Δεν έχει ακόμα φτάσει μεσημέρι κι εγώ έχω κιόλας ανεβοκατέβει τρεις φορές την Συγγρού. Κατηφορίζω τώρα ξανά προς το Φάληρο.
Κάνω, εννοείται, διαλείμματα. Όποτε βλέπω καμιά πεταμένη γόπα (το μάτι μου -παρά τον καταρράκτη- είναι εξασκημένο να τις εντοπίζει), σκύβω και τη μαζεύω και την απολαμβάνω στηριγμένος στον κορμό κάποιου δέντρου ή συνηθέστερα σε κάνα κάδο σκουπιδιών. Μέχρι πριν μερικά χρόνια, σάλταρα μες στους κάδους και ψάρευα τα πιο ετερόκλητα και χρήσιμα αντικείμενα. Και τρόφιμα και ρούχα ακόμα, αντρικά-γυναικεία το ίδιο μού έκανε. Απ’τις αρχές -αλοίμονο- της δεκαετίας του ’30, τα μακροβούτια στα σκουπίδια απαγορεύθηκαν. Για λόγους, λέει, δημόσιας υγείας. Για να ισχύσει δε το μέτρο απαρεγκλίτως, έβαλαν στα καπάκια των κάδων κλειδαριές. Χάρη στην εργονομική τους σχεδίαση, πετάς ό,τι θέλεις μα δεν μπορείς να ανασύρεις τίποτα απολύτως.
Και η επαιτεία –θα μου πείτε- είναι παράνομη. Πώς την ασκώ και μάλιστα προκλητικότατα, σε μια από τις κεντρικότερες λεωφόρους;
Από τη μία, δεν έχω τίποτα να φοβηθώ. Στην ηλικία που έχω φτάσει, το να με συλλάβουν αποτελεί για μένα ευτυχές γεγονός. Εξασφαλίζω για καναδυό μέρες σίτιση και στέγαση. Από την άλλη, το να ζητιανεύω στους παράδρομους δεν έχει ιδιαίτερο νόημα. Στις γειτονιές που έχω πρόσβαση –όπου δεν υπάρχουν περιφράξεις και ιδιωτικές φρουρές- οι άνθρωποι είναι ελάχιστα πιο εύποροι από μένα. Με τι καρδιά να απλώσω χέρι για ελεημοσύνη εγώ, ο ογδοντάρης, σε κάποιον που έχει τα μισά μου χρόνια και τρέφει -τρόπος του λέγειν- πιτσιρίκια;
Απ’τη Συγγρού περνούν όλη την ώρα κούρσες και λιμουζίνες, τελευταίας τεχνολογίας οι περισσότερες, από πεπιεσμένο χαρτί. Το θέαμα που παρουσιάζω, το παρδαλό μου ντύσιμο, η ομπρέλα που κρατάω για να διώχνω τα ποντίκια, η άσπρη κυρίως γενειάδα που με κάνει γραφικό και πράο σαν τον Άι Βασίλη, κινούν την περιέργεια αρκετών επιβατών. Μία φορά στις δυό μέρες κατά μέσο όρο κάποιο αυτοκίνητο θα σταματήσει δίπλα μου και ο οδηγός του θα ενδιαφερθεί για μένα. Κι εγώ πρόθυμα θα διηγηθώ την ιστορία μου. Με το αζημίωτο εννοείται.
Χθες, για παράδειγμα, με διπλάρωσε μια Κινεζούλα μέσα σε ένα τζιπ. Λίντα Χο μού συστήθηκε, ανταποκρίτρια της τηλεόρασης της Σαγκάης. Ήθελε να της μιλήσω για τα παλιά. Προσφέρθηκε να με πάει –άκουσον, άκουσον- σε ψαροταβέρνα στον Πειραιά. Ούτε θυμάμαι πόσο καιρό είχα να φάω ψάρι. Και να πιώ κρασί.
«Θα ήθελα να μου πείτε τις εμπειλίες σας από τα Δεκεμβλιανά κι απ’το Πολυτεχνείο…» ξεκίνησε με εκείνη τη γελοία προφορά –λάμδα στη θέση του ρο- που δεν μπορούν να αποβάλουν οι Κινέζοι, δεν πα να έχουν συμπληρώσει δεκαετία στην Ελλάδα. «Μετά χαράς!» τής απάντησα.
Φέτος συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη «Μάχη της Αθήνας». Πέρυσι γιόρτασαν τα εβδομήντα από το Πολυτεχνείο. Όσοι επιμένουν να πλασσάρονται ως επίγονοι των τότε συγκρουόμενων παρατάξεων, δεν έχασαν την ευκαιρία να μας τα πρήξουν: Τι μνημόσυνα από τη μια για το ηρωικό ΕΑΜ-ΕΛΑΣ κι από την άλλη για τους εθνοσωτήρες Χίτες και Ταγματασφαλίτες! Τι να περιφέρουν οι μεν την ματωμένη σημαία του Πολυτεχνείου ενώ οι δε κατέθεταν στεφάνια στο σκουριασμένο τανκς που γκρέμισε την πύλη του! Το πιο φαιδρό είναι πως η Ιστορία στα κεφάλια τους έχει καταντήσει αχταρμάς. Όποιον μάλιστα γέρο συναντούν (δεν είμαστε και πολλοί – η πλειονότητα των συνομηλίκων μου πέθανε στο λοιμό του 2023), όποιον γέρο βλέπουν μπροστά τους θεωρούν ντε και καλά ότι συμμετείχε σε εκείνα τα γεγονότα.
Δεν είμαι –εννοείται- κορόιδο για να το αρνηθώ. Και ας μην είχα καν γεννηθεί το 1944. Κι ας πήγαινα το 1973 στην δευτέρα δημοτικού, σε ένα «καλό» σχολείο στο Ψυχικό, σε απόσταση ασφαλείας από την κατάληψη των φοιτητών. Παίζω πρόθυμα κι εύγλωττα τον ρόλο του μπαρουτοκαπνισμένου. Τους φλομώνω στα ανδραγαθήματα.
Η Κινεζούλα ωστόσο δεν μασούσε. Αφού άκουσε υπομονετικά τις παπαριές μου, μπήκε στο ψητό: «Μετά τη χρεοκοπία του 2010 τι κάνατε;» με ρώτησε ευθαρσώς. Δεν έβλεπα τον λόγο να της ξεφουρνίσω άλλα ψέμματα.
«Όταν ξεκίνησαν τα μνημόνια, δούλευα ως κειμενογράφος σε μια μεγάλη διαφημιστική. Μέσα σε δύο χρόνια, η αγορά είχε βουλιάξει. Η εταιρεία μου έκλεισε, βγήκα στην ανεργία. Λόγω αυτοπεποίθησης, βασικά όμως επειδή το ταλέντο μου ξεδιπλωνόταν μόνο στην ελληνική γλώσσα, αρνήθηκα να μεταναστεύσω στο εξωτερικό. Φυτοζώησα για καμιά πενταετία τρώγοντας απ’τα έτοιμα – ξεκοκκάλισα δηλαδή τις συντάξεις και τις οικονομίες των γονιών μου. Δεν είχα ευτυχώς παντρευτεί. Δεν είχα δόξα τω Θεώ παιδιά.
Τον Μάρτιο του 2016, συνέβη εκείνο που όλοι θα έπρεπε να περιμένουμε –μέσα στη σήψη που βιώναμε- ελάχιστοι όμως το είχαν προβλέψει ρητά: Μας επιτέθηκαν οι Τούρκοι. Ο πόλεμος, όπως ίσως θα ξέρεις, διήρκεσε δυόμισι εικοσιτετράωρα και έληξε με την παραχώρηση του Καστελόριζου και της Ορεστιάδας – ζημιά ελάχιστη σε σχέση με την πανωλεθρία μας στα πεδία των μαχών, η οποία οφειλόταν ως επί το πλείστον στην έλλειψη πετρελαίου και στην άθλια συντήρηση του οπλισμού μας. Η οικονομία όμως κατέρρευσε οριστικά. Μαζί της και η κοινωνία.
Στις εκλογές του 2017, επικράτησαν οι νεοναζί. Περάσαμε δύο εφιαλτικά χρόνια, όπου οργανώνονταν κάθε λογής πογκρόμ: Εναντίον των ομοφυλόφιλων, των ρομά, όσων είχαν κάνει μεταπτυχιακές σπουδές… Άμα δεν απειλούσε η Κρήτη με ανεξαρτητοποίηση, δεν ξέρω πότε θα ξεφορτωνόμασταν εκείνους τους ουρακοτάγκους… Δεν βαριέσαι. Και πού επανήλθε η δημοκρατία, δεν βελτιώθηκαν θεαματικά τα πράγματα.
Το 2019, η κυβέρνηση παρουσίασε μεγαλόπνευστο δήθεν σχέδιο για την εκποίηση του συνόλου της δημόσιας περιουσίας σε κονσόρτσιουμ πολυεθνικών. Μονάχα έτσι, μάς εγγυήθηκαν, θα ξανάμπαινε μπροστά η οικονομία, θα βελτιωνόταν η καθημερινότητά μας. Αρχίδια! Ό,τι ελκυστικό διέθετε η χώρα, απ’την Ακρόπολη και την Σαντορίνη έως το Κολωνάκι και την παραλία της Θεσσαλονίκης, ιδιωτικοποιήθηκε και περιφράχτηκε. Ολόκληρες κατηγορίες πληθυσμού –η δική μου πρώτ’απ’όλα γενιά- κρίθηκαν μη παραγωγικές και κυριολεκτικά εξορίστηκαν στην ύπαιθρο για να μετεκπαιδευθούν τάχα σε αγροτικές εργασίες.
Η Αριστερά, στο μεταξύ, επένδυε στα βάσανα μας προσδοκώντας την επανάσταση. «Όσο χειρότερα, τόσο καλύτερα» ήταν η ανεπίσημη πολιτική γραμμή της. Πράγματι, τον Ιούνιο του 2021, ύστερα από τρεις βδομάδες γενικής απεργίας, πέτυχε σαρωτική εκλογική νίκη. 51% πήρε, τύφλα να’χει ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1981. Και τι το όφελος; Στα ίδια σκατά παραμείναμε. Μόνο που οι «σύντροφοι» τα πασπάλιζαν με μαρξιστικά ρητά και με αντάρτικα, με ψαγμένη τάχαμου ενορχήστρωση.
Από το 2025 και έπειτα, η κατάσταση σταθεροποιήθηκε. Οι γέροι βρίσκονταν πιά στα νεκροταφεία, οι νέοι δεν θυμόντουσαν ευτυχισμένες –άνετες έστω- μέρες. Η Ευρώπη είχε κι εκείνη θλιβερά παρακμάσει. Δεν είχαμε ούτε πού να στραφούμε ούτε όμως και με τι να συγκρίνουμε το χάλι μας… Μάθαμε να τη βγάζουμε έτσι.»
«Σάς ενοχλεί που είστε ζητιάνος;» με ρώτησε η Λίντα Χο, με τη γνωστή κινέζικη αγαρμποσύνη.
«Κάθε άλλο! Θεωρώ υπ’αυτές τις συνθήκες την επαιτεία καλλιτεχνική σχεδόν δραστηριότητα.»
«Τι σας έχει λείψει όλα αυτά τα χλόνια πιο πολύ;»
Κοίταξα γύρω μου και ύστερα την κάρφωσα στα μάτια. «Εάν ήμουν εβδομήντα, θα σού έλεγα το σεξ. Στα ογδόντα μου, έχω ευτυχώς πολύ πιο ήπιες απαιτήσεις. Η ΙΟΝ Αμυγδάλου.»
Φώναξε έναν σερβιτόρο, τον χαρτζιλίκωσε και τον έστειλε στο περίπτερο. Η γεύση της σοκολάτας δεν έχει αλλάξει. Την καταβρόχθισα με τρεις μπουκιές πανευτυχής. Μασούλησα και λίγο αλουμινόχαρτο.-
σχόλια