Τα εισιτήρια στις ελληνικές αίθουσες είναι, όχι απλώς απογοητευτικά, αλλά αποκαρδιωτικά. Και η ερώτηση "γιατί οι εμπορικές επιδόσεις εμπορικών ταινιών είναι πολύ κάτω του αναμενομένου;" αφορά ανήλικους και μεγάλους.
Παρακολουθώ το ελληνικό box office και μένω δύσπιστος μπροστά στους χαμηλότατους αριθμούς και τις φτωχές επιδόσεις ταινιών που φτιάχτηκαν για να προσελκύσουν πολύ κόσμο. Πάρτε για παράδειγμα το σαββατοκύριακο που μας πέρασε. Τα "Δυο Πρόσωπα του Ιανουαρίου" δούλεψαν συμπαθητικά στα θερινά σινεμά, κάνοντας περίπου 20 χιλιάδες εισιτήρια. Ήταν και η μοναδική ταινία που φαινόταν πως είχε τα φόντα να το κάνει, προσελκύοντας το πιο ενήλικο κοινό, εκείνο που περιμένει, λίγο παράλογα, κάτι που να τα συνδυάζει όλα (εξυπνάδα, πρωτοτυπία, λογοτεχνικές καταβολές, δράμα και αγωνία, ατμόσφαιρα και εποχή, τουλάχιστον δυο γνωστούς ηθοποιούς, μεγάλο σκηνοθέτη, και αν είναι δυνατόν κάποιο Όσκαρ), για να κάνουν τον κόπο να βγουν από το σπίτι. Τα 20 χιλιάδες εισιτήρια, ωστόσο, δεν αξίζουν πανηγυρισμών. Θεωρούνται καλά, αναλογικά.
Διότι, αν ρίξετε μια ματιά στη δεκάδα, ο Τομ Κρουζ με μια ακόμη φουτουριστική περιπέτεια δεν έκανε τίποτε, τα δυο παιδικά, το Πως να Εκπαιδεύσετε τον Δράκο Σας και το Maleficent πετάνε μάλλον χαμηλά, το κωμικό γουέστερν του Σεθ Μακφάρλαντ δεν αφορούσε κανέναν, Ο Καθρέφτης της Κολάσεως, που είναι και θρίλερ μεταφυσικό (αγαπημένο είδος για τους φανατικούς) δεν γκέλαρε καθόλου, το Λάθος Αστέρι, αντίθετα με την Αμερική, δεν τράβηξε τις νεαρές, και το Μαζί με το Ζόρι άφησε ασυγκίνητους τους χαβαλέδες.
Τα εισιτήρια στις ελληνικές αίθουσες ακολουθούν σταθερά πτωτική πορεία, και αν δεν απατώμαι, έπεσαν για πρώτη φορά μετά την επέλαση των πολυ-αιθουσών, κάτω από 10 εκατομμύρια μέσα στην περασμένη χρονιά. Κάτι που σημαίνει, πως ο Έλληνας πήγε σινεμά λιγότερο από μια φορά τον χρόνο, κατά μέσο όρο- στις καλές εποχές, είχαμε ξεπεράσει τα 14 εκατομμύρια, και σε ισχνότερες χρονιές, μια ή δύο μεγάλες επιτυχίες σήκωναν το βάρος και βελτίωναν το average, έστω και τεχνηέντως.
Η εύκολη δικαιολογία είναι η κρίση. Δεν υπάρχει αμφιβολία για τον καθοριστικά αρνητικό ρόλο της σε όλο το φάσμα του θεάματος. Ο άνεργος δεν έχει διάθεση για σινεμά- αν και για κάτι πιο μουσικοχορευτικό, υποψιάζομαι πως θα θυσίαζε το υστέρημα.
Η γκρίνια για το ακριβό εισιτήριο ακούγεται εδώ και μερικά χρόνια, αλλά πολλοί αιθουσάρχες-διανομείς αντέδρασαν με τρικ ή πραγματικά καλές προσφορές, με ένα εισιτήριο για δύο άτομα και οικονομικότερες ημέρες εκτός σαββατοκύριακου. Έπρεπε να το είχαν κάνει εδώ και χρόνια, αλλά πάλι καλά που το εφάρμοσαν αναγκαστικά. Η ανταπόκριση ήταν θετική στην αρχή, αλλά, με δεδομένο τον υψηλό φόρο, το σπορ του να διανέμεις ταινίες και να τις προβάλλεις στις αίθουσες, είναι περίπου ασύμφορο. Ο μόνος τρόπος για να κερδίσεις είναι να επενδύσεις σε μια φτηνή παραγωγή (ελληνική ή ξένη) και να ελπίζεις να κόψει πολλά εισιτήρια. Τέτοια περίπτωση σπανίζει πλέον. Από τις πρόσφατες κυκλοφορίες, μόνο το γαλλικό "Θεέ μου, Τι σου Κάναμε", που έχει φτάσει τα 20 χιλιάδες εισιτήρια, κάνει τη διαφορά και χαρίζει χαμόγελα. Συνυπολογίστε όμως και τα υπόλοιπα φιλμ που βγάζει μια εταιρεία διανομής, και που συνήθως περνούν ντούκου μέσα στην πληθώρα της εβδομάδας και χάνονται άκλαυτα. Η πορεία που είχαν ως DVD εξανεμίστηκε και η καριέρα τους στην ιδιωτική τηλεόραση χλώμιασε. Από τη στιγμή που έκλεισε η κρατική τηλεόραση, τα χρέη αυξήθηκαν διότι πακέτα κυρίως καλλιτεχνικών ταινιών που είχαν κανονιστεί, έμειναν μετέωρα και πλέον βρίσκονται σε καθεστώς επαναδιαπραγμάτευσης.
Οι περιστασιακοί λόγοι, όπως οι μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις και ο καιρός, που εμποδίζουν το κοινό από το να πάει στις αίθουσες, υπολογίζονται, αλλά δεν είναι αιτίες από μόνες τους. Πρόσφατα, πήγα στον Ζέφυρο για να δω Λιούμπιτς και η υπεύθυνη στο ταμείο μου έλεγε πως το κοινό των καταξιωμένων επαναλήψεων ταινιών δεν επηρεάζεται από οτιδήποτε άλλο πλην της βροχής. Εδώ όμως μιλάμε για κανονική αποχή, όχι για τις λίγες αίθουσες που το καλοκαίρι αποτελούν πόλους έλξης, ανεξάρτητα από την ποιότητα της ταινίας που προβάλουν, αλλά στην κορύφωση της σεζόν, εκεί που πρέπει να γίνεται συνωστισμός, πλέον η ανταπόκριση είναι μέτρια.
Προσωπικά, νομίζω πως ο Έλληνας δεν απέκτησε ποτέ την πραγματική συνήθεια του να πηγαίνει τακτικά στο σινεμά, δηλαδή ένα cinema-going habit που να αποτελεί μέρος του εβδομαδιαίου προγράμματος του, βρέξει-χιονίσει, χειμώνα-καλοκαίρι. Απόδειξη: μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού είναι όσοι πάνε σινεμά μόνοι τους, και ειδικά σε μεσημεριανές ή απογευματινές ώρες. Στην Ευρώπη και την Αμερική, συμβαίνει συχνότατα. Κατά τον ίδιο τρόπο που κανείς και καμιά στην Ελλάδα δεν διανοείται να φάει μόνος του, και ψάχνει εναγωνίως παρεΐτσα γιά να μην τον πουν κακομοίρη, έτσι σταματάει να πολυπηγαίνει σινεμά, μόλις περάσει ένα ηλικιακό στάδιο, ή μια κρίσιμη φάση (όταν έχει πιάσει δουλειά, παντρευτεί, κτλ). Ακόμη και οι σινεφίλ έχουν αποκτήσει τη στείρα συνήθεια να γκρινιάζουν και να τεμπελιάζουν, σε μια μεμψίμοιρη νοσταλγία: "Δεν βγαίνει τίποτε καλό πια, δεν μπορώ τα multiplex, οι ταινίες αλλάζουν γρήγορα από τις αίθουσες, δεν πήρα καν χαμπάρι ότι βγήκε το τάδε φιλμ...". Και να πεις πως δεν υπάρχει άπλετη πληροφόρηση; Καλύτερο πάρκινγκ; Ευκολότερος τρόπος να βγάλεις εισιτήριο; Τίποτε. Ο κόσμος στην Ελλάδα έχει γυρίσει την πλάτη του στις αίθουσες, και ξεκουνιέται μόνο σε ταινίες-γεγονότα, συνήθως κάποιες οσκαρικές, μετρημένες κωμωδίες, καραμπινάτες περιπέτειες με υπερήρωες στην περίπτωση των πιτσιρίκων, αλλά με μειωμένη διάθεση.
Και η μόνιμη επωδός βαριεστημένα κυριαρχεί: "Δεν θέλω να νταουνιαστώ, να στενοχωρηθώ, αρκετά προβλήματα έχω, πάω να ξεσκάσω..." Κάτι που, φυσικά, είναι μια υπεραπλουστική ανοησία. Ταινίες υπάρχουν πολλές, και σε μια κοινωνία που σκέφτεται με ποικιλία, οφείλουν να χωρέσουν όλες, όπως αντίστοιχα, όλες οι μαζικές ψυχαγωγίες- τα μπουζούκια πάνε καλά, τηρουμένων των αναλογιών, το ίδιο όμως και το Φεστιβάλ Αθηνών, η Στέγη Γραμμάτων και το Μέγαρο, σε ότι τους αναλογεί.
Δεν ξεχνώ το εκτεταμένο παράνομο κατέβασμα ταινιών. Για την πειρατεία θα έχουμε μεγάλη συνέντευξη του γενικού διευθυντή της Εταιρείας Προστασίας Οπτικοακουστικών Έργων, κ. Γιώργου Μίχου, την άλλη εβδομάδα στη LIFO. Και πάλι ωστόσο, δε μου βγαίνει από το νου πως, ακόμη και με ολικό ξερίζωμα των παράνομων sites και μπλοκάρισμα σε οποιονδήποτε τολμήσει να καταναλώσει λαθραία μουσική και σινεμά, το θέμα αφορά τον κοινωνικό ιστό και την παντελή έλλειψη πολιτικής βούλησης. Το κράτος αντιμετωπίζει το σινεμά όπως και τις υπόλοιπες τέχνες: σα να μην υπάρχει, και όταν εμφανιστεί διεθνώς, με ένα ευχαριστήριο τηλεγράφημα. Και το κοινό το έχει κατατάξει στην κατηγορία της επικουρικής διασκέδασης, σαν μια έξοδο που έπεται του φαγητού, της καφετέριας και του μπουζουκιού. Και του Μουντιάλ...
σχόλια