25 ολόκληρα χρόνια η Πειραματική Σκηνή της Τέχνης στεγαζόταν στο θέατρο Αμαλία και ήταν σημείο αναφοράς για το θέατρο στη Θεσσαλονίκη.
Πολλοί ηθοποιοί ξεκίνησαν από εκεί και έφυγαν στην Αθήνα (πχ. η Σοφία Φιλιππίδου, ο Νίκος Σεργιανόπουλος, η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη), πολλοί έμειναν και έπαιξαν - και παίζουν ακόμα στις παραστάσεις.
Για ευνόητους οικονομικούς λόγους η Πειραματική έφυγε πρόπερσι οριστικά απ' το Αμαλία.
Έχω άπειρες αναμνήσεις. Θέατρο με την οικογένεια, παραστάσεις της Θεατρικής Άνοιξης απ' όλο τον κόσμο, αντικείμενα απ' το Κωστή ως props, μονόλογοι της Ελένης Δημοπούλου, συγκλονιστικά έργα - μόλις θυμήθηκα πως ένα απ' τα πρώτα μου ραντεβού έλαβε χώρα σε μια παράσταση της Οδύσσειας ένα κρύο Κυριακάτικο πρωινό του 2001, εκεί.
Η πιο αγαπημένη μου στιγμή όμως εκεί, ήταν το 1995: Η παράσταση "Μη Σκοτώνεις τη Μαμά" της Σάρλοτ Κήτλυ (με τις Λυδία Φωτοπούλου, Ελένη Δημοπούλου, Έφη Σταμούλη, Κυριακή Ματσακίδου) που την είχα δει δύο φορές - και θα έδινα τα πάντα για να την ξαναδώ και τώρα.
Η Έφη Σταμούλη, απ' τις σημαντικότερες μορφές της Πειραματικής, πρωταγωνιστεί στην νέα παράσταση της Πειραματικής, και μ' αυτήν την ευκαιρία, ζήτησα απ' την Τατιάνα Λιάνη να μιλήσει μαζί της αλλά και να γράψει ένα κείμενο-εισαγωγή για τη συνέντευξη. Ευχαριστώ θερμά και τις δύο.
===
«Η Επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας» στη Θεσσαλονίκη: Μια παράσταση της Πειραματικής Σκηνής της Τέχνης (και μια συνομιλία με την Έφη Σταμούλη)
Την μαύρη κωμωδία του Ελβετού Φρίντριχ Ντύρενματ «Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας» την είχα πρωτοδεί στο σχολείο μου τη δεκαετία του '80 (η καλύτερή μου φίλη έπαιζε ένα δέντρο!) και με είχε, πραγματικά, εντυπωσιάσει.
Πριν λίγες μέρες την ξαναείδα στο Δημοτικό Θέατρο Καλαμαριάς, σε σκηνοθεσία της Έρσης Βασιλικιώτη με την Έφη Σταμούλη και τον Δημήτρη Ναζίρη στους πρωταγωνιστικούς ρόλους και μ' εντυπωσίασε, όπως ήταν αναμενόμενο, πολύ περισσότερο. Είναι ένα δυνατό, ανατρεπτικό έργο και η παράσταση της Πειραματικής Σκηνής της Τέχνης είναι μια παράσταση φρέσκια, καίρια, ουσιαστική. Από την εξαιρετική (όπως πάντα) μουσική του Κώστα Βόμβολου μέχρι τα ευρηματικά σκηνικά, τα κοστούμια και τους φωτισμούς, η παράσταση ευτύχησε σε όλους τους τομείς: σκηνοθετικά, υποκριτικά, σκηνογραφικά.
Η ιστορία είναι φαινομενικά απλή: Η κωμόπολη του Γκύλεν βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, οι επιχειρήσεις κλείνουν η μία μετά την άλλη, η ανεργία μαστίζει τους καταχρεωμένους, απελπισμένους κατοίκους και μόνο μία ελπίδα φαίνεται στον ορίζοντα: η Κλαίρη Ζαχανασιάν. Η πλουσιότερη γυναίκα του κόσμου, που επιστρέφει για μια σύντομη επίσκεψη στη γενέτειρά της και δέχεται να βοηθήσει το Γκύλεν – μ' έναν αδιανόητο, όμως, όρο. Ή, μήπως, όχι και τόσο αδιανόητο;
Το γαϊτανάκι των κωμικοτραγικών σκηνών που ακολουθούν δίνει στην Έφη Σταμούλη, στον Δημήτρη Ναζίρη και στους άλλους εξαιρετικούς ηθοποιούς (Βούλγαρη, Δανιηλίδη, Δημητριάδη, Καρακώστα, Μεβουλιώτη, Παπαδόπουλο, Παπαϊωάννου, Τζαφέρη, Φράγκογλου) την ευκαιρία να μας χαρίσουν μια απολαυστική παράσταση, από αυτές που σπανίζουν πια, δυστυχώς, στη Θεσσαλονίκη. Βγαίνοντας από το θέατρο σκεφτόμουν για μια ακόμα φορά κάτι που λέω όποτε βλέπω μια κακή παράσταση στο Κρατικό (και η αλήθεια είναι ότι είδα καναδυό τελευταία!): ότι από τη δεκαετία του '80 που παρακολουθώ την Πειραματική έχω δει πολλές παραστάσεις εκπληκτικές, πολύ καλές, καλές και λίγες μέτριες.
Δεν μπορώ να θυμηθώ όμως παραστάσεις κακές, παραστάσεις που βγαίνοντας να μετανιώνεις για το χρόνο και τα χρήματα που ξόδεψες. Δεν είναι τυχαίο ότι την Πειραματική την έχω συνδέσει με μερικές από τις πιο όμορφες αναμνήσεις μου: την πρώτη επίσκεψη στο θέατρο με τη μαμά μου, την τελευταία φορά που είδα στο φουαγέ της τον δάσκαλό μου Πάνο Μουλλά, τα βράδια μετά τις παραστάσεις της Θεατρικής Άνοιξης που κατέβαινα με τις φίλες μου την Αρχαιολογικού Μουσείου και ανασαίναμε ευτυχισμένες το ανοιξιάτικο αεράκι, τις παραστάσεις της στην Αθήνα στο Ανοιχτό Θέατρο, όπου πήγαινα γεμάτη καμάρι τους Αθηναίους φίλους μου.
Η έξωση της Πειραματικής Σκηνής από το Θέατρο Αμαλία ήταν μεγάλο πλήγμα για τη Θεσσαλονίκη, καθώς χάθηκε ένα καταφύγιο, ένα σημείο αναφοράς για την πόλη. Παρά τις αρχικές σκέψεις για ολοκληρωτική διάλυση, όμως, η αλληλεγγύη του κόσμου και μια έκτακτη οικονομική ενίσχυση από το Δήμο Θεσσαλονίκης, οδήγησε την Πειραματική να αναζητήσει εναλλακτικούς τρόπους παρουσίας στα θεατρικά πράγματα της πόλης.
Και δικαιώθηκε: με τις νομαδικές παραστάσεις της, τη «Χρυσή πόλη» στον Παλιό Σιδηροδρομικό Σταθμό, τον επί μακρόν (και δικαιότατα) sold out "Βυσσινόκηπο" στη Βίλα Καπαντζή, τις "Ευτυχισμένες Μέρες" στο Άνετον, και την "Επίσκεψη" τώρα, η Πειραματική συνεχίζει να μας δίνει την ευκαιρία να απολαμβάνουμε καλό θέατρο. Όχι χωρίς κόστος. Το κράτος έχει κόψει κάθε επιχορήγηση, αφού πρώτα η πολύχρονη ασυνέπειά του και η αδιαλλαξία των ιδιοκτητών του Αμαλία οδήγησε την Πειραματική στα δικαστήρια για υπόλοιπα ενοικίων. Σε μερικές βδομάδες εκκρεμεί ακόμα ένα δικαστήριο, έτσι η Πειραματική δεν μπορεί να κάνει σχέδια για το μέλλον. Και μια υποσημείωση: το Αμαλία παραμένει (φυσικά) ξενοίκιαστο. Εδώ και δύο χρόνια.
Η συνομιλία με την Έφη Σταμούλη που ακολουθεί, έγινε μια Παρασκευή μεσημέρι στο Τμήμα Θεάτρου του ΑΠΘ. Θα ήθελα να είναι παρών και ο Δημήτρης Ναζίρης, αλλά ντράπηκα να του το ζητήσω. Όπως ντρεπόμουν τόσα χρόνια που ήθελα να μεταφράσω κείμενα για τα αγαπημένα μου «Θεατρικά Τετράδια» της Πειραματικής, να πλησιάσω τον Νικηφόρο Παπανδρέου και να του το προτείνω.
Φέτος που γνώρισα όλους αυτούς τους ανθρώπους, που τόσο δικούς μου ένιωθα από μακριά, χάρηκα γιατί συνέβη κάτι που δεν είναι καθόλου αυτονόητο: δεν απογοητεύτηκα, αλλά, αντίθετα, τους εκτίμησα ακόμα περισσότερο. Για την ακεραιότητα, για την καλλιέργεια, για την εργατικότητα, για την καλοσύνη και, πάνω απ' όλα, για το χιούμορ τους. Το οποίο μπορείτε ν' απολαύσετε κι εσείς αν σπεύσετε στην «Επίσκεψη της γηραιάς κυρίας» μέχρι τις 6 Απριλίου!
Πληροφορίες: Πειραματική Σκηνή της Τέχνης: «Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας» στο Δημοτικό Θέατρο Καλαμαριάς «Μελίνα Μερκούρη». Παραστάσεις: από Τετάρτη ως Σάββατο στις 9 μ.μ., Κυριακή στις 7 μ.μ. Πληροφορίες και κρατήσεις θέσεων: τηλ. 2310.860708 κάθε πρωί 11.00-14.00 και τηλ. 2310.458591 δύο ώρες πριν από την παράσταση. Τιμές εισιτηρίων: 15 ευρώ (κανονικό) και 10 ευρώ (φοιτητικό, ανέργων). Τετάρτη-Πέμπτη: 10 ευρώ και 8 ευρώ. Ατέλεια: 5 ευρώ.
Πώς επιλέξατε το έργο «Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας»; Ψάχνατε συνειδητά ένα έργο που να μπορεί να συσχετιστεί και με τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα;
Όσο υπήρχε το θέατρο «Αμαλία» και άρα ένα πλήρες ρεπερτόριο που περιλάμβανε 4-5 έργα το χρόνο, η επιλογή των έργων καθοριζόταν από πολλά κριτήρια. Το πόσο μας αρέσει ένα έργο, το αν οι δυνάμεις μας επαρκούν για μια σωστή διανομή, η ποικιλία θεμάτων και σκηνικών μορφών, η ισορροπία μεταξύ κλασικών και σύγχρονων έργων κλπ. Από τη στιγμή που μείναμε χωρίς στέγη και οι εμφανίσεις μας είναι πλέον σποραδικές, στα κριτήρια προστέθηκε ένα ακόμα, πολύ σημαντικό: το μοναδικό έργο της σεζόν δεν μπορεί παρά να σχετίζεται, άλλοτε άμεσα άλλοτε έμμεσα, με την κατάσταση την οποία βιώνουμε σήμερα. Έτσι ο «Βυσσινόκηπος» μιλούσε για τις απώλειες, τις μεγάλες και τις μικρές, για το ξερίζωμα, για το τέλος μιας εποχής, και τώρα η «Γηραιά Κυρία» μιλάει για τη διαβρωτική δύναμη του χρήματος, για τα «ιδανικά» και την «τιμή» τους, για την εποχή της χρεοκοπίας. Δεν εννοώ ότι αναζητούμε έργα που εικονογραφούν την επικαιρότητα (δεν πάμε στο θέατρο για να ξαναδούμε αυτά που μας κατέθλιψαν στο βραδινό δελτίο ειδήσεων), αλλά έργα που με κάποιο τρόπο, ενδεχομένως ποιητικό, αλληγορικό, διασταυρώνονται κάπου με τις έγνοιες της επικαιρότητας.
Το έργο, παρόλο που θα μπορούσε εύκολα να διολισθήσει στην ηθικολογία, διατηρεί μια ιδανική ισορροπία ανάμεσα στο τραγικό και στο κωμικό. Έχει εμφανείς επιρροές από την αρχαία τραγωδία, αλλά και έξοχες γκροτέσκες πινελιές. Η σκηνοθεσία επέλεξε να προβάλει αυτό το γκροτέσκο με σαφείς αναφορές στα καρέ των κόμικ. Πως ήταν η διαδικασία της δημιουργίας επί σκηνής μιας «ζωής σε δύο διαστάσεις»;
Από την πρώτη στιγμή η Έρση Βασιλικιώτη είδε το έργο σαν κόμικ. Η σκληρότητα, ο κυνισμός, το επιθετικό χιούμορ, οι γκροτέσκες φιγούρες που υπάρχουν στο κείμενο οδήγησαν τη σκηνοθεσία σε μια εμφατική αφήγηση χωρίς αποχρώσεις συναισθημάτων, μια αφήγηση γραμμική που παρέπεμπε σε σκίτσα.
Προσπαθήσαμε να βρούμε την όψη και τον ήχο των προσώπων που παραπέμπουν σε καρτούν, κρατώντας όμως το στίγμα του κοινωνικού τους τύπου. Η Κλαίρη Ζαχανασιάν και η «τερατώδης συνοδεία» της ήταν η αφετηρία. Ο Κόμπυ και ο Λόμπυ, οι δύο ευνούχοι συνοδοί της που μιλούν ταυτόχρονα, ο μπάτλερ-μπράβος και η ίδια με το ξύλινο πόδι και το ψεύτικο χέρι της, έδωσαν τις πρώτες εικόνες.
Πολύ γρήγορα προστέθηκε το στοιχείο της «μεταλλικής φωνής» της Ζαχανασιάν και σιγά σιγά το τοπίο άρχισε να ξεκαθαρίζει. Οι κάτοικοι του Γκύλεν, ο καθένας με τη φωνή και την κίνησή του, άρχισαν να μπαίνουν μέσα στα καρέ. Η διαμόρφωση του σκηνικού, που παραπέμπει κι αυτό σε κόμικ, με ένα μεγάλο κινούμενο τετράγωνο πλαίσιο που «περιγράφει» την κάθε σκηνή, ήταν καθοριστική για το υποκριτικό ύφος. Η «ζωή σε δύο διαστάσεις», χωρίς βάθος συναισθημάτων, σκληρή, επίπεδη, γραμμική. Μόνη εξαίρεση, ο Άλφρεντ Ιλ. Πιο ανθρώπινος, πιο σύνθετος, φοβισμένος, θύμα και θύτης του εαυτού του.
Διάβασα στο σημείωμα του Νικηφόρου Παπανδρέου στο πρόγραμμα ότι ο συγγραφέας τόνισε πως η ιστορία αυτή γράφτηκε από κάποιον που «δεν αισθάνεται διαφορετικός από τους κατοίκους της μικρής πόλης, ούτε είναι σίγουρος ότι θα ενεργούσε διαφορετικά από αυτούς». Είναι, τελικά, η πρόταση της Κλαίρης Ζαχανασιάν μια πρόταση που δεν θα μπορούσε καμιά κοινωνία ν’ αρνηθεί σε περίοδο κρίσης; Είναι οι αρχές του ουμανισμού, τις οποίες συνέχεια επικαλείται ο δάσκαλος, «αρχές πολυτελείας», αρχές που έχουν εφαρμογή μόνο σε περιόδους ευμάρειας;
Ο Ντύρενματ θέλει προφανώς να πει ότι δεν είναι δικαστής των ηρώων του, δεν θέλει να τους δώσει μαθήματα συνέπειας, κανείς δεν ξέρει ποιες θα είναι οι δικές του αντοχές όταν τα πράγματα γίνουν αφόρητα. Από την άλλη, ο Μπρεχτ, αν θυμάμαι καλά, λέει κάπου «ότι τα πάντα αγοράζονται αρκεί κανείς να ορίσει τη σωστή τιμή». Εύκολα είσαι ακέραιος, αξιοπρεπής, θαρραλέος όταν τα προβλήματα είναι «εύκολα». Πολύ συχνά σκέφτομαι αυτούς που σε άλλες εποχές αναγκάστηκαν να υπογράψουν δήλωση μετανοίας, είτε για φοβήθηκαν πολύ, είτε γιατί δεν άντεξαν τα βασανιστήρια, είτε γιατί ήθελαν κάποιους άλλους να προστατέψουν. Πόσο εύκολο είναι να καταδικάσεις κάποιον από μακριά.
Πόσο εύκολο είναι να κουνήσεις το δάχτυλο από τον καναπέ. Από την άλλη, προφανώς υπάρχουν και αυτοί που άντεξαν, που βρήκαν το κουράγιο να αντισταθούν, και δεν είναι λίγοι. Αλλά το «εγώ δεν θα το ’κανα αυτό ποτέ» το βρίσκω πολύ μεγάλη κουβέντα. Και έλλειψη σεμνότητας. Όσο για τις αρχές του διαφωτισμού και του ουμανισμού, ο συγγραφέας αλλού ειρωνεύεται την υποκριτική τους χρήση και αλλού θλίβεται για την ανημπόρια τους.
Στη σκηνή συνυπάρχετε με κάποιους φοιτητές σας από το Τμήμα Θεάτρου του ΑΠΘ. Πώς είναι αυτή η εμπειρία;
Τα τελευταία χρόνια συνέβη συχνά να συνεργαστώ με κάποιους φοιτητές μου, ή, για να είμαι ακριβέστερη, με κάποιους που υπήρξαν φοιτητές μου. Είναι μια πολύ αναζωογονητική εμπειρία. Υπάρχει ένας ήδη κατακτημένος κώδικας επικοινωνίας, η συνύπαρξη πάνω στη σκηνή είναι μεγάλη χαρά, θαρρώ και γι’ αυτούς. Το άλλο που είναι ιδιαίτερα δημιουργικό είναι όταν με σκηνοθετούν παλιοί μου φοιτητές. Η σχέση δασκάλου-μαθητή ίσως εξακολουθεί να υπάρχει κάπου βαθιά, αλλά με κάποιο τρόπο αντιστρέφεται μια κι ο σκηνοθέτης είναι ο υπεύθυνος της «διδασκαλίας» του έργου, αυτός που έχει τον τελευταίο λόγο.
Πείτε μας δυο λόγια για την ίδρυση της Πειραματικής Σκηνής και τα πρώτα χρόνια της.
Όταν το 1979 ξεκινήσαμε αυτήν την περιπέτεια ήμασταν όλοι 22-23 χρονών παιδιά. Και ο Νικηφόρος Παπανδρέου, που είχε την ιδέα και την πρωτοβουλία, μόλις 36. Ούτε στο πιο τρελό μας όνειρο δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι αυτό το ταξίδι θα ήταν τόσο μακρύ και τόσο συναρπαστικό. Ξεκίνησε από μια ανάγκη μερικών μόλις αποφοίτων της δραματικής σχολής να δουλέψουν μαζί μέσα σε συνθήκες αλληλοσεβασμού, ομαδικότητας και νεανικής ανεμελιάς, και κατέληξε να έχει μια τριανταπεντάχρονη διάρκεια. Πάντως την ανάγκη που μας οδήγησε τότε να φτιάξουμε τη «δική μας ομάδα» την ακούω τα τελευταία χρόνια της κρίσης όλο και πιο συχνά απ’ το στόμα νέων παιδιών που ξεκινούν τη θεατρική τους ζωή, κι αυτό είναι πολύ ελπιδοφόρο.
Το ρεπερτόριο της Πειραματικής ισορροπεί ιδανικά ανάμεσα στο κλασικό και στο πρωτοποριακό, ενώ συστήσατε πρώτοι στο ελληνικό κοινό μια σειρά από σημαντικότατους θεατρικούς συγγραφείς, που βρήκαν μετά το δρόμο και για άλλες ελληνικές σκηνές. Με ποια διαδικασία επιλέγετε τα έργα που ανεβάζετε στην Πειραματική;
Πράγματι το δραματολόγιο ισορροπούσε ανάμεσα στο κλασικό και στο εντελώς καινούργιο. Όπως είπα και στην αρχή της κουβέντας μας, αυτό συνέβαινε όταν το ρεπερτόριο μιας σαιζόν το αποτελούσαν τέσσερα, πέντε, καμιά φορά και έξι έργα. Είχαμε την πολυτέλεια να ανεβάζουμε και έργα που ξέραμε ότι δεν είναι «πιασάρικα» αλλά που νιώθαμε πως είχαμε λόγο να καταπιαστούμε μαζί τους. Και παράλληλα έργα κλασικά που πάντοτε τα έχουν ανάγκη θεατές και θεατρίνοι. Έτσι με τα χρόνια δημιουργήθηκε ένα ενδιαφέρον ρεπερτόριο.
Τόσα χρόνια που παρακολουθώ την Πειραματική έχω την αίσθηση ότι οι δημοφιλέστερες παραστάσεις της, αυτές που δυσκολευόμουν να βρω θέση, αυτές που το κοινό χειροκροτούσε όρθιο στο τέλος, ήταν πάντα κωμωδίες: το «Με δύναμη απ’ την Κηφισιά», για παράδειγμα, και το «Σώσε» είναι οι πρώτες που μου έρχονται στο μυαλό. Είναι όντως έτσι; Και αν ναι, που πιστεύετε ότι οφείλεται αυτό: στη σύνθεση των συγκεκριμένων παραστάσεων ή στην ανάγκη του κοινού να γελάσει;
Η αλήθεια είναι ότι οι πολύ μεγάλες εισπρακτικές επιτυχίες ήταν συνήθως κωμωδίες. Το να γελάς με την ψυχή σου είναι πολύ λυτρωτικό, και όχι μόνο σε δύσκολες εποχές. Άλλωστε, η κρίση ήταν πολύ μακριά όταν ανεβάσαμε το «Σώσε» ή την «Κηφισιά» ή το «Απόψε τρώμε στης Ιοκάστης». Υπήρξαν όμως και παραστάσεις ιδιαιτέρως εμπορικές με έργα που δεν το περιμέναμε.
Θυμάμαι το θέατρο να γεμίζει ασφυκτικά στο «Κάτω από το γαλατόδασος» του Ντύλαν Τόμας, ένα εξόχως ποιητικό κείμενο, στον «Κύκλο με την κιμωλία» σε εποχές που ήταν της μόδας να θεωρείται ο Μπρεχτ «ξεπερασμένος», για να μην αναφερθώ στα πρώτα χρόνια της Πειραματικής όταν ανεβάσαμε τις «Νύχτες χαμένων ερώτων», ένα ελεγειακό τρίπτυχο του Γιούκιο Μισίμα που πιστεύαμε πως θα ενδιέφερε εμάς και πέντε ακόμα θεατές, και αποδείχθηκε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία. Άρα συνταγή για το τι είναι ή τι δεν είναι εμπορικό, δεν υπάρχει.
Ποιες παραστάσεις της Πειραματικής θυμάστε με μεγαλύτερη αγάπη και γιατί; Και ποιους ρόλους σας αγαπήσατε περισσότερο;
Πολλές, για πολλούς και εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους λόγους (μάλλον άσχετους από το ρόλο που έπαιζα). Το «Περιμένοντας τον Γκοντό» γιατί ήμουν μόλις 25 χρονών και τότε άρχιζα να γνωρίζω καλά τον Νίκο Χουρμουζιάδη. Το «Τρίο σε μι μπεμόλ» για τη σκηνική χημεία που πρωτοανάκαλυψα ότι έχω με τον Δημήτρη Ναζίρη, το «Κάτω από το γαλατόδασος» για τη μαγική στιγμή όπου βρέθηκαν όλοι οι συντελεστές του και για την αλησμόνητη ερμηνεία του αξέχαστου Χρήστου Αρνομάλλη. Το «Σώσε» για την δυσκολία των προβών και το αδιανόητα μεγάλο γέλιο των θεατών. Τον «Βυσσινόκηπο» για την πρωτόγνωρη, από κάθε άποψη, εμπειρία που μας χάρισε το έργο στη Βίλα Καπαντζή. Όσο για τους ρόλους, αυτό που μπορώ με σιγουριά να πω, είναι ότι οι πιο αγαπημένοι μου δεν είναι αυτοί που ονειρευόμουνα να παίξω όταν ήμουν στη Δραματική Σχολή.
Από την Πειραματική Σκηνή ξεκίνησαν πολλοί ηθοποιοί, που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία όταν κατέβηκαν στην Αθήνα: ο Νίκος Σεργιανόπουλος, η Καριοφυλλιά Καραμπέτη, η Σοφία Φιλιππίδου. Εσείς, ευτυχώς για εμάς, επιλέξατε να παραμείνετε στη Θεσσαλονίκη. Υπήρξαν στιγμές που μετανιώσατε γι’ αυτή την επιλογή σας;
Κάτι χάνει και κάτι κερδίζει κανείς, κάθε φορά, απ’ τις επιλογές του. Όταν, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, έπρεπε να αποφασίσω την κάθοδό μου ή όχι στην Αθήνα, εκείνο που ήθελα ήταν η απόφασή μου να μείνω στην Θεσσαλονίκη να είναι απόλυτα συνειδητή. Να μη γυρίσω κάποτε και πω στον εαυτό μου: «άλλα ήθελες κι άλλα έκανες». Σίγουρα, υπήρξαν στιγμές πικρίας, ακόμα και θυμού. Αλλά αν γυρνούσε η ζωή μου πίσω, πάλι αυτό το χαρτί θα έπαιζα, της Θεσσαλονίκης.
Η αναγκαστική αποχώρησή σας από το θέατρο «Αμαλία» πέρσι υπήρξε, φαντάζομαι, από τις πιο δύσκολες στιγμές της πορείας της Πειραματικής. Εκ των υστέρων, μπορείτε να σκεφτείτε κάποια θετικά στοιχεία που προέκυψαν από αυτό το «τέλος εποχής»;
Η απώλεια του θεάτρου ήταν εξαιρετικά οδυνηρή. Ένα ξερίζωμα, ένα αναγκαστικό, κι αυτό είναι το χειρότερο, τέλος εποχής. Αυτή η απώλεια μας χάρισε βέβαια έναν «Βυσσινόκηπο», μας ώθησε σε αναζήτηση εναλλακτικών προτάσεων, κι αυτό δεν μπορεί παρά να έχει και τις θετικές του πλευρές. Αλλά κακά τα ψέματα, ένας επαγγελματικός θίασος ρεπερτορίου και μια εστία συνεχούς πολυφωνικής παραγωγής έλειψαν από την πόλη. Εννοείται ότι το ζήτημα αυτό δεν αφορά μόνον εμάς, είναι γενικότερο: η κατάργηση των θεατρικών επιχορηγήσεων κοστίζει ακριβά, η ζημιά σε πνευματικό επίπεδο (αλλά και σε οικονομικό) είναι πολύ μεγαλύτερη από τα ψίχουλα που εξοικονομούνται.
Παρόλο που η Θεσσαλονίκη γέννησε αρκετές μικρές ταλαντούχες θεατρικές ομάδες, καμία δεν κατάφερε να εδραιωθεί με τον τρόπο που το έκανε η Πειραματική. Γιατί πιστεύετε ότι συνέβη αυτό;
Η Πειραματική είχε δύο μεγάλες ιδιαιτερότητες σε σχέση με άλλα θεατρικά σχήματα. Η μία λέγεται Νικηφόρος Παπανδρέου. Μπορεί να ακούγεται γελοίο να το λέω εγώ αυτό, αλλά είναι απόλυτα αληθές, τολμώ να πω αντικειμενικό. Στον Νικηφόρο οφείλεται η μακροβιότητα του θιάσου. Αφ’ ενός στο χαρακτήρα του, που είναι από τη φύση του ενωτικός, και αφ’ ετέρου στο γεγονός ότι λειτουργούσε πάντοτε ως στοιχείο ισορροπίας, κυματοθραύστης στις όποιες διαφωνίες και εντάσεις που μοιραία προκύπτουν μεταξύ ηθοποιών ή συντελεστών. Σε στιγμές κρίσης υπήρχε εκεί κάποιος που όλοι αποδέχονται, σέβονται, εμπιστεύονται. Η άλλη μεγάλη ιδιαιτερότητα είναι η σκηνοθετική πολυφωνία: η Πειραματική δεν υπήρξε σε καμιά περίοδο θίασος του ενός και μοναδικού σκηνοθέτη, υπήρξε πάντα θίασος ηθοποιοκεντρικός. Αυτό ανεξάρτητα από την καθοριστική σημασία που είχαν για το καλλιτεχνικό μας πρόσωπο οι σπουδαίοι σκηνοθέτες, σκηνογράφοι και μουσικοί που μοιράστηκαν αυτήν την περιπέτεια, συμβάλλοντας αποφασιστικά και στη μακροβιότητά της.
Στις παραστάσεις της Πειραματικής, όπως άλλωστε και του Κρατικού, έχω την αίσθηση ότι το κοινό αποτελείται κυρίως από θεατές μέσης ηλικίας. Είναι έτσι; Και αν ναι, πως εξηγείται το γεγονός ότι σε μια πόλη γεμάτη φοιτητές, η νεότερη γενιά απουσιάζει απ’ το θέατρο;
Αυτό, δυστυχώς, είναι αλήθεια. Και λέω δυστυχώς γιατί το θέατρο, όπως άλλωστε και η κάθε μορφή τέχνης, έχει ανάγκη τη φρέσκια ματιά της νεολαίας. Γι’ αυτό, όμως, πιστεύω πως ευθύνονται και οι δύο πλευρές. Εξηγούμαι: μια νεαρή ομάδα, όπως κάποτε υπήρξε η Πειραματική, αρχίζει και καταξιώνεται όταν δεν την παρακολουθούν πια μόνο νέοι, όταν αρχίζει να αυξάνεται ο μέσος όρος ηλικίας των θεατών της. Αυτό όμως ενέχει τον κίνδυνο να οδηγηθεί ο θίασος σε μια πιο συντηρητική πολιτική ρεπερτορίου και παραστάσεων. Τώρα που το σκέφτομαι, αυτό κινδυνέψαμε να το πάθουμε πριν από κάποια χρόνια. Εκεί έρχεται η ανάγκη της ανανέωσης, κατ’ αρχάς σε επίπεδο νέων προσώπων. Από την άλλη, αν δεν κρατήσεις μια ισορροπία κινδυνεύεις να βρεθείς στο άλλο άκρο, να χάσεις τη συνέχεια και την «ιστορία», που σου δίνουν συνοχή και αντοχή στο χρόνο. Πέρα όμως από την ευθύνη τη δική μας, δεν μπορώ παρά να σημειώσω μια απροθυμία γενικώς από την πλευρά του νεανικού κοινού να πάει στο θέατρο. Οι νέοι της εποχής μας είναι αρκετά δύσπιστοι σε ό,τι δεν προέρχεται από τους συνομηλίκους τους. Και δεν έχουν πάντοτε δίκιο.
Θα ήθελα να ολοκληρώσουμε αυτή τη συνομιλία με δύο προσωπικές ερωτήσεις: Που παίρνετε τις ανάσες αισιοδοξίας σας σήμερα και πόσο αισιόδοξη είστε, γενικότερα, για την κατάσταση στην Ελλάδα;
Παρ’ όλο που κινδυνεύω να φανώ αντιφατική, σε σχέση με την προηγούμενή μου απάντηση, τις όποιες ανάσες αισιοδοξίας τις παίρνω από την επαφή μου με τους νέους, με τους φοιτητές μου. Η γενιά αυτή, που μεγαλώνει μέσα στην απόλυτη απουσία προοπτικής, έχει πολύ πείσμα, πολλή φαντασία και πάρα πολλή δημιουργική ορμή. Η ανασφάλεια τούς οπλίζει με κάτι πολύ δημιουργικό. Απ’ αυτό δεν μπορεί παρά να προκύψει κάτι καλό. Όσο για την γενικότερη κατάσταση στην Ελλάδα, όχι μόνο δεν είμαι αισιόδοξη, αλλά θα έλεγα ότι είμαι «απελπιστικά απελπισμένη». Είναι αντιφατικά αυτά που λέω, αλλά έτσι ακριβώς αισθάνομαι.
Και, τέλος, ποια είναι τα αγαπημένα σας βιβλία;
Δυστυχώς διαβάζω μόνο το καλοκαίρι. Ξεκινώ πάντα τις διακοπές μου με μια στοίβα βιβλίων που μαζεύω όλο το χειμώνα. Διαβάζω περισσότερο ελληνική λογοτεχνία, αλλά θυμώνω γι’ αυτήν την προτίμηση μου κάθε φορά που διαβάζω ένα ξένο μυθιστόρημα. Αυτή την εποχή ένα από τα βιβλία που περιμένει πρώτο στη σειρά είναι η «Λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων» του Jean-Michel Guenassia. Αλλά εκείνο που συστήνω ανεπιφύλακτα είναι ένα ποιητικό ανθολόγιο, το «D.J. – tracks 1-45: σύντομη ιστορία του λυρισμού” στις εξαιρετικές μεταφράσεις του Διονύση Καψάλη και του Γιώργου Κοροπούλη. Αυτές τις μέρες άρχισα να το ξαναδιαβάζω, ένα ποίημα κάθε πρωί.
σχόλια