. Μιλάμε στον πληθυντικό. Αποδεικνύεται λαλίστατη σα να της πηγαίνει η προχωρημένη ώρα για συνεντεύξεις. Τη θέλω πολύ αυτή τη συζήτηση μαζί της. Απ' τη μια θυμάμαι εκείνη την παλιά συνέντευξη της στο Δίφωνο που έμεινε στη μέση, γιατί δεν τα βρήκαν με τον δημοσιογράφο, κι απ' την άλλη σκέφτομαι τη συχωρεμένη Ρηνιώ Παπανικόλα, που δύο εβδομάδες πριν φύγει από την επάρατο, πήρε επίσης συνέντευξη από τη Βιτάλη. Αγκαλιάστηκαν και έκλαιγαν κι οι δυο τους, γνωρίζοντας πως δε θα έβλεπαν ποτέ ξανά η μία την άλλη. Έχω απέναντι μου ένα πρόσωπο που εκτιμώ και που σέβομαι απέριόριστα. Γνωρίζω την ιστορία του, την ανθρώπινη και την καλλιτεχνική. Εκείνη το καταλαβαίνει με την πρώτη και ''λύνεται'' ακόμη πιο πολύ. Η συνέντευξη που θα διαβάσετε είναι αμοντάριστη σχεδόν, ακολουθεί πιστά τη ροή του λόγου και γι' αυτό συχνά πηγαίνει από το ένα θέμα στο άλλο. Μου αρέσει αυτό! Κυρίως μου αρέσει που η μέγιστη Ελένη Βιτάλη με αντιμετωπίζει σαν ένα φίλο της που είχε χρόνια να τον δει και να του μιλήσει. Το μαγνητοφωνάκι αρχίζει να δουλεύει και το κουβάρι του βίου της Αγίας Παρασκευής του ελληνικού τραγουδιού να ξετυλίγεται:
Λέγεται πως η Φλέρυ Νταντωνάκη τραγουδούσε και καιγόταν η ίδια. Εσείς τραγουδάτε και καίγονται οι άλλοι για πάρτη σας. Τι λέτε επ' αυτού;
(χαμογελάει) Έτσι λένε; Τη Φλέρυ τη γνώρισα μέσω του Σταύρου Ξαρχάκου. Τυχαίο; Δε νομίζω. Τα ίδια πράγματα συναντιούνται.
Ναι, είχε τραγουδήσει το 1970 στο θέατρο Κοτοπούλη υπό τη διεύθυνση του Ξαρχάκου.
Το θυμάμαι αυτό που λέτε. Όταν πήγα εγώ στον Πατσιφά το ΄74, λίγο πριν το ''Χωρίς δεκάρα πως θα παντρευτούμε, Μανωλιό μου'', η Φλέρυ είχε κάνει ήδη καριέρα με τον Χατζιδάκι. Η Φλέρυ ήταν αυτό που λέμε αηδόνι και αηδόνια δεν ακούς στη γη, να βγεις έξω δηλαδή και ν' ακούσεις αηδόνια. Θα πρέπει να'ρθεί η ώρα που ο Θεός θα θέλει ν' ακούσεις αηδόνια. Εγώ στη ζωή μου δεν έχω ξανακούσει τέτοιο πράγμα. Τώρα διάφοροι συνειρμοί γίνονται, όπως η Βιτάλη είναι σαν τη Φεϊρούζ, μου τό'χουν πει πολλοί. Κι εγώ το κάνω για να μπορέσω να οριοθετήσω κάποια πράγματα, αλλά η Φλέρυ ήταν τελείως διαφορετική, καμιά σχέση με μένα. Ήτανε λυρική τραγουδίστρια η Φλέρυ! Εμείς τώρα οι λαϊκές προσπαθούμε να γίνουμε λυρικές.
Χαίρομαι που το λέτε αυτό, καθώς πολλές συναδέλφισσες σας που δεν είναι του λαϊκού, τό'χουν καημό να δηλώνουν λαϊκές.
Καλό ειν' αυτό!
Καλό το βρίσκετε;
Δεν είναι καλό; Γιατί το άλλο είναι δεδομένο. Κάνω κάτι εγώ συγκεκριμένο, το βάζει ο άλλος στην πατέντα και το πάει πιο πέρα. Αλλά το λαϊκό είναι η μήτρα, η μάνα, μ' αυτή την έννοια το λέω, να νιώθουν δηλαδή Αχ να ήμουν λαϊκή! Αυτό κάτι θέλει να πει.
Δεν λένε Αχ να ήμουν λαϊκή, λένε Είμαι λαϊκή.
Α, έτσι λένε; Πλάνη, γιατί μπερδεύουν και τον κόσμο έτσι. Δεν ξέρω για ποιες κοπέλες λέτε, αλλά αν είναι σ' αυτό το σκυλάδικο στυλ, εγώ δεν τις ξέρω. Και το σκυλάδικο και το ποπ δεν το ξέρω. Δεν έχω θέμα με τους ανθρώπους, απλά δεν ξέρω τα τραγούδια τους. Έχω δυσανεξία στο πολύ κούνημα και στην αμερικανιά.
Που γεννηθήκατε, κυρία Βιτάλη;
Γεννήθηκα στην Αθήνα, στο μαιευτήριο Έλενα.
Είστε κόρη του γνωστού συνθέτη Τάκη Λαβίδα.
Ήτανε γνωστός;
Ε, πως, δεν έχει γράψει το συγκλονιστικό Μεσ' στα βαριά μεσάνυχτα με τη Μπέλλου;
Και μπαίνει κατ' ευθείαν Και του τοίχου το ρολόι αρχινά το μοιρολόι, αμέσως εικόνες!
Τραγουδάρα!
Ήτανε πολύ μινόρε ο πατέρας μου, μινόρε, ενώ το ματζόρε είναι πιο ανοιχτό. Και του έλεγα ''Βρε πατέρα, εσείς είσαστε εφτά αδέρφια μ' ένα μπαμπά σχεδόν πλούσιο, δεν είχατε τα ψυχολογικά σας, μια χαρά δόξα τω θεώ, γιατί γράφεις τόσο μινόρε; Εδώ που τα λέμε, ματζόρε ήτανε, αλλά μινόρε στη νοοτροπία. Ήτανε πολύ στο υπαρξιακό χωρίς να μιλάμε για Άκη Πάνου που ήταν εκεί πάνου!
Ήτανε σαντουριέρης, έτσι;
Κορυφαίος οργανοπαίκτης. Είχε οξυδέρκεια και μυαλό. Τι άλλο; Και συναίσθημα! Υπάρχουν κι άλλοι δεξιοτέχνες που δεν έχουν συναίσθημα, που τους ακούς και δε σου μένει κάτι και λες ''Καλύτερα να πάω στο τσίρκο''. Η καψούρα του, ο έρωτας του, τα πάντα ήτανε το σαντούρι.
Φαντάζομαι πόσοι μουσικοί θα περνούσαν από το σπίτι σας.
Ευλογία! Ποιον να πρωτοθυμηθώ; Ο Μπιθικώτσης ήταν κάθε μέρα με τον πατέρα μου. Ο Στέλιος ο Καζαντζίδης. Κι εγώ, παιδάκι, τους καταλάβαινα σα θείους μου. Ο Βαγγέλης Περπινιάδης, επίσης. Είχαμε τις ίδιες κούκλες με την κόρη του. Δεν υπήρχαν πολλές κούκλες τότε, τις χτενίζαμε, τις χαλάγαμε, παίρναμε άλλες. Και η Μπέλλου οπωσδήποτε! Σοβαρή σχέση! Όταν η μάνα μου ονόματι Λούσυ Καραγεωργίου στους δίσκους τότε...
Τραγουδούσε και η μητέρα σας;
Με τον πατέρα μου μόνο. Τη ζήλευε ο πατέρας μου και φοβόταν μην του τη φάει ο Τσιτσάνης. Έλεγα όμως για τη Σωτηρία Μπέλλου που τη γνώρισα στο ''Μπαράκι''. Ήτανε το καφενείο τότε των δημοτικών μουσικών και των λαϊκών βρισκόταν λίγο πιο κει. Η Μπέλλου είχε πάρα πολύ πλάκα με την αριστοφανική βωμολοχία.
Αριστοφανική βωμολοχία, ε;
Ναι, δε μου έβγαλε ποτέ χυδαιότητα η Σωτηρία Μπέλλου. Πως να το πω αλλιώς; Έτσι μου βγήκε τώρα. Ήτανε άντρας, ξέρετε, όχι όπως το λένε κάποιοι, αλλά με την έννοια του κιμπάρη, να σέβεσαι το λόγο σου. Η Μπέλλου δεν υπάρχει, που λένε κι οι νέοι. Γίνομαι κι εγώ σαν τους νέους, ναι, δεν υπάρχει! Ο Καζαντζίδης πάλι είχε κι αυτός τα ψυχολογικά του.
Πως και δε συνεργαστήκατε ποτέ;
Δεν με ήθελε. Δεν του άρεσε η φωνή μου πολύ. Όχι, δεν είναι κακό αυτό. Του άρεσε η Πίτσα Παπαδοπούλου κι έπαιρνε αυτήν για σιγόντα. Θα ήθελα πολύ να του κάνω σιγόντα, αλλά δεν του άρεσσα.
Αυτό σας τό'χε πει ο ίδιος;
Όχι, αλλά επειδή δε με κάλεσε ποτέ, μάλλον δεν του άρεσα.
Δεν ήταν θέμα εταιρειών δηλαδή.
Α παπα, ο Στέλιος δεν είχε τέτοια πράγματα. Ίσα – ίσα διάλεγε ευθείες οδούς, να μιλήσει με τον άνθρωπο, τέτοια. Ποιος ξέρει, δεν θα του άρεσε η φωνή μου. Του άρεσε η Πίτσα Παπαδοπούλου, γιατί η Πίτσα είναι μεγάλη τραγουδίστρια. Θα ήθελα να τού'χα κάνει σιγόνο, για μένα, για να έβλεπα πως θα ήταν εκείνος.
Τους δίσκους του πατέρα σας τους ακούγατε στο σπίτι;
Όχι, τις πρόβες μόνο. Στους δίσκους δεν μου άρεσαν εμένα τα τραγούδια αυτά, μου φαινόντουσαν πολύ κλάψες.
Ωστόσο ξεκινήσατε από τα πανηγύρια πριν καταλήξετε στον Πατσιφά.
Μεγάλο σχολείο τα πανηγύρια, ενώ ο Πατσιφάς ήταν άλλη φάπα, πολιτιστική και πολιτισμική.
Σίγουρα αφού ο Πατσιφάς ανήκε στον κύκλο των διανοουμένων της περίφημης γενιάς του 1930.
Ότι μου είπε ο Πατσιφάς, τα ίδια μού'χε πει κι ο πατέρας μου. Έλεγε στη μάνα μου πέντε κουβέντες μόνο: ''Γιατί το ξυπνάς το παιδί να πάει σχολείο, το σκοτώνεις;'' Μια φορά με ξύπνησε η μάνα μου, δεν είχα σχολείο τότε, αυτό δε θα το ξεχάσω – ήτανε κόμβος που λέει κι ο Λογοθετίδης – και μου είπε ''Ελένη, ξύπνα, μάνα μου, έχεις στούντιο με τον Πατσιφά''. Δεν είχαμε απλά ραντεβού δηλαδή, αλλά στούντιο, έγραφα. Πετάγεται ο πατέρας μου και λέει ''Εγώ δεν το σκοτώνω το παιδί μου να το ξυπνήσω την ώρα που κοιμάται''. Τ' ακούω κι εγώ, νύσταζα, τον ακούω να τηλεφωνεί του Πατσιφά και να του λέει: ''Κοίτα να δεις, Αλέκο, εγώ δεν ξυπνάω το παιδί μου για τις δικές σου μαλακίες! Να κλείσετε το στούντιο πιο αργά!'' Σκέψου, κι εγώ ήθελα να γίνω φίρμα (γέλια) Αυτά δε γίνονται! Ήτανε μεγάλο μάθημα, όμως. Τον ένοιαζε τον πατέρα μου να είμαι καλά εγώ, κυρίως να μη μασήσω. Ήτανε Γαλάτης!
Αυτό το μάθημα το εφαρμόσατε και στον γιο σας;
Εφάρμοσα το ότι δεν υπήρχε περίπτωση να φάω ποτέ ξύλο. Εγώ ήμουν μοναχοπαίδι, αν κι ήμασταν πέντε παιδιά. Πως γίνεται αυτό τώρα, είναι μεγάλη ιστορία. Είχε κάνει με πολλές γυναίκες παιδιά, ήτανε πολύ ερωτιάρης. Μια χαρά, νά'ναι καλά οι άνθρωποι, αλλά τα παιδιά πάλι τι φταίνε; (γέλια) Ο πατέρας μου έλεγε ''Αν σε κάνει καλά ο άλλος, να τον δείρεις. Αν δε σε κάνει, πως τολμάς;'' Είχα δει πολλές φορές τον πατέρα μου να δέρνει κόσμο, αν πείραζαν κάνα κοριτσάκι ξέρω γω. Έναν άντρα να βλέπεις τώρα, Μπρους Λι, μόνος του ήτανε. Θυμάμαι μια φορά χτυπάγανε ένα γατάκι, στην Πατησίων ήτανε και το σπρώχνανε προς τα αυτοκίνητα. Πλατεία Αμερικής, πλατεία Αγάμων τη λέγαμε τότε. Εγώ τότε ήμουν τεσσάρων ετών, για το ΄58 μιλάμε δηλαδή, και είχα δει την εικόνα, το καημένο το γατάκι να προσπαθεί να ξεφύγει. Ώρε μάνα μου! Γυρίζει σπίτι απ' τη δουλειά ο πατέρας μου, εμένα με είχαν στα γόνατα τους ακόμη, και λέει στη μάνα μου ''Πάρ'το παιδί μέσα''. Βγαίνει έξω, ''Παιδιά, αφήστε το γατάκι ήσυχο''. Τους έβλεπα, μόνος του με τέσσερις αληταράδες. ''Ρε αφήστε το γατάκι!'', τίποτα! Τους πήγαν στο νοσοκομείο! Το τι ξύλο φάγανε! Πως να χτύπαγε επομένως το παιδί του ο πατέρας μου; Απ' αυτή την άποψη, λοιπόν, πήρα απ' αυτόν. Ο Νίκος, ο γιος μου, δεν έχει φάει ποτέ ξύλο από μένα, ξύλο εννοώ, ούτε έτσι (κάνει ένα απαλό άγγιγμα). Εκεί παίζεται το παιχνίδι, στην αγάπη, όχι στο ''Έκανα ένα παιδί και σε παρατάω''. ''Α, και τι μ' έκανες; Με ρώτησες;'' Να σου πω, μιλάμε στον ενικό; Είστε πολύ μικρός...
Ευχαριστώ, μικρός δεν είμαι, αλλά, ναι, θα το ήθελα κι εγώ. Πες μου, λοιπόν, Ελένη, πως ξεκινάς στα πανηγύρια, φαντάζομαι με τον μπαμπά.
Όχι, εγώ ξεκίνησα στα πανηγύρια στην ηλικία των 14 ετών. Πήγαινα στη δευτέρα Γυμνασίου. Τότε τα σαντούρια δεν είχαν πέραση στην Ελλάδα. Είχαν τα μπουζούκια. Όλοι έλεγαν ''Θα πάμε στα μπουζούκια'', όχι ''στα μπουζουξίδικα''. Μεσουρανούσε ο Χιώτης τότε, μετά πήγε στην Αμερική, χάθηκε. Του πατέρα μου του έκανε πρόταση ο Μπακογιάννης για τη Γερμανία.
Ποιος Μπακογιάννης;
Ο Παύλος, της Ντόρας. Του λέει ''Τάκη, σε παρακαλώ, έρχεσαι στο Μόναχο''; Ήτανε με τη συχωρεμένη τη Μαρία Δημητριάδη τότε.
Έχετε τραγουδήσει και σε δίσκο μαζί με τη Δημητριάδη.
Ναι, αλλά τότε εγώ τη Μαρία την έβλεπα κι έλεγα ''Αμάν, αυτή που λέει τα επαναστατικά''. Φεύγει λοιπόν ο πατέρας μου στη Γερμανία.
Εσείς εδώ.
Ναι, με τη μάνα μου, Φωκίωνος Νέγρη μέναμε. Η μάνα μου τσαούσα, εκεί, από πάνω, πήγαινε στα πανηγύρια όταν έβρισκε δουλειά. Όταν δεν έβρισκε, καθάριζε σκάλες ή έπλενε στο χέρι. Ήτανε ήδη τριαντάρα, μεγάλη για τα πανηγύρια που ήθελαν κοριτσάκια. Μια χαρά γυναίκα, μάγκας, άντρας και γυναίκα μαζί. Της λέω ''Ρε μαμά, να έρθω κι εγώ σε κάνα πανηγύρι;'' Μ' άρεσε, το έβλεπα σαν παιχνίδι.
Χωρίς να έχεις εκδηλώσει φωνητικό ταλέντο.
Τότε; Τότε με την ξαδέρφη μου, που μοιάζαμε κιόλας, ήμασταν μελαχρινές, θέλαμε να κάνουμε ντουέτο, τις αδερφές Μπρόγερ. Με παίρνει λοιπόν η μάνα μου μαζί της ένα βράδυ. Πάω σε εκείνο το ιστορικό καφενείο, που σου έλεγα ότι γνώρισα τη Μπέλλου, και βλέπω στον πάγκο με τους καφέδες πολλούς άντρες μουσικούς, όλοι τους φίλοι του πατέρα μου. Καθόμουν εγώ αμήχανα, έρχεται η μάνα μου και μου λέει ''Σώπα, μάλλον έκατσε δουλειά''. Όταν βλέπω δηλαδή το ''Ρεμπέτικο'', κάνω συνειρμούς, πώς τό'λεγε ο Γκάτσος; ''Μού'μοιασες και σού'μοιασα'', αυτό το πράγμα μ' άρεσε πολύ. Έρχεται ένας και λέει στη μάνα μου: ''Κυρία Λαβίδα, θέλετε να τραγουδήσετε στο τάδε χωριό;'' Λέει η μάνα μου ''Ωραία, εγώ παίζω κιθάρα, αλλά θέλω αυτό το κλαρίνο, αυτό το βιολί'' κ.ο.κ. Έλα όμως που όταν φτάνουμε στο χωριό, στα Εξαμίλια Κορίνθου – το θυμάμαι γιατί ήτανε το πρώτο μου πανηγύρι – πέθανε ο παπάς! Ήτανε και πολλοί τσιγγάνοι εκεί τότε και μένα μ' άρεσε όλη αυτή η χρωματική πανδαισία, πω, πω, τι ωραία ήτανε! ''Καλωσορίσατε'' μας λένε ''πέθανε ο παπάς''! Στο ντεμπούτο μου δηλαδή ως τραγουδίστρια πέθανε ένας παπάς (γέλια)
Εν συνεχεία, όμως, ξεκινάς να τραγουδάς χωρίς τη μάνα δίπλα σου.
Πήγα πολύ στην Πήλο και τραγουδούσα μέχρι τα 15 – 16 μου χρόνια. Στα 40 της η μάνα μου σταμάτησε τα πανηγύρια, ήτανε κι ωραία γυναίκα, δυο μέτρα. Πήγαινα μόνη μου, αλλά πάντα με μουσικούς – φίλους του πατέρα μου: τον Αλέκο τον Κιτσάκη με τα ηπειρώτικα, τον Βασίλη Σούκα που έπαιζε κλαρίνο, ξάδερφος του συνθέτη Τάκη Σούκα. Φεύγαμε και πηγαίναμε στην Παραμυθιά, στο Αγρίνιο, παντού.
Σου άρεσε αυτή η νομαδική ζωή;
Να σου πω, εγώ εκεί μέσα ένιωσα μεγάλη αυτάρκεια. Κατ' αρχάς ερχόντουσαν και με παίρνανε οι συνάδερφοι μου από το σπίτι μου. Έλεγε ο καταστηματάρχης ''Δίνω τόσα, τα θέλετε;'' Βάζανε κόρνες τότε το ένα πάλκο απέναντι απ' τ' άλλο και είχαν ανταγωνισμό, κόντρες μεταξύ τους.
Και στο Γκάζι σήμερα το ίδιο γίνεται, το ένα μπαράκι συναγωνίζεται το απέναντι με μουσική στη διαπασών!
Εικόνες κωμικοτραγικές! Θα πω κάτι που δεν παίζεται! Έχω ανέβει στο πάλκο με τους μουσικούς και παίζουμε. Το πάλκο ήταν στημένο σε μία πλατφόρμα, είχε ρόδες από κάτω και πάνω κιλίμια. Είχανε δέσει όμως τον γάιδαρο με την πλατφόρμα (τρανταχτά γέλια). Ξεκινάει η κόρνα στα αυτιά του γαϊδάρου, φεύγει σα σίφουνας αυτός και ξέρεις που βρεθήκαμε; Στο ρέμα μέσα! Έχω ζήσει τόσα, όλο λέω να γράψω ένα βιβλίο, αλλά βαριέμαι. Γύρισε λοιπόν ο πατέρας μου από τη Γερμανία και έμαθε ότι τραγουδάω στα πανηγύρια. Βάζει κάτω τη μάνα μου: ''Εγώ έλειπα κι εδώ τι πράγματα ειν' αυτά;''
Αρνητικά, τσαντισμένος;
Αμέ, ''με ρώτησες εμένα; Μου έγραψες γράμμα;'' ''Για πλάκα'' του κάνει η μάνα μου ''την πήρα μαζί''. ''Για πλάκα; Έλα εδώ εσύ'' μου λέει. Εγώ χαχαχα με τον πατέρα μου, ήμασταν κολλητάρια, η μάνα μου μού'χωνε και καμία. ''Τι έγινε;'' με ρωτάει ''έχει γίνει τίποτα με κανέναν;'' Λέω ''Τι νά'χει γίνει, ρε μπαμπά;'' Είχα κι εγώ δυο – τρία φλερτ, καμιά φορά μπερδευόμουν κι έκλεινα με δύο ραντεβού (γέλια). Λίγο πονηρές εποχές, τα κάναμε όλα χωρίς να κάνουμε τίποτα. ''Να φιληθώ'' ξέρω γω ''ή θά'ρθει η μάνα μου;'' ''Λοιπόν'' με ρωτάει ''το Ωδείο το συνεχίζεις;'' Ποιο Ωδείο; Τό'χα σταματήσει.
Πήγαινες και Ωδείο, σπούδαζες μουσική, δεν το γνώριζα.
Πιάνο. Και λίγα ακόρντα στην κιθάρα. Σήμερα σάμπως ξέρω να παίζω πιάνο; Και τότε τι νά'λεγα; Ψέματα; Ήτανε και κρατικό το Ωδείο. Λέω ''Όχι''. ''Δεν πειράζει'' μου λέει. ''Και τώρα τι θες να κάνεις; Θες να γίνεις τραγουδίστρια;'' ''Όχι'' εγώ πάλι ''γιατρός θέλω να γίνω''. Ήθελα πράγματι να γίνω γιατρός, παιδίατρος, και να μην παίρνω και λεφτά μετά. Τον ρώτησα αν μπορώ να πηγαίνω στα πανηγύρια τα καλοκαίρια. Τη γνώμη του ήθελα, όχι την άδεια του, αφού η γνώμη του ισοδυναμούσε με άδεια. Ξέρεις τι μού'πε; ''Να πας, παιδάκι μου, δε με πειράζει, αλλά δε θέλω να ακούς πράγματα που δεν είναι καλά''.
Πως έβλεπες τα χρόνια εκείνα την εκμετάλλευση του δημοτικού τραγουδιού από τη χούντα;
Το δημοτικό τραγούδι το εκμεταλλεύτηκε η χούντα, όπως κάθε παρωδία μιμείται τη δραματική κωμωδία. Μου έλεγε ο πατέρας μου: ''Έχε το νου γιατί μπορεί να σου ζητήσουν το καλαματιανό Γεια σου Γιώργο Παπαδόπουλε; Τι θα κάνεις τότε; Εγώ αδειάζω το σαντούρι μου, του βάζω ντομάτες μέσα και το κάνω μανάβικο''!
Ήταν αριστεροί οι δικοί σου;
Ναι, ναι, και απ' τη μάνα μου. Ο παππούς μου πέθανε μεσ' στην Κατοχή από βασανιστήρια, του βάζανε βραστά αυγά στις μασχάλες και τέτοια και δεν άντεξε. Ο πατέρας μου αριστερός, ιδεολόγος, αλλά ποτέ δεν τα μπέρδευε με τη μουσική.
Και η είσοδος στη δισκογραφία πως γίνεται;
Κάνω δύο τραγούδια σε δισκάκι με τον πατέρα μου, τον ''Ιπτάμενο δίσκο'' και το ''Σοφεράκι''. Τα ξαναείπα χρόνια μετά στο ''Χορέψτε γιατί χανόμαστε'', εκείνο το δίσκο που κάνουμε τους γύφτους με τον Κοντογιάννη στο εξώφυλλο. Το δισκάκι βγήκε στην RCA, ήμουν 13 ετών και πούλησε 7.000 αντίτυπα! Σα γατάκι η φωνή μου. Πραγματικά συλλεκτικός δίσκος για πλάκα, ακούς ένα γατί! Έπαιζαν μέσα πρώτο μπουζούκι ο Νικολόπουλος και δεύτερο ο Ξαπλαντέρης. Σχεδόν δημόσιοι υπάλληλοι ήτανε οι άνθρωποι. Μεσ' στην ταλαιπωρία, το λέω με την καλή έννοια. Πήγαιναν στην Columbia, που τη γκρέμισαν οι υπάνθρωποι!
Εδώ κόστισε σε μένα αυτό, φαντάζομαι σε σένα.
Τι να λέμε, γκρέμισαν την ιστορία του τραγουδιού. Περνάς και βλέπεις ένα τόσο θλιβερό θέαμα...
Απορώ τι διεξόδους μπορεί νά'χουν καλλιτέχνες της γενιάς σου για να μην τους πάρει από κάτω με τέτοια που συμβαίνουν.
Σήμερα μίλαγα με τη Γλυκερία. Έχει την υγειά της γιατί είναι καλά στα μυαλά της. ''Σήμερα θα βάλω ρεβύθια'' μου λέει, μια χαρά. Τέτοια συζητάμε για να ξεχνιόμαστε, να βάλουμε σόδα στα ρεβύθια κλπ. Κουμπάρα μου είναι η Γλυκερία και την αγαπώ πολύ. Αυτό με την Columbia ήταν πολύ σοβαρό, πάντως. Να τη φάμε δηλαδή την Ελλάδα! Όχι, ρε φασίστες, δε θα τη φάμε!
Πες μου κάτι, στα πανηγύρια δεν είχες βρεθεί και με τον Μάκη Χριστοδουλόπουλο;
Θέλω να το πω αυτό, ο Μάκης στενοχωρήθηκε κάποτε. Εγώ δεν ξιπάστηκα, απλά είπα πως ο Μάκης 20 ετών παλικάρι έπαιζε κλαρίνο, εγώ ήμουν κοριτσάκι και πολλές φορές για να με προστατέψει κόντεψε να τσακωθεί. Έδωσε λοιπόν πριν μια δεκαετία μια συνέντευξη κι είπε ''Η Βιτάλη μίλησε για μένα ότι ήμουν καυγατζής στα κλαρίνα, που ποτέ δεν ήμουν'' κλπ. Δεν ήθελα να τον προσβάλλω. Δε θέλω νά'χει πικρία, νά'ναι καλά θέλω. Δεν σ' αρέσουν τα κλαρίνα, Μάκη μου; Καλή καρδιά!
Όσο κι αν σου άρεσαν τα πανηγύρια δεν ήρθε η ώρα που τα μπούχτισες κι εσύ;
Δεν ήξερα τι ήθελα, αλλά μουσικά έπαψαν να με ενδιαφέρουν. Οι άλλοι το έβλεπαν, έλεγαν ''Η Ελενίτσα θα φύγει απ' τα πανηγύρια'' ή ''Δεν τραγουδάει αυτή γύφτικα'' – ''γύφτικα'' εννοούσαν την τσιγγάνικη φλέβα των τραγουδιών. Μια μέρα τηλεφωνώ του Αραπίδη και μετά του Νικολόπουλου. ''Τι θα κάνω, δε μπορώ άλλο στα πανηγύρια''! ''Ναι ρε'' μου λέει ο Νικολόπουλος ''εσύ θα τις φας όλες''! Μικρός κι ο Νικολόπουλος τότε, φρεσκοπαντρεμένος, πάμε να τους φάμε όλους (γέλια). Ακόμη δεν είχε γράψει τραγούδια, μπουζούκι έπαιζε κι έκανε και πρόβες με τη Λίτσα τη Διαμάντη. Εξαιρετική τραγουδίστρια που προηγήθηκε της Αλεξίου σα φίρμα! Εκεί είπα ''Κάτι θέλω να κάνω κι εγώ''.
Μέχρι τότε είχατε επαφές με λαϊκούς μόνο μουσικούς;
Όχι, θυμάμαι μια μέρα που με πήγε ο πατέρας μου στον Μίμη Πλέσσα που κάνανε παρέα. Βλέπω εκεί έναν σουρεαλιστικό πίνακα που είχε και σκάω στα γέλια. Την ίδια ακριβώς εποχή ήθελα να χωθώ κι ο μόνος τρόπος ήταν οι μπουάτ. Με παίρνει μαζί του ο Αραπίδης. Αυτός μου μίλησε πρώτη φορά για τον Πατσιφά κι ότι πρέπει να πάω κοντά του, γιατί θα μου διαμορφώσει γνώμη και άποψη. Καλή του ώρα του Αραπίδη! Μου κλείνει ραντεβού, πάω για ακρόαση. Τότε χάλαγαν κόσμο ο Πουλόπουλος κι η Χωματά. Ξυπνάω πρωί, φτάνω στην Columbia και βλέπω στο διάδρομο τον Μανώλη Αγγελόπουλο με την Αννούλα Βασιλείου. Τι όμορφοι και οι δύο! Έρχεται και ο Πατσιφάς: ''Ελένη Λαβίδα''. Σηκώνομαι. ''Έλα δω εσύ'' μου λέει ''θα κουρευτείς''! ''Θα το σκεφτώ...'', ''Δεν έχεις να το σκεφτείς, θα κουρευτείς''! Περίμενα μιαν άλλη συμπεριφορά, όχι νά'χεις φύγει για κούρεμα και να μην το ξέρεις (γέλια) Κάνω έτσι εκεί που καθόμουν απογοητευμένη και βλέπω μέσα στο στούντιο τον Χρήστο Νικολόπουλο και τον Τάσο Καρακατσάνη τον πιανίστα. Με φωνάζει ο Χρήστος, μπαίνω μέσα, ''Ήρθα'' του λέω. Με συμβουλεύει να προσέξω δυο πράγματα: Να μη βάλω καθόλου βιμπράτο και να λέω καθαρά τις λέξεις. Πετάγεται κι ο Καρακατσάνης που δεν τον ήξερα: ''Ελενίτσα το λεν το κοριτσάκι; Ναι, ναι, Ελενίτσα, καθόλου βιμπράτο''! ''Ευχαριστώ'' τους λέω και βγαίνοντας έξω πέφτω πάνω στον Αργύρη Κουνάδη πού'χε έρθει από τη Γερμανία και τον Βαγγέλη Γκούφα τον ποιητή.
Μη μου πεις ότι τραγούδησες το ''Άι γαρούφαλλο μου'' πρίμα βίστα.
Περίμενε! Σκάει ο Πατσιφάς: ''Μπορείς να τραγουδήσεις τώρα, Ελενίτσα;'' Ξαναμπαίνω μέσα, βάζω τ' ακουστικά και τους λέω το ''Ήλιε μου, ήλιε μου βασιλιά μου'' πού'χε πει η Γαλάνη, του Χατζιδάκι, χωρίς βιμπράτο και με καθαρές τις λέξεις. Δε με σταμάτησε. Η ψυχή μου είχε πάει στην Κούλουρη. Μου λέει μετά: ''Μπορείς να μπεις πάλι μέσα να πεις ένα τραγούδι''; Μου συστήνει τον Κουνάδη και τον Γκούφα. Λέω λοιπόν το ''Άι γαρούφαλλο μου'' με την πρώτη απ' το φόβο μου. Το κομμάτι μπήκε στο δίσκο του Κουνάδη ''Δεν περισσεύει υπομονή'' με τη Σωτηρία Μπέλλου, τον Σταύρο Πασπαράκη και μένα. Ο θεός με έστειλε στο σωστό δρόμο μετά τα πανηγύρια. Φαντάζεσαι νά'χα πάει πουθενά αλλού και να μπέρδευα τα μπούτια με τις αμυγδαλές μου; Θέμα συγκυριών ήτανε! Να κάνω δηλαδή δίσκο τη μέρα της ακρόασης;
Από κει κατ'ευθείαν τραγούδησες και στα ''18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας'' του Θεοδωράκη και του Ρίτσου πού'χαν βγει στη Lyra;
Σχεδόν. Εκεί τραγουδούσε βασικά η Δημητριάδη ''Τη Ρωμιοσύνη μην τη κλαις'' κι εγώ τα κομμάτια που έλεγε η Βίσση στη βερσιόν του έργου με τον Νταλάρα από την EMI. Τότε ο Νταλάρας ήτανε σταρ και η εταιρεία του τά'χωνε πολύ περισσότερο απ' ότι ο Πατσιφάς σε διαφήμιση. Τον Μίκη Θεοδωράκη δεν τον γνώρισα, μια – δυο φορές ήρθε στην ηχογράφηση και μου χάιδεψε τα μαλλιά. Διεκπεραιώτρια ήμουν, αλλά τα είπα καλά τα τραγούδια, μου άρεσαν. Το ίδιο και τον Χατζιδάκι. Ήρθε όταν έγραφα το ''Που το πάνε το παιδί'', κάθισε λίγο, ''Καλή, καλή'' είπε κι έφυγε. Αντίθετα τον Μάνο Λοΐζο τον γνώρισα στη ''Διαγώνιο'' μετά από μερικά χρόνια και με είχε συγκινήσει πολύ.
Πάντως, αν κι έκανες τόσα πράγματα τη δεκαετία του 1970, σε θυμούνται όλοι για το ''Άι γαρούφαλλο μου'' και το ''Πως θα παντρευτούμε, Μανωλιό μου''.
Αυτό το τραγούδι μού'κανε ζημιά χωρίς να φταίει. Το είπα στο φεστιβάλ το ΄74, αλλά επειδή ήμασταν περσόνες κι εγώ και το τραγούδι, δε μπόρεσα να το υποστηρίξω. Ο συνθέτης του ο Γιάννης ο Μέτσικας έχει παράπονο που δεν το λέω, αλλά πώς; Αφού γράφανε στις αφίσες ''Ελένη Βιτάλη'' κι από κάτω ''Χωρίς δεκάρα'' για να θυμηθούν ποια είμαι.
Άρχισε να με χαλάει. Πήγα στον Πατσιφά και του είπα ''Κύριε Πατσιφά, θέλω να πω τραγούδια πιο...'' Μου λέει ''Δε θα πεις πιο, θα πεις αυτά''! Και με έστειλε να μάθω τρόπους, να κάνω σαβουάρ - βιβρ με μια κυρία Αλίκη. Καλή της ώρα αν ζει, ούτε το επίθετο της δε θυμάμαι.
Απίστευτος ο Πατσιφάς!
Απίστευτος δε θα πει τίποτα! Για ένα χρόνο γύριζα με την κυρία Αλίκη σε Παρίσι και Βιέννη για να μάθω την κουλτούρα τους. Μια μέρα της λέω ''Να σου πω, κυρία Αλίκη, τά'μαθα πια: Εκεί μπαίνει το πιρούνι, εκεί το μαχαίρι, αν πάει να περάσει κάποιος του ανοίγω την πόρτα κλπ. Μην το κουράζουμε άλλο''. ''Κι εγώ κουράστηκα'' μου απαντάει αυτή ''Τι θα πω στον Αλέκο;'' Καλά περάσαμε, κάναμε τα ταξίδια μας, φάγαμε κάποια λεφτά του Πατσιφά και πιο πολύ πλάκα γινότανε παρά μαθήματα.
Τότε ηχογραφείς και τα δημοτικά με τον Τάσο Καρακατσάνη στις ενορχηστρώσεις.
Ακριβώς τότε. ''Τι θα γίνει, κύριε Πατσιφά; Εγώ πεινάω, δε βλέπω μεροκάματο''. ''Είσαι θρασυτάτη!'' ''Ναι, αλλά είμαι και πεινασμένη''! Έτσι κάναμε τα δημοτικά με τον Καρακατσάνη ενορχηστρωτή και παραγωγό τον Γιώργο Μακράκη. Δεν είχα βάλει καθόλου τσαλκάντζες. Έκαναν αίσθηση, άρεσαν, αν και του Πατσιφά δεν του άρεσε να ξεφεύγει από ένα στάνταρ αγοραστικό κοινό.
Εγώ τώρα απορώ πως εσύ, ένα κορίτσι με θητεία στα πανηγύρια, που σου άρεσε να τραγουδάς Λίτσα Διαμάντη και Μαίρη Μαράντη, έφτασες σε επίπεδα ανώτερης σκέψης - θα μου επιτρέψεις - με τον στίχο στα τραγούδια σου από το ''Απέναντι μπαλκόνι''.
Το πρώτο μου τραγούδι, το ''Άιντε και φύγαμε'' το έγραψα το 1975, τη χρονιά που παντρεύτηκα με τον Βαγγέλη Ξύδη (Βάζει το παλτό της) Κρυώνεις;
Κάνει λίγο κρύο εδώ μέσα, η αλήθεια είναι...
Μισό λεπτό! (σηκώνεται και πηγαίνει να φέρει το σακάκι μου από τα πίσω μας καθίσματα. Σηκώνομαι κι εγώ, δεν την προλαβαίνω, τό'χει φέρει ήδη. Το φοράω)
Τον θυμάμαι τον Βαγγέλη Ξύδη, είχε συμμετάσχει στους ''Αχαρνής'' του Σαββόπουλου με Παπάζογλου, Ζιώγαλα, Τανάγρη, Λιούγκο, Ρασούλη, όλη την παρέα. Τι κάνει, είναι καλά;
Α, εσύ ξέρεις πολλά! Ο άντρας μου δεν ζει πια, έχει συχωρεθεί εδώ και μερικά χρόνια. Τους ''Αχαρνής'', αν μ' έχει καλά ο θεός, θά'θελα να τους κάνω κι εγώ κάποια στιγμή, όπως ο Σαββόπουλος δεν τά'χε βρει τότε με τον Κουν και το ανέβασε μόνος του το έργο.
Κι εσύ συνεργάστηκες όμως με τον Σαββόπουλο, στη ''Ρεζέρβα'' το ΄79 και στη μεγάλη συναυλία του στο Ολυμπιακό στάδιο το ΄83.
Ναι, με τον Σαββόπουλο έχω μία σχέση που ουσιαστικά δεν υπάρχει.
Αυτή τη στιγμή που μιλάμε;
Πάντα! Με τον δημιουργό Σαββόπουλο έχω πάθει την πλάκα μου, τον βλέπω συνέχεια μπροστά μου, όπως και τον Γκάτσο. Δεν τον γνώρισα μέσω Πατσιφά, αλλά μέσω του Βαγγέλη Ξύδη. Γιατί και μέσω του Βαγγέλη γνώρισα πολύ σημαντικούς ανθρώπους. Ο Ξύδης ήταν ένας φιλόσοφος που είχα την τύχη να ζήσω μαζί του για 18 χρόνια. Ήμουν 20 όταν τον γνώρισα κι εκείνος 29. Χωρίσαμε στα 38 εγώ, στα 47 αυτός. Μεγάλος έρωτας! Μας κράτησε και το παιδί φυσικά. Πάρα πολύ μεγάλο κομμάτι της ζωής μου ο Βαγγέλης!
Έχεις να λες τουλάχιστον ότι έζησες ένα μεγάλο έρωτα που απέδωσε και καρπούς, τον γιο σας, Νίκο Ξύδη.
Δεν είμαι σίγουρη, αν και θέλω να είμαι χριστιανή, ότι το να διαιωνίζεις το είδος είναι το ζητούμενο της ανθρώπινης φύσης. Αλλά πάλι εδώ μια έκτρωση κάνεις και κλαις για δέκα μέρες. Από την ίδια χαραμάδα περνάνε ο θάνατος κι ο έρωτας. Σε σχέση με τα δικά μου τραγούδια που με ρώτησες, μια και περνάμε συνέχεια σε άλλα θέματα, θα σου πω ότι δεν τα είχα εκτιμήσει ιδιαίτερα στον καιρό τους. Αν δεν επέμενε ο φίλος μου ο Γιάννης ο Σπάθας, το ''Απέναντι μπαλκόνι'' δε θα έβγαινε ποτέ. Εκείνος με πίεσε, εγώ ντρεπόμουν. Τα τραγούδια τά'παιζα με την ορχήστρα μου στα live, ώσπου ο τότε ηχολήπτης μου προθυμοποιήθηκε να τα πάει του Σπάθα. ''Τι κάνεις; Με την Κιβωτό σου χαλάει ο κόσμος'' μου είπε.
* Το Β΄μέρος της συνέντευξης με την Ελένη Βιτάλη θα αναρτηθεί στο Προσκλητήριο της Πέμπτης, στο lifo.gr
σχόλια