ΣΕ ΦΡΟΝΤΙΖΕΙ ΣΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ
Δεν με επέβαλε κανένα κόμμα, δεν είμαι το ρουσφέτι κανενός.
Ο ίδιος ο δήμαρχος με σκέφτηκε και μού το πρότεινε στα ίσα πριν από δύο μήνες ακριβώς. Με φώναξε ένα απόγευμα να ανέβω στον έκτο. Εκεί στεγάζεται, ευάρεα, ευήλια και πολυτελέστατα. Το μαγαζί το δικό μου είναι στο ισόγειο του μεγάρου. Ίσαμε τότε δεν είχαμε πολλά-πολλά, μια ξερή καλημέρα όποτε διασταυρωνόμασταν. Τού κρατούσα –μεταξύ μας- και κάποια πίκα επειδή και για τη μάνα και για τον πατέρα και για την πεθερά του ακόμα είχε προτιμήσει άλλο γραφείο. Οι πιό πολλοί στη γειτονιά έρχονται σε μένα δίχως σκέψη.
Η γραμματέας με οδήγησε σε ένα δωμάτιο συνεδριάσεων με ένα μεγάλο στρογγυλό τραπέζι, γκραβούρες στους τοίχους και πολλά κρυστάλλινα τασάκια. Καπνίζει ο δήμαρχος αρειμανίως, ποτέ –εννοείται- μπροστά σε κόσμο ή στις κάμερες της τηλεόρασης. Είχε λυμμένη τη γραββάτα, σηκωμένα τα μανίκια - δεν έμοιαζε έτσι τόσο με δικηγόρο όσο με μάστορα. Με τύπο δηλαδή που μπορείς να εμπιστευτείς.
Μου σέρβιρε διπλό ουίσκι και μπήκε κατευθείαν στο ψητό: «Στις προσεχείς εκλογές, Δημήτρη μου» -το «μου» μού έκανε εντύπωση- «στις εκλογές του Μαϊου σκέφτομαι να διεκδικήσω τον δήμο μας. Να κατέβω υποψήφιος. Επικεφαλής υπερκομματικού συνδυασμού!»
Τον κοίταξα ουδέτερα, ούτε κρύο ούτε ζέστη. Όλοι αυτοί οι μεγαλογιατροί, μεγαλοδικηγόροι, μεγαλοεπαγγελματίες γενικά, έτσι και καβαντζάρουν τα εξήντα κι έχουν γερό κομπόδεμα στην άκρη, τους τρώει ο κώλος τους να ασχοληθούν με τα κοινά. Τι άλλο να κάνουν; Γκόμενες, λούσα, φράγκα τα’χουνε χορτάσει, τα παιδιά τους σπουδάζουν σε Αμερικές κι Αγγλίες, τη σύζυγό τους τη βαριούνται όσο τίποτα, κάπου πρέπει να εκτονωθούν…
«Με το καλό…» του είπα και χαμογέλασα τυπικά. «Θέλω να με στηρίξεις στον αγώνα μου!» σήκωσε τον τόνο και ζέστανε το χρώμα της φωνής του. «Μετά χαράς!» παρέμεινα ανυποψίαστος. «Δεν κατάλαβες, Δημήτρη. Δεν εννοώ να με ψηφίσεις ούτε να μού μοιράσεις ψηφοδέλτια. Θέλω να μπεις στο συνδυασμό μου!»
Έμεινα άναυδος. «Εγώ;» ρώτησα χαζά. «Ναι, εσύ Δημήτρη! Μήπως δεν είσαι πάππου προς πάππου από την προσφυγούπολη μας; Απ’τις χαμένες πατρίδες δεν ήρθαν οι δικοί σου, κουβαλώντας την ποντιακή λεβεντιά και τον τεμέτερον καημό; Και την τέχνη σας αλήθεια από εκεί την φέρατε;» «Ο προπαππούλης μου στην Τραπεζούντα ήταν μαραγκός…» του απάντησα. «Οι μαραγκοί τότε βέβαια έφτιαχναν κάθε είδους έπιπλα…» «Δεν αποτελείς μήπως υπόδειγμα επαγγελματία και οικογενειάρχη; Δεν σπεύδεις ανά πάσα ώρα στο πλευρό όποιου κι αν σε χρειαστεί;» «Δεν έχω όμως καμιά σχέση με την πολιτική…» «Ούτε και εγώ είχα, Μήτσο μου! Τέτοιους ανθρώπους σαν κι εμάς, απλούς κι αγνούς, χρειάζεται η πατρίδα σήμερα! Είδαμε τα καθίκια στην Βουλή και στα κόμματα σε τι χάλι μας έφεραν!»
Ζήτησα διορία το Σαββατοκύριακο για να το κουβεντιάσω με τους δικούς μου. Όταν το είπα στην Ματίνα, είχα ήδη λάβει την απόφαση μου: Να αρνηθώ. Της πήρε μισή ώρα σκάρτη για να με τουμπάρει. «Γιατί, ρε Μίμη; Καλύτεροι είναι οι άλλοι; Τι έχουν προσφέρει στο κάτω-κάτω οι άλλοι στην κοινωνία;» «Εγώ τι έχω προσφέρει;» «Ε πώς; Αναλαμβάνεις απόρους!» «Όλοι οι συνάδελφοι το κάνουν. Απόφαση του σωματείου μας…» «Ε και; Ποιος εκπροσωπεί επάξια τόσα χρόνια το επάγγελμά σας στη γειτονιά μας; Το οποίο δεν αποτελεί επάγγελμα αλλά λειτούργημα, το’χεις τονίσει στους γιούς σου επανειλημμένα…» «Για να μην νοιώθουν κόμπλεξ…» «Ενώ εγώ δεν σε πειράζει που έχω καταντήσει κομπλεξικιά! Κουράστηκα τόσα χρόνια να βλέπουν σαν τη γυναίκα του νεκροθάφτη! Δεν μού αξίζει να είμαι κυρία δημοτικού συμβούλου;» είπε και βούρκωσε. (Και –σάς το ορκίζομαι- η Ματίνα δεν το’χει εύκολο το δάκρυ.) «Κυρία υποψήφιου δημοτικού συμβούλου» την διόρθωσα. «Δεν θα εκλεγώ.» «Πού το ξέρεις;»
«Τραβάτε με κι ας κλαίω» δέχθηκα την πρόταση του δημάρχου. Κι άρχισα να πηγαίνω στις συναντήσεις του συνδυασμού. Αμίλητος καθόμουν στην αρχή ώσπου ο δήμαρχος ζήτησε τη γνώμη μου για τα αποτεφρωτήρια και του την είπα, «πολύ ενδιαφέρον» σχολίασε και σημείωσε κάτι στα χαρτιά του. Και όταν ξεκινήσαμε τις περιοδείες –σχολεία, δημόσιες υπηρεσίες, λαϊκές αγορές- με ήθελε πάντα στο πλευρό του, άφηνα εγώ τον μεγάλο μου γιό στο μαγαζί κι έτρεχα κι αφού σφίγγαμε όποιο χέρι βρίσκαμε μπροστά μας, καταλήγαμε στις καφετέριες, τόσα ουζάκια, τόσους μεζέδες στη λιακάδα ανάθεμα αν είχα απολαύσει ποτέ. Δουλεύω από δεκατριών χρονών – σαβανώνω και κουβαλάω πεθαμένους, δεν δικαιούμαι κι εγώ λίγο άραγμα;
«Σώνει πιά να’σαι κολαούζος του δημάρχου! Ώρα να κάνεις κάτι και για τον εαυτό σου! Να προωθήσεις επιτέλους τη δική σου υποψηφιότητα!» με επέπληξε με ύφος αυστηρής δασκάλας η Ματίνα. «Αφού δεν πρόκειται να βγώ…» « “Όποιος στη μάχη πάει για να πεθάνει, τον πόλεμο τον χάνει!”» μου απάντησε με ένα στίχο του Καβάφη. Τα ξέρει αυτά τα κουλτουριάρικα η Ματίνα, ανακατεύεται με τη θεατρική ομάδα του δήμου, πέρυσι είχε στολίσει το άρμα του βασιλιά Καρνάβαλου με λουλούδια που εγώ της είχα προμηθεύσει –εννοείται- από τα στεφάνια των κηδειών…
«Πρέπει να οργανώσουμε την εκστρατεία σου!» αποφάσισε. Και έπιασε δουλειά. Τραβήξαμε καμιά πενηνταριά πόζες με το κινητό, σε όλες φαινόμουν όπως στα αλήθεια είμαι – καραφλός και χοντρούλης- κι έτσι αποφασίσαμε να πάμε σε επαγγελματία φωτογράφο, ο οποίος με έβγαλε κούκλο ομολογουμένως, δεν έμοιαζα όμως ιδιαίτερα με τον εαυτό μου…
Σειρά είχε το βιογραφικό μου, που θα το αναρτούσαμε στο facebook και θα το τυπώναμε στο προεκλογικό φυλλάδιο. Δεν ήξερα εννοείται τι να γράψω - η ζωή μου έχει κυλήσει εντελώς κανονικά – γεννήθηκα, έπιασα δουλειά, παντρεύτηκα, έκανα παιδιά… «Τα βιογραφικά είναι σαν τους επικήδειους!» μού εξήγησε η Ματίνα. «Πλουτίζουν κι ομορφαίνουν το παρελθόν…»
Το ανέλαβε η ίδια, έγραφε κι έσβηνε επί δυό εικοσιτετράωρα. Όταν το πρωτοδιάβασα, θαύμασα τον εαυτό μου: Προσφυγόπουλο ο Δημήτρης, από αμούστακος στη βιοπάλη και ποδοσφαιριστής ταυτόχρονα –στην Πρώτη Εθνική θα έπαιζε, ας όψεται η ρήξη χιαστού- και λοκατζής και ερασιτέχνης ηθοποιός (είχαν πάρει όλη τη μαρίδα του νησιού το καλοκαίρι του 1983, κομπαρσαρία σε έναν Τζέημς Μποντ) και πάτερ-φαμίλιας και πιστός Χριστιανός και, και… Το επάγγελμά μου δεν το ανέφερε –«τα γνωστά να λέμε τώρα;»- τόνιζε πάντως πως υπηρετώ μέρα και νύχτα τον πάσχοντα συνάνθρωπο.
Μόλις πήρα στα χέρια μου τα γυαλιστερά φυλλάδια –γιατί να το κρύψω;- συγκινήθηκα. Θυμήθηκα τον φουκαρά τον πατέρα μου, που «κοράκι» τον ανέβαζαν «κοράκι» τον κατέβαζαν κι όταν τον έβλεπαν τα κωλόπαιδα να περνάει, έπιαναν -«για καλό και για κακό»- τα αρχίδια τους. Αν με βλέπει από κάπου ψηλά, θα καμαρώνει. Έχω υποχρέωση να τον βγάλω ασπροπρόσωπο.
Τα πρώτα τριακόσια φυλλάδια τα διένειμε η Ματίνα στη θεατρική ομάδα, στον σύλλογο Ποντίων, σε συγγενείς και φίλους. Τα υπόλοιπα εφτακόσια πού θα τα μοιράζαμε;
«Θα ανοίξεις την ατζέντα σου και θα πάρεις πόρτα-πόρτα την πελατεία σου» μού είπε. «Πας καλά; Πού ακούστηκε ο νεκροθάφτης να κάνει επισκέψεις; Θα φωνάζουν μετά παπά για ευχέλαιο!» Επέμενε. Αλλά κι εγώ ανυποχώρητος. Το συζητούσαμε όλη την εβδομάδα ώσπου βρήκαμε μια μέση λύση.
Μετά το κυριακάτικο μνημόσυνο των έντεκα στον Άγιο Ελισσαίο, η Μπέτυ –η ανιψιά της Ματίνας, που είναι ξανθιά και μπάνικη- στήθηκε έξω από το κυλικείο. Με εξαίρεση τη στενή οικογένεια της μακαρίτισσας, σε όποιον έμπαινε έδινε κι ένα φυλλάδιο. Το έχωναν στις τσέπες τους για να το μελετήσουν αργότερα.
Το σύνθημα μου –αν μη τι άλλο- θα τους εντυπωσίασει: «Ο Μήτσος» -«Μήτσος» το γράφω χάριν οικειότητας- «ο Μήτσος που σε φροντίζει στα δύσκολα».-
σχόλια