20/1/2014
Το κείμενο που αναρτάται, δεν αποτελεί κατάθεση ψυχής, και εφόσον δεν είμαι ερωτευμένος, η ιδιότυπη αυτή, μη κατάθεση θα πραγματοποιηθεί σε πεζό λόγο. Οι άνθρωποι εκθέτουν ψυχή τους, καταθέτοντας. Συνήθως συνοδεία ποτού, χορού, κάποιας γυναίκας, και αντίθετα για να την αποφύγουν, προσφεύγουν σε κάτι πολιτιστικό, κάποιο θέατρο ίσως, να ξεγελάσεις λίγο τον εαυτό σου, ποιός είσαι, τι δουλειά κάνεις, να σε απορροφήσει η πλοκή άλλου πρωταγωνιστή, ώστε να ξεχαστείς, πάλι.
Ο τίτλος θα μπορούσε να είναι διαφορετικός, ωστόσο το κείμενο προορίζεται πρώτιστα να απελευθερώσει τον συγγραφέα, και ύστερα να διαβαστεί, αν ο αναγνώστης τύχει να βρει κοινά σημεία αναφοράς, ας πάρει την ευθύνη. Και αφού ο τίτλος είναι τέτοιος, φέρνω τις σκέψεις και τις αναμνήσεις που χωρά, και συνεχίζω.
Διάβασα ότι «ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να προβάλλει την ματαιοδοξία του, μέσα από τα έργα του, στο κοινό», ούτε και την ματαιότητά του, προσθέτω. Καλύτερα ματαιοδοξία παρά ματαιότητα, τουλάχιστον με την πρώτη θα υψωθείς για λίγο πάνω από το έδαφος, γάμα το μετά! Όσο κρατήσει. Ίσως αυτά τα λίγα εκατοστά είναι αρκετά να δεις λίγο πιο πάνω από εκεί που ο φράχτης κόβει την θέα, ίσως και όχι. Τι ανάγκη έχεις εσύ, είσαι τρομερός, ικανός, όμορφος, τολμηρός, λίγοι είναι σαν εσένα αγόρι μου ξέρεις, είσαι περίπτωση. Αλλά· γυρνάς σπίτι, πάλι, όπως κάθε μέρα, μετά την δουλειά, το θέατρο, τη σχολή, την γκόμενα, την έξοδο. Πας να βάλεις κάτι στο ραδιόφωνο και δεν ξέρεις τι θες να ακούσεις, μετράς και ξαναμετράς την ηλικία σου λες και σε πήραν τα χρόνια. Σου ξέφυγε κάτι? Θες κάτι και δεν προλαβαίνεις;
Σκέφτεσαι τον μεγάλο σου έρωτα, στιγμές βγαλμένες από όνειρα που είχες από μικρό παιδί, πόσο μακρινά είναι. Και δεν ήταν τα μόνα. Σκέφτεσαι τους γονείς σου, πόσο εύθραυστοι είναι. Σκέφτεσαι εσένα, κάνεις ένα γρήγορο απολογισμό, και στα μαθηματικά, δεν ήσουν ποτέ καλός. Πώς ήρθες μέχρι εδώ; Σκέφτεσαι ότι η οικονομική κρίση προκαλεί κατάθλιψη και σακχαρώδη διαβήτη. Στα αρχίδια σου. Ιεραρχείς και ξαναιεραρχείς όλη την ώρα, τι είναι σημαντικο, τι αξίζει, έχεις γαμηθεί να ιεραρχείς!
Στέκεσαι τυχερός όμως, από την πολλή σκέψη σε παίρνει ο ύπνος, πάλι. Ξυπνάς και ρίχνεσαι με τα μούτρα στη δουλειά, στη σχέση σου, και μονολογείς από μέσα σου ότι ήταν απλά μια από αυτές τις περίεργες μέρες, κοιτάς να μην την φέρνεις στο μυαλό σου. Και αφού ξεχαστείς και περάσουν οι μέρες, ξαναμπαίνεις σπίτι, μετά την δουλειά, το μποξ, το τρέξιμο. Συνδικαλίζεσαι, άλλοι κάνουν ναρκωτικά, πάνε εκκλησία, δοκιμάζουν τα πάντα, είναι πάνω από σένα, διαπερνά όλα τα στρώματα, είναι πάνω από τα φύλλα, τις τάξεις, ή τις σεξουαλικές προτιμήσεις, το σύστημα αξιών. Ξαναμπαίνεις σπίτι μετά την εκκλησία, το θέατρο, την γκόμενα, την έξοδο, και νομίζεις ότι όλα πάνε καλά, όπως τα έχεις ρυθμίσει εσύ, δεν έχεις την παραμικρή υποψία ότι οι ίδιες εκείνες σκέψεις που σε βασανίζουν είναι πίσω από την πόρτα, μέσα στους τοίχους, στο αφράτο κάθισμα του καναπέ, στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή σου. Και με το που αγγίξεις αθώα, κάτι από όλα αυτά, ανοίγει και το κουτί της Πανδώρας μαζί. Τα ξαναπιάνεις από την αρχή, κάτι δεν σου κολλάει και αυτή τη φορά. Θυμάσαι ένα κομμάτι που βρήκες τον τελευταίο καιρό και σου άρεσε. Το βάζεις να παίξει, και παίρνεις εισιτήριο για να ξαναχαθείς στις σκέψεις σου. Ή απλά αντιλαμβάνεσαι αυτήν τη στιγμή ότι μπορεί να είσαι μανιοκαταθλιπτικός ή κάτι άλλο, κάτι ανίατο ίσως. Συγχαρητήρια· τερμάτισες.
Σκέφτεσαι ξανά τον μεγάλο σου έρωτα, τόσο εξωτικό σαν να μην υπήρξε ποτέ. Σχεδόν μπορούσες να αγγίξεις αυτήν την μαγεία μέσα στο χώρο, σε μεταμόρφωνε, τα θυμάσε όλα φωτεινά. Λουσμένες όλες οι στιγμές στο φως.
Ξαναφέρνεις στο μυαλό σου, τις αξίες που σε καθοδηγούσαν χρόνια, πόσο απότομα και χυδαία καταρρέουν κάθε φορά σε κάθε γενιά. Τα καλύτερα πρότυπα φεύγουν νωρίς από την ζωή, ίσως για να αφήνουν το όνειρο χωρίς ψεγάδι.
Και οι φίλοι; Αναρωτιέσαι. Όνειρο μέσα σε όνειρο. Κάθε ταξίδι θέλει το δικό του πλήρωμα. Και τα ταξίδια δεν είναι πάντα εύκολα. Αλλά αξίζουν, όπως αξίζουν και οι άνθρωποι σε κάθε λιμάνι, είναι τόσο διαφορετικοί κάθε φορά.
Και φτάνεις στο εγώ. Εγώ; Σκέφτεσαι αναρωτιέσαι ξανά, έχεις βαρεθεί να ξύνεις με τα νύχια αυτόν τον τοίχο μέσ’ το μυαλό σου, και αυτήν την φορά δεν σε παίρνει και ο ύπνος εύκολα. Βλέπεις τον καπνό από το τσιγάρο σου, μυρίζεις τον αέρα, είναι φορές που όταν μυρίζεις τον αέρα σου έρχονται αναμνήσεις, από στιγμές της ίδιας ώρας με αυτής που είσαι ξύπνιος. Εγώ, λες και ξαναλές, εγώ·
Θέλω να παίξω ξύλο μέχρι να ματώσουν τα ούλα μου,
να καταπιώ αίμα τουλάχιστον μια φορά, και το υπόλοιπο να το φτύσω.
Θέλω να κάνω έρωτα σε μια όμορφη γυνάικα, να θυμάμαι και να θυμάται την νύχτα αυτή
για χρόνια, ξανά.
Να με βρει ο Θεός, πριν τον βρω εγώ,
Να συναντήσω έναν άνθρωπο που λάμπει και να τον αγαπήσω,
θέλω να αρχίσω να τρέχω αντίθετα,
να ρισκάρω και να κερδίσω, να φανώ δυνατός.
Τρομερός, όμορφος, ικανός. Είμαι περίπτωση εγώ. Λίγοι είναι σαν και εμένα.
Προχώρα! Προχώρα ρε, εγώ είμαι εδώ.
το κείμενο γράφτηκε υπό την επίρρεια του κομματιού των LuluRouge – NicolasJaarvsBillieHoliday
με ριπές αέρα από βράδια προηγούμενων χρόνων, κάπου με θάλασσα*, πριν το ξημέρωμα...