Το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος έφυγα από την Αθήνα /
βράδυ Δευτέρα επέστρεφα χαρούμενος στο σπίτι μου/
δεν ξέρω αν συνέβαινε και με κάποιους από εσάς, αλλά από μικρό παιδί με έπιανε μια δαιμονισμένη χαρά όταν επέστρεφα στην Αθήνα/
ακούγεται κάπως διεστραμμένο και αλλόκοτο, όμως αυτή ήταν η πραγματικότητα/
δεν ήταν ότι κακοπερνούσαμε με τα αδέλφια μου στις οικογενειακές διακοπές, όμως καμία εξοχή, καμία θάλασσα, κανένα παιχνίδι δεν μπορούσε να συγκριθεί με την ελευθερία που νιώθαμε μεγαλώνοντας στη Νέα Σμύρνη της δεκαετίας του '80/
έτσι, μαζί με τον δίδυμο αδελφό μου, με το που ξεπρόβαλλαν οι φλογισμένες καμινάδες της Ελευσίνας (συνήθως παραθερίζαμε κάπου στην Πελοπόννησο), σηκωνόμασταν όρθιοι και συνεπαρμένοι από την ιδέα της Αθήνας που πλησίαζε, σχεδόν πανηγυρίζαμε από το πίσω κάθισμα/
οι γονείς μας και ο μεγάλος μου αδελφός δεν συνήθισαν ποτέ αυτήν τη χαριτωμένη παρεκτροπή και παρίσταναν πάντα του έκπληκτους/
μας χάριζαν ένα βλέμμα κάπου ανάμεσα στη συγκαταβατική απαξίωση και τη συμπάθεια και συνέχιζαν να κάνουν αυτό που έκαναν/
αλλά για εμάς ο πραγματικός παράδεισος βρισκόταν στη γειτονιά μας, στην αυλή του δημοτικού σχολείου στον παρακάτω δρόμο και στους άπειρους φίλους που μας περίμεναν να γυρίσουμε κι εμείς από τις «διακοπές» μας/
κανείς δεν ρώταγε τι έκανες και πού πήγες και πώς τα πέρασες/
ριχνόμασταν με μανία στα παιχνίδια, στο ποδόσφαιρο, στα χαρτάκια Panini και στο προεφηβικό κουτσομπολιό/
καμία μάνα και κανένας πατέρας δεν έβγαινε σε μπαλκόνι να φωνάξει τον κανακάρη του /
ήμασταν ξεχασμένοι απ' όλους και τα καλοκαίρια δεν μαζευόμασταν ποτέ πριν από τις δέκα, ψόφιοι και χορτάτοι από παιχνίδι και αλητεία/
είμαι σίγουρος ότι στους σημερινούς εικοσάρηδες όλα αυτά ακούγονται κάπως περίεργα, αλλά είναι όλα αλήθεια και συνέβαιναν όχι πολύ μακριά αλλά το 1983 ή το 1987/
αλλά τι κάθομαι και γράφω;/
το 1983 είναι για τους εικοσάρηδες του 2014 ό,τι ήταν για εμάς το 1955, η ασπρόμαυρη Αθήνα των γονιών μας και του παλιού ελληνικού σινεμά, οπότε το βουλώνω/
όμως δεν ξέρω αν είναι μόνο ο παράδεισος της παιδικής ηλικίας που χρωματίζει διαφορετικά τις αναμνήσεις και καλλιεργεί το ασταθές έδαφος της νοσταλγίας/
κι εμείς μεγαλώσαμε στις συνοικίες με τις πολυκατοικίες, τις άχαρες πλατείες και το ελάχιστο πράσινο/
το (αστικό) τοπίο δεν διέφερε δραματικά από το αντίστοιχο σημερινό/
όμως, δεν είχε σβηστεί εντελώς από τους δρόμους η (ανατολίτικη) ελαφράδα μιας ξεφτισμένης εποχής που έσβηνε ήδη με τη Μεταπολίτευση και παραχωρούσε σιγά-σιγά τη θέση της σε ένα νέο μοντέλο ζωής, πιο δυτικό, λιγότερο «δικό μας», λιγότερο «μεσογειακό»/
τώρα που αρχίζει το Μουντιάλ, θυμάμαι την ηχώ από τις ανοιχτές τηλεοράσεις στα αθηναϊκά μπαλκόνια –τα τελευταία καλοκαίρια πριν από τα air condition– και τις φέτες από καρπούζι απλωμένες στα τραπεζάκια φερ φορζέ/
σε αυτή την Αθήνα μεγαλώσαμε κι αυτά τα καλοκαίρια ήταν οι δικές μας «αλάνες», που στην πραγματικότητα δεν τρέξαμε ποτέ.
σχόλια