Πες μας Λάζαρε τι είδες
εις τον Άδη που επήγες.
Είδα φόβους, είδα τρόμους,
είδα βάσανα και πόνους,
δώστε μου λίγο νεράκι
να ξεπλύνω το φαρμάκι.(..)
Λένε πως το χειλάκι του Λάζαρου δεν έσκασε χαμόγελο μετά την Ανάσταση. Κεφάλι σκυμμένο, σκυθρωπός, δεν ήθελε και πολλά πολλά με τους χαρούμενους. Μια φορά (λένε πάλι), μόνο μια φορά δεν κρατήθηκε - αυτόπτης στην κλεψιά μιας στάμνας από έναν φτωχοδιάβολο που έτρεχε πανικόβλητος: για δες, το ένα χώμα κλέβει το άλλο, είπε, κι έπιασε να γελάει με δάκρυα για καμμιά ώρα.
Λένε πως ο Λάζαρος ήταν πολύ θυμωμένος μετά την Ανάσταση. Και με τη Μαρία και με τη Μάρθα και με Εκείνον. Αν δεν έρθεις τώρα, μην έρθεις ποτέ (λένε πάλι) πως ψέλλισε λίγο πριν πεθάνει για πρώτη φορά. Περίμενε, περίμενε κι Εκείνος καθυστερούσε καθυστερούσε- δεν κάνουν έτσι οι φίλοι, μουρμούρισε μες στον πυρετό του.
Λένε πως τα αιώνια δείματα που είδε στον μπαξέ του Χάροντα δεν μπόρεσε ούτε το δεύρο έξω να τα σβήσει. Στο μυαλό του γύριζαν τα κλάμματα και τα πλαντάγματα κι οι αρραβώνες μέσα στο μαύρο πηγάδι κι οι μπρούτζινες αμπάρες κι οι σιδερένιες πόρτες.
Λένε πως ποτέ δε μίλησε για όλα αυτά. Ήξερε πως ο καλύτερος του φίλος έχτιζε μια νέα θρησκεία κι έπρεπε να γίνει η πρώτη πέτρα στα θεμελιώματα. Λιγομίλητος και βαρύς, με τη μυρωδιά απ' τα σάβανα να μη λέει να φύγει απ' τα ρουθούνια του.
Πολλά λένε. Πολλά είπαν. Πολλά θα πουν.
Λίγη σημασία έχουν τώρα πια.
Το θαύμα έγινε - Εκείνος επί πώλου όνου θα μπει την επόμενη με Ωσαννά στα Ιεροσόλυμα.
σχόλια