«Θα Ξαναγυρίσουμε και θα Τρέμει η Γης!» γράφει με αρχαιοελληνικά ψηφία η μπλούζα που αγόρασα από τουριστικό κατάστημα στο Γύθειο για να τη φοράω όταν κοιμάμαι.
Βγαίνοντας, με το απόκτημά μου μέσα σε πλαστική σακούλα με μαιάνδρους, αντικρίζω τα τοπικά γραφεία της «Χρυσής Αυγής» να δεσπόζουν στην πλατεία. Το γιγαντοπανώ που κρέμεται από το μπαλκόνι τους ζητάει την άμεση απελευθέρωση των «εθνικιστών»-βουλευτών.
Κοιτάζω γύρω μου. Το μανιάτικο τοπίο, άνυδρο μα κατάφωτο, τρυφερό κατά βάθος μέσα στην τόση αγριάδα του, κάθε άλλο παρά υποθάλπει την εκδικητικότητα. Στα πρόσωπα των ανθρώπων, ντόπιων και ξένων, δεν είναι χαραγμένο το μίσος αλλά η χαρά της ζωής. Τα πιτσιρίκια παίζουν στα παρτέρια ή ρίχνουν πετονιές στην αποβάθρα για να ψαρέψουν κανα σπάρο. Οι έφηβοι αράζουν στην πλατεία, ανακατεύουν με το καλαμάκι τον καφέ και καβλαντίζουν ράθυμα, κοιτώντας σπάνια το ρολόι τους. Μαμάδες με μωρά στα καρότσια βολτάρουνε δυό-δυό, τρεις-τρεις, κουτσομπολεύουν, αμπελοψυχολογούν, ίσως και να μπανίζουν κάποιον γκόμενο, έτσι για να περνάει η ώρα… Ανδροπαρέες σαραντάρηδων, πενηντάρηδων, εξηντάρηδων ψευτοτσακώνονται για το ποδόσφαιρο, για τις δουλειές, για φράγκα και για μπερδεμένους έρωτες. Ακόμα κι ένας γέρων ενενήντα ετών, μπαίνει υποβασταζόμενος στο καφενείο και παραγγέλνει με βραχνή φωνή μια ρακή, τη σφίγγει με ένα χέρι που παραδόξως πια δεν έχει Πάρκινσον και την κατεβάζει μονοκοπανιάς. Όλα εν ολίγοις είναι εδώ. Όλα και όλοι θάλλουν κάτω από τον ήλιο και κλείνουν μέσα τους τους πεθαμένους μα και τους αγέννητους. Ποιοι να ξαναγυρίσουν και γιατί να τρέμει η γης;
Το ελληνικό καλοκαίρι μου φαινόταν ανέκαθεν ο μοναδικός ακατάλυτος νόμος μας. Η άσπρη μας πέτρα ξέξασπρη που φωτίζει τον κόσμο και καταργεί τους λεκέδες του. Η διαφανής σαυρούλα που σκαρφαλώνει στο περβάζι. Οι ρόδες των ποδηλάτων που μισοβυθίζονται στην άμμο. Οι αφίσες που προαναγγέλλουν το πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονος και του Σωτήρα. Δημοτικολαϊκά συγκροτήματα πάνω σε πρόχειρα στημένα ικριώματα στην πλατεία, αρνιά και γουρουνοπούλες που σουβλίζονται απ’το πρωί, ο παπάς της ενορίας κερνάει το πιο καλό κοψίδι στον εξάδελφό του απ’την Αστόρια. Το ελληνικό καλοκαίρι είναι τα βογκητά των ζευγαριών που κάνουν έρωτα πίσω από τα μισόκλειστα παντζούρια. Είναι η οθόνη του υπαίθριου σινεμά που θροίζει σε ένα μελτεμάκι. Είναι τα θηριώδη σουτιέν και βρακιά της γιαγιάς που -κρεμασμένα από τα μανταλάκια- ρίχνουν σκιές προϊστορικών τεράτων στον απέναντι τοίχο. Στο ελληνικό καλοκαίρι, το μόνο που μπορείς να σφάξεις είναι ένα καρπούζι. Ποιοι να ξαναγυρίσουν και γιατί να τρέμει η γης;
Ξέρω, ξέρω… Η κοινωνία αντιμετωπίζει τρομερά προβλήματα. Ενάμισι εκατομμύριο άνεργοι, άνθρωποι που έχουν καταρρεύσει οικονομικά, άρρωστοι που ξεροσταλιάζουν για μια χημειοθεραπεία. Οικογένειες που έχουν στερηθεί και το στοιχειώδες αίσθημα ασφάλειας κι έχουν οδηγηθεί στην απόγνωση, γονείς με άδειες, τριμμένες τσέπες που αδυνατούν να πληρώσουν τα φροντιστήρια των παιδιών τους, νέοι που διστάζουν να παντρευτούν – πώς να ανοίξεις σπίτι, αν δεν μπορείς καλά-καλά να συντηρήσεις τον εαυτό σου; Κι έτσι η οργή, μήνα τον μήνα, η οργή διογκώνεται, τυφλώνει, αποκτηνώνει, σε κάνει να επαφίεσαι σε κάποιους που θα ξαναγυρίσουν –δήθεν- και θα τρέμει η γης…
___________
Στο ελληνικό καλοκαίρι, το μόνο που μπορείς να σφάξεις είναι ένα καρπούζι. Ποιοι να ξαναγυρίσουν και γιατί να τρέμει η γης;
___________
Και όμως, το ελληνικό καλοκαίρι είναι ακόμα εδώ. Οι δρόμοι στην Αθήνα έχουν και φέτος τον Αύγουστο ερημώσει σχεδόν. Οι πληθυσμοί των πολυκατοικιών έχουν και πάλι ξεχυθεί στις ακρογιαλιές, ίσως όχι σε πλαζ πολυτελείας και σε μπητς μπαρ με μοχίτο αλλά σε σπίτια συγγενών και φίλων και σε κάμπινγκ, που το νερό απ’το κοινόχρηστο ντουζ κυλάει με το σταγονόμετρο και σου κάνει τη χάρη να σε αφήνει με τα αλάτια. Και όμως, τα παιδάκια εξακολουθούν να πετάνε βότσαλα στη θάλασσα και να παραβγαίνουν ποιανού θα αναπηδήσει περισσότερες φορές. Και οι μεγάλοι (μεγάλος αυτοαποκαλείται όποιος έχει συμπληρώσει τα πέντε) επιμένουν να ερωτεύονται και να λένε φράσεις όπως «πρώτη φορά» ή «για πάντα». Και οι γέροι –και οι εσχατόγεροι- δεν παραιτούνται από το να κάνουν σχέδια για το μέλλον.
Εάν έγραφα μια ελληνική κωμωδία, θα έβαζα κάποιον φανατικό ιδεολόγο –αδιάφορο ποιανής ιδεολογίας- να επιχειρεί να εκφωνήσει λόγο σε παραλία. Ένας αέρας κυκλαδίτικος να καλύπτει τη φωνή του και να του παίρνει τα χαρτιά, ένα κύμα να τον μουσκεύει, ένα μισόγυμνο κορμί να τον ανταγωνίζεται θρασύτατα. Θα τον έβαζα να μουλαρώνει και να τελειώνει τον λόγο του με τη φράση «Θα Ξαναγυρίσουμε και θα Τρέμει η Γης!» Κι έπειτα ένα σμήνος γλάρων –σαν χορωδία αγγέλων ή τραγοπόδαρων σατύρων- να τον ειρωνεύεται γαβγίζοντας.
Διαβάζω ελληνική μυθολογία. Κανείς απ’τους θεούς ή από τις μοίρες δεν προαναγγέλλει πουθενά τη συντέλεια του κόσμου. Δεν απειλεί πως οι άνθρωποι θα κριθούν κατά τα έργα και τις αμαρτίες τους. Δεν προφητεύει μια Δευτέρα Παρουσία. Ποια Δευτέρα Παρουσία; Αφού όλα και όλοι είναι ήδη, νυν και αεί, εδώ. Και η γη δεν τρέμει παρά από τους οργασμούς μας. Κι απ’τις ωδίνες των τοκετών μας.
Το ελληνικό καλοκαίρι περιέχει τα πάντα. Δίνει λογαριασμό μονάχα στον εαυτό του.
σχόλια