Λεξικό

Λεξικό Facebook Twitter
0

συναίσθημα (το): Ουδέτερο, ενικός αριθμός

Το συναίσθημα είναι το κίνητρο και ο αυτοσκοπός.

Δεν βιώνεται στον ενικό.

συναισθήματα (τα): Ουδέτερο, πληθυντικός αριθμός

Ό,τι μας συνιστά.

π.χ. αγάπη (τα συναισθήματα)


υποφέρω, εγώ υποφέρω, ρήμα:

Ενέργεια βιωμένη μέσω συναισθημάτων.

αίσθημα (το): Ουδέτερο, ενικός αριθμός

Ελαφριά έκφραση που περιγράφει εσωτερικά βιωμένες καταστάσεις, όπως: έρωτας, γλυκός πόνος

Πεζή έκφραση που περιγράφει ανάγκη, απληστία ή κορεσμό, π.χ. δίψα


ρομαντικός: Επίθετο

Λέξη που προήλθε από το κίνημα του Ρομαντισμού.


Ρομαντικός/-ή/-ό ή ρομαντικά (επίρρημα)

Ορισμός του ρομαντικός(-η): Υπερβολικά συναισθηματικός/ ιδεαλιστικός / ο σχετικός με τον έρωτα, που αναφέρεται σε μια αισθηματική σχέση/ εκπρόσωπος του ρομαντισμού

Παράφραση του ρομαντικός (αρσενικό, ο) βασισμένη στην κουλτούρα (βλ. κοινωνική κατασκευή): αυτός που φέρει λουλούδια - ο ιππότης σε άσπρο άλογο ή/και αυτός που τον περιμένει - ο παρατηρητής του ηλιοβασιλέματος μετά εναγκαλισμού - ο στοργικός σύζυγος και πατέρας (μονογαμικός).

Παράφραση του ρομαντική (θηλυκό, η) βασισμένη στην κουλτούρα (βλ. κοινωνική κατασκευή): = γυναίκα (η, θηλυκό).
τρυφερός/-η/-ο: Επίθετο, ο/η τολμών να εκφράσει αισθήματα.


λογική: η ικανότητα του νου να σκέφτεται και να καταλήγει σε συμπεράσματα

Συχνά συγχέεται με: κοινή λογική.

κοινή λογική: αίσθηση που έχει κανείς για κάτι χωρίς πολλή σκέψη, στηριγμένος στη μέση εμπειρία και γνώση του καθημερινού ανθρώπου


Εγώ (ο, η, το, @ κ.ά.): Αντωνυμία, προσωπική.

Ανύπαρκτη, επίπλαστη.

Κάποιος που αγωνίζεται για να την αποκτήσει.

Εγώ, όχι κάποιος.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ