Ήρθε ένα γράμμα στη LifΟ που μας κατηγορούσε για πόζα, επειδή ένα κορίτσι στο Naked City δήλωσε ότι οι αυλές με κληματαριά είναι το πιο γοητευτικό πράγμα της Αθήνας. Αυτά, λέει, πάνε πακέτο με δεκάδες μιζέριες - εννοεί, μάλλον, τη φθίση και το αποχετευτικό.
Δεν τίθεται αμφιβολία, όλοι προτιμάμε το Μανχάταν από την αυλή του Γιακουμή και τα μακαρόν είναι πρώτη επιλογή μπροστά στο ραβανί της Μάρως της Σμυρνιάς. Αλλά, τόσα χρόνια στο Μπιντέ, ορκίζομαι στα μάτια του Αρχαγγέλου Γαβριήλ (που πάντα μου φαινόταν καλοραμμένος), ουδέποτε συνάντησα Αθηναίο που να ήταν κομψότερος με κοστούμι παρά με φουστανέλα. Ακόμα και όλοι αυτοί που διαγκωνίζονται στην Κουρσεβέλ, με μια κοντή φούστα, θα ήσαν καλύτεροι. Και κάπως πιο σέξι.
Η Αθήνα από ψηλά μοιάζει, ούτως ή άλλως, στην Τεχεράνη. Όλα τα έργα υποδομής αντί να την εκσυγχρονίσουν επέτειναν τη σύγχυση. Και δημιούργησαν ένα στυλ που φτάνει από την αυλή του Γιακουμή στο Μανχάταν απευθείας - δίχως αναβαθμούς και συνέχεια: ένας ουρμπανισμός τραβεστί, δίκην μοντερνιάς, που αφήνει τα κόπρανά του σαν ζαχαρωτά εδώ κι εκεί, ενώ οι μαζορέτες της προόδου με γκασμάδες έχουν βγει και γκρεμίζουν αυλές, φούρνους και μυρωμένες πηγάδες (με μουριές, όπου πάνω τους γλυκές καραγκούνες κάνουν κούνια).
Για να είμαι ειλικρινής, ευχαρίστως θα ξερίζωνα το αγιόκλημα και τα γιασεμιά από τα τραγούδια του Κηλαηδόνη. Στη θεωρία. Διότι στην πράξη δεν έχω πολλά περιθώρια επιλογής. Όντως, τα ποιητικά ταγάρια, με την υπερβολή τους και τα νοσταλγικά κολλήματά τους, επιθυμούν να καθηλώσουν την πόλη στο νηπιακό βαυαρικό στάδιο, με τα ακροκέραμα.
Αλλά, και ο αντίλογος του Κωνσταντινίδη δεν είδα να γεννά σχολή και καρπούς - πέρα από σκόρπια δείγματα που προκαλούν έκσταση στον Ρηγόπουλο. Υπήρξαν και καλές περιπτώσεις που προσπάθησαν να συγκεράσουν αυτά που η αρχιτεκτονική μας ασυνέχεια έκανε εχθρούς αντί φίλους (π.χ. ο Κρόκος, οι.......) - άλλα έμειναν περιπτώσεις ορφανές. Και τέλος ήρθε η περικεφαλαία του Καλατράβα ή του Μπότα. Ωραία πράγματα, εντελώς «κουλά» μέσα στην Αθήνα, που έκλαιγε η κακομοίρα γιατί είχε μείνει χήρα.
Υπάρχει ένα σπουδαίο φιλμ που περιγράφει την κατάστασή μας. Το Μνήμες Υπανάπτυξης του Τόμας Γκουτιέρεζ Αλέα. Περιγράφει την αμηχανία ενός αστού συγγραφέα στην Αβάνα αμέσως μετά την άνοδο του Κάστρο. Τα σύμβολα της ηδονιστικής εποχής του Μπατίστα είναι ερείπια, και η δυτική πρόοδος κόβεται από τη ρίζα ως ιδεολογικός εχθρός. Τι κάνει εκείνος που αγαπάει την τριτοκοσμική πόλη του; Μένει άπραγος στην αυλή του Γιακουμή, ή ανακαλύπτει (όπως το «Μοnocle» και παλιότερα το «Wallpaper») πάνω στον Τρίτο Κόσμο τις εικονίτσες που παπαγαλίζουν το μοντερνισμό;
Γελάω πραγματικά όταν βλέπω κομμάτια αυτών των περιοδικών για μέρη και ανθρώπους που ξέρω: είναι τόσο αυτιστική και δεδομένη η προσέγγισή τους, που, βγάζοντας από τη μύγα ξίγκι, πάντα ανακαλύπτουν ένα μικρό ντιζάιν παραδεισο, ακόμα και στον οντά της Κωνσταντίνας. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη σάχλα από το να κάνεις τον προχωρημένο σε ένα υπανάπτυκτο (ή αναπτυσσόμενο) κράτος. Καλυτέρα, μάλιστα, να σέρνεσαι στα παλιά που ξέρεις από το να πιθηκίζεις τα νέα που αγνοείς.
Γι' αυτό και παρ' ότι πραγματικά βαριέμαι τη γλαρωμένη καλλιέπεια της εμμηνόπαυσης (που πάει πακέτο με την γκρανγκινιολική άνοδο του έντεχνου τραγουδιού), βρίσκω κι εγώ πιο δυνατή τη λαϊκή Αθήνα από τη τρέντι - μη σου πω κι ένα καρτούτσο θα το έπινα, κάτω από τα ωραία γκράφιτι που έκανε ο εγγονός του Νώντα, του ταβερνιάρη. Αν έχει και ωραίο φεγγάρι, θα πω κι ένα τραγούδι του Γούναρη, που είναι για 'μένα κάτι σαν Νικ Κέιβ στις Τζιτζιφιές.
Γι αυτό παλιοαναγνώστη, μη βριζεις τη γυμνη κοπέλα (ή κοπελιά). Έλα να ανταμωσουμε στην δροσερη αυλή, που πιανει και wi-fi από το μαλάκα δίπλα.
σχόλια