συναίσθημα (το): Ουδέτερο, ενικός αριθμός
Το συναίσθημα είναι το κίνητρο και ο αυτοσκοπός.
Δεν βιώνεται στον ενικό.
συναισθήματα (τα): Ουδέτερο, πληθυντικός αριθμός
Ό,τι μας συνιστά.
π.χ. αγάπη (τα συναισθήματα)
υποφέρω, εγώ υποφέρω, ρήμα:
Ενέργεια βιωμένη μέσω συναισθημάτων.
αίσθημα (το): Ουδέτερο, ενικός αριθμός
Ελαφριά έκφραση που περιγράφει εσωτερικά βιωμένες καταστάσεις, όπως: έρωτας, γλυκός πόνος
Πεζή έκφραση που περιγράφει ανάγκη, απληστία ή κορεσμό, π.χ. δίψα
ρομαντικός: Επίθετο
Λέξη που προήλθε από το κίνημα του Ρομαντισμού.
Ρομαντικός/-ή/-ό ή ρομαντικά (επίρρημα)
Ορισμός του ρομαντικός(-η): Υπερβολικά συναισθηματικός/ ιδεαλιστικός / ο σχετικός με τον έρωτα, που αναφέρεται σε μια αισθηματική σχέση/ εκπρόσωπος του ρομαντισμού
Παράφραση του ρομαντικός (αρσενικό, ο) βασισμένη στην κουλτούρα (βλ. κοινωνική κατασκευή): αυτός που φέρει λουλούδια - ο ιππότης σε άσπρο άλογο ή/και αυτός που τον περιμένει - ο παρατηρητής του ηλιοβασιλέματος μετά εναγκαλισμού - ο στοργικός σύζυγος και πατέρας (μονογαμικός).
Παράφραση του ρομαντική (θηλυκό, η) βασισμένη στην κουλτούρα (βλ. κοινωνική κατασκευή): = γυναίκα (η, θηλυκό).
τρυφερός/-η/-ο: Επίθετο, ο/η τολμών να εκφράσει αισθήματα.
λογική: η ικανότητα του νου να σκέφτεται και να καταλήγει σε συμπεράσματα
Συχνά συγχέεται με: κοινή λογική.
κοινή λογική: αίσθηση που έχει κανείς για κάτι χωρίς πολλή σκέψη, στηριγμένος στη μέση εμπειρία και γνώση του καθημερινού ανθρώπου
Εγώ (ο, η, το, @ κ.ά.): Αντωνυμία, προσωπική.
Ανύπαρκτη, επίπλαστη.
Κάποιος που αγωνίζεται για να την αποκτήσει.
Εγώ, όχι κάποιος.
σχόλια