Από το 2008 περίπου άρχισαν σιγά-σιγά να κλείνουν τα μικρά μαγαζιά στην αρχή και αρκετά μεγαλύτερα στην συνέχεια. Μέχρι το 2010 συνηθίσαμε να βλέπουμε τους δρόμους κάθε ελληνικής πόλης γεμάτους από τα ''κουφάρια'' δηλαδή μαγαζιά που έκλείσαν και εγκαταλείφθηκαν. Συνηθίσαμε τις ταμπέλες που γράφουν: ''πωλείται ή ενοικιάζεται'' και το λιγότερο απελπισμένο ''διατίθεται''.
, , , , ,
Το 2014, υπάρχουν πια ολόκληρα τετράγωνα με άδειες βιτρίνες. Χιλιάδες μαγαζιά παραμένουν απούλητα και ξενοίκιαστα. Πολλά είναι απλώς συνοικιακά μαγαζάκια των οποίων οι νοικάρηδες κατάφεραν λόγω κρίσης να νοικιάσουν στο κέντρο κάτι σε τιμη ευκαιρίας και να μεταφερθούν, πήραν σύνταξη ή και μετακόμισαν στην επαρχία. Αλλά σίγουρα τα κέντρα των πόλεων δεν δίνουν την εικόνα που έδιναν κάποτε. Ακόμα και σε πολυσύχναστους δρόμους βλέπεις μια σειρά απο κατεβασμένα ρολά μέχρι τα δεις την επόμενη βιτρίνα που συχνά έχει χάσει κάτι απο την αλλοτινή λάμψη της.
, , , , , ,
Πολλοί θα πουν πως για κάθε τέτοιου τύπου μαγαζί που κλείνει ανοίγει μια καινούργια, φρέσκια, μικρή επιχείρηση με νέα και πιο επίκαιρα προιόντα -παγωμένα γιαούρτια, ντόνατς και cupcakes, χειροποίητα κοσμήματα, φτηνό και φρέσκο φαγητό, μεταχειρισμένα ρούχα και (παραδόξως) μαγαζιά με είδη ραπτικής και κεντήματος. Όσο ενδιαφέρον και θετικό και να είναι αυτό μιλάμε για μια νέα, διαφορετικού τύπου επιχειρηματικότητα που έχει πολλά θετικά αλλά σίγουρα δεν έχει καμμία σχέση με τον κόσμο που γνωρίσαμε. Ακόμα και το κάποτε δημοφιλές franchise μεγάλων εταιριὠν έχει χάσει την άιγλη του.
, , , , , ,
Για όσους γεννηθήκαμε μεταξύ 1970 και 1980 το τέλος της μικρομεσαίας, οικογενειακής επιχείρησης συμβολίζει το θάνατο όλων των πεποιθήσεων με τις οποίες μεγαλώσαμε κυρίως την ιδέα του αναλλοίωτου και της διαρκούς βελτίωσης. Η επιχείρηση της γειτονιάς συμβόλισε όσο τίποτα άλλο τον κόσμο της μικροαστικής Ελλάδας έναν κόσμο που ανεξάρτητα απο τα γνωστά και πολλά προβλήματα του απλώς δεν υπάρχει πια.
Ανάλογα στο παρελθόν ανήκει και αυτό που κάποτε θεωρούταν το ''καλό μαγαζι'' στο κέντρο, μαγαζιά με ονόματα όπως μπουτίκ, νεοτερισμοί, κομμώσεις και συχνά με το μικρό όνομα του ιδιοκτήτη ή των παιδιών του να ακολουθεί στην ταμπέλα.
, , , , , ,
Η αλήθεια είναι πως αρκετά μαγαζιά σαν των φωτογραφιὠν πούλαγαν μέτρια προιόντα και υπηρεσίες σε υψηλές τιμές. Συχνά όμως τα μαγαζιά αυτά και πούλαγαν προιόντα απο ελληνικές βιοτεχνίες ή τα έφτιαχναν οι ίδιοι και κυρίως πούλαγαν ένα όνειρο ζωής. Τα επιπλάδικα στους δρὀμους προς την Δἀφνη ή τα υφασματάδικα στην Αιόλου σίγουρα δεν ηταν ὀλα το ίδιο ποιοτικά, έδιναν όμως την αίσθηση στον πελάτη πως φτιάχνει κάτι για πάντα ή τουλάχιστον για πολύ καιρό - αγόραζε κάτι απο αληθινό ξύλο ή καλό ύφασμα για το παλτό που θα φοράγε τους επόμενους δεκαπέντε χειμώνες και το σαλόνι για το σπίτι στο οποἰο θα ζούσε για πάντα. Ας μην είναι το τέλειο ήταν αρκετά καλό και ποιοτικό. Πλέον αυτά τα είδη υπάρχουν εἰτε με την μορφή του επώνυμου design είτε με αυτή του εξιδεικευμένου τεχνίτη και οι πολλοί αγοράζουν αναλώσιμα είδη. Οι υπηρεσίες επίσης ήταν σε προσωπικό επίπεδο με όλα τα θετικά και αρνητικά που έχει αυτό. Τα λουκέτα δείχνουν το τέλος μια ολόκληρης εποχής, ότι και να είναι αυτό που θα έρθει σίγουρα δεν θα μοιάζει έτσι. Αυτό που τρομάζει και πολύ θα θέλαμε να αγνοήσουμε είναι πως όσο και να χαιρόμαστε με τα χαρούμενα μαγαζάκια εστίασης, τα συμπαθητικά μπαρ, τα ταξιδιωτικά γραφεία με τις εναλλακτικές εκδρομές και άλλες νέες και ελπιδοφόρες προσπάθειες που ανοίγουν στον ένα δρόμο λίγο πιο κει τα μόνα μαγαζιά που έχουν στ᾽αλήθεια πολλαπλασιαστεί είναι αυτά που αγοράζουν χρυσά και ασημικά ή δέχονται ενέχυρα και τα μαγαζιά με αντίκες που συχνά αγοράζουν τα υπάρχοντα των άλλοτε πελατών τους.
σχόλια