ΠΡΟΣΟΧΗ: To άρθρο περιέχει (και) εικόνες ακατάλληλες για ανηλικους
Έρωτες, αρρώστια, χαρές, λύπες, πάρτι γενεθλίων, κακοποίηση, χορός, ναρκωτικά, ξέγνοιαστα απογεύματα στην παραλία, κηδείες φίλων, σεξ, πικ-νικ στο δάσος, οι φίλοι της, η ζωή της. Η Ναν Γκόλντιν συνεχίζει να καταγράφει τη ζωή της. «Μου φαίνεται απίστευτο ότι είμαι ζωντανή» λέει και για να πείσει τον εαυτό της τραβάει ένα ακόμη snapshot.
Η Γκόλντιν γεννήθηκε στην Ουάσινγκτον το 1953 και μεγάλωσε με την οικογένειά της στα προάστια της Βοστόνης. Τα παιδικά της χρόνια ήταν ιδιαίτερα ταραγμένα – και δυστυχισμένα.
Στα 14 της έζησε από κοντά την αυτοκτονία της μεγαλύτερης της αδερφής, και για να μην έχει την τύχη της εγκατέλειψε τους γονείς της για πάντα. Ξέροντας πως οι συμβατικές οικογένειες δεν ήταν γι’ αυτήν πήρε μια απόφαση που την επηρέασε σ’ ολόκληρη τη ζωή της, να θεωρεί Οικογένεια τους φίλους που η ίδια επέλεγε.
Έζησε από δω κι από κει και τελικά γράφτηκε σ’ ένα εναλλακτικό σχολείο που λεγόταν Satya και εκεί έμαθε να βρίσκει διέξοδο στην Τέχνη. Καθώς η ανάμνηση της αδερφής της ξεθώριαζε η Γκόλντιν συνειδητοποίησε πως αν τραβούσε φωτογραφίες τους γύρω της θα μπορούσε να κρατήσει για πάντα τη στιγμή, μπλέκοντας το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον. Άρχισε να απαθανατίζει την επιλεγμένη οικογένειά και κατ’ επέκταση και τη δική της ζωή.
Στην αρχή δεν της αρκούσε μόνο η πραγματικότητα: μεταμφιεζόταν και ενθάρρυνε τους φίλους της να κάνουν το ίδιο προσπαθώντας να μεταμορφώσει την σκοτεινή ζωή της σε κάτι απρόβλεπτο και δημιουργικό. Οι άντρες ντύνονταν γυναίκες και το αντίστροφο μπλέκοντας τα όρια των φύλων, ενώ στις αρχές των ’70ς φωτογράφιζε κυρίως drag queens και τραβεστί που δεν είχε ξανασυναντήσει. Η ματιά της ήταν πάντα αντικειμενική, χωρίς να προσπαθεί να κατακρίνει ή να ωραιοποιήσει καταστάσεις. Ήθελε να φωτίσει τα μικρά κι ασήμαντα: τις ιστορίες ενός κατεστραμμένου σαββατόβραδου, ένα πρόχειρο μεσημεριανό γεύμα, έναν πόντο που έφυγε απ’ το καλσόν.
Εκείνη την περίοδο ξεκίνησε τις σπουδές της στο Boston School of Fine Arts και σταμάτησε να τραβάει ασπρόμαυρες εικόνες, ενώ επέλεξε και να χρησιμοποιεί το φλας της μηχανής της (προηγουμένως βασιζόταν μόνο στον φυσικό φωτισμό). Οι καθηγητές της την βοήθησαν να πειραματιστεί με το ζωηρό χρώμα που έκτοτε έγινε σήμα κατατεθέν της δουλειάς της. Με την τεχνική Cibachrome -την εκτύπωση φωτογραφιών από slides- τόνισε τις χρωματικές λεπτομέρειες ενός κόσμου που μέχρι τότε παρουσιαζόταν μονάχα μουντός και σκοτεινός.
Το 1978 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και συγκεκριμένα στην κακόφημη συνοικία Bowery, πράγμα που άλλαξε άρδην τη ζωή της (μάλλον προς το χειρότερο) Οι αλλαγές είναι εμφανείς και στις φωτογραφίες που καταγράφουν την τότε καθημερινότητά της. Σκληρά ναρκωτικά, καταστροφικά πάρτι, παρακμιακές (αλλά αγαπημένες) φιλίες, σύντροφοι που την ξυλοφόρτωναν. Οι εικόνες της γίνονται το κρυφό ημερολόγιό της: σε μία απ’ τις γνωστότερες φωτογραφίες της η Γκόλντιν απεικονίζει τον εαυτό της καθισμένο στο κρεβάτι με τσακισμένο και μελανιασμένο από μπουνιές πρόσωπο, με βλέμμα ταυτόχρονα σπαρακτικό αλλά και περήφανο. Υπήρχαν βέβαια και καλές στιγμές και όλες φαίνονται και στη δουλειά της: η ίδια κι οι γελαστές φίλες της στην εξοχή, ξέφρενοι χοροί σε new wave πάρτι, απόκριες στην πόλη.
Προσπάθησε να εκθέσει τη αυτοβιογραφική, περιθωριακή της αλήθεια στις γκαλερί της Νέας Υόρκης χωρίς αποτέλεσμα κι έτσι άρχισε να προβάλλει τις εικόνες της τη μία μετά την άλλη στα περίφημα slide shows της, φτιάχνοντας μίνι ταινίες αντί για μεμονωμένους κρεμασμένους στον τοίχο πίνακες. Τα πρώτα slide shows έγιναν σε σπίτια και σε πανκ-ροκ κλαμπ της πόλης και καλεσμένοι ήταν συνήθως οι φίλοι της φωτογράφου που παρακολουθούσαν με έξαψη – και ενίοτε αμηχανία, τις προσωπικές τους στιγμές (τις περισσότερες απ’ τις οποίες δεν θυμόταν καν) με τη συνοδεία των μουσικών επιλογών της Γκόλντιν, από Velvet Underground μέχρι Eartha Kitt. Το βασικό slide show που είχε τον τίτλο The Ballad of Sexual Dependency (αργότερα κυκλοφόρησε και το ανάλογο λεύκωμα) είχε διάρκεια 45 λεπτών και παίχτηκε για χρόνια στη Νέα Υόρκη. Η Γκόλντιν δεν σταματούσε να το ανανεώνει εμπλουτίζοντάς το με καινούργιες εικόνες και διαφορετικές μουσικές.
Μέχρι το 1986 οι φωτογραφίες της ήταν γνωστές σ’ ένα μικρό κύκλο τεχνοκριτικών και σ’ ένα μεγάλο κύκλο περιθωριακών ηρώων της Νέας Υόρκης. Το ’86 όμως η Γκόλντιν αποφάσισε να δείξει τη δουλειά της και παραέξω κι άρχισε τα ταξίδια -που δεν σταμάτησαν ποτέ. Το φιλμ με τα slides της προκάλεσε μεγάλη αίσθηση στα φεστιβάλ του Βερολίνου και του Εδιμβούργου κι η δουλειά της έγινε περιζήτητη.
Όμως μαζί με τη φήμη και την καλλιτεχνική αναγνώριση ήρθαν και τα προβλήματα: πριν φύγουν τα ‘80ς τα ναρκωτικά, το αλκοόλ και οι αυτοκαταστροφικές της σχέσεις την είχαν φέρει στο χείλος της καταστροφής. Το 1988 αποφάσισε να καθαρίσει τη ζωή της και μπήκε σε κλινική αποτοξίνωσης. Κατόρθωσε να επιζήσει βγάζοντας φωτογραφίες του εαυτού της, καταγράφοντας τη δύσκολη ζωή της σ’ ένα μικροσκοπικό δωμάτιο της κλινικής. Σ’ όλες τις εικόνες τα συναισθήματα είναι αποτυπωμένα στο πρόσωπό της: στην αρχή η κλειστοφοβία και η απόγνωση, αργότερα η πλήρης παραίτηση, προς το τέλος μια χαραμάδα αισιοδοξίας.
Βγαίνοντας από την κλινική αντιμετώπισε κι άλλα προβλήματα. Εκείνη την περίοδο δεκάδες φίλοι και γνωστοί της πέθαναν είτε από Aids ή από ναρκωτικά. Φίλοι (Οικογένεια) τη ζωή των οποίων κατέγραφε βήμα προς βήμα έσβηναν ο ένας μετά τον άλλον. Και οι φωτογραφίες της μπορεί να τους κρατούσε ζωντανούς στη μνήμη της (αυτός ήταν άλλωστε κι ο αρχικός της σκοπός) αλλά αυτό δεν την παρηγορούσε πια, ούτε και το γεγονός ότι αυτή –χάρη στην αποτοξίνωσή της- είχε περάσει στον κύκλο των επιζήσαντων.
Ιδιαίτερα σπαρακτικό είναι το ‘Cookie Portfolio’, μια σειρά 15 πορτραίτων της αγαπημένης της φίλης Cookie που ξεκινά το 1976 με τις ανέμελες στιγμές συνεχίζεται με τα χρόνια των καταχρήσεων και τελειώνει με σκηνές απ’ την κηδεία της Cookie στα τέλη των ’80ς.
Τα επόμενα χρόνια η Γκόλντιν συνέχισε να καταγράφει τις εμπειρίες της, τα ταξίδια της, τους νέους της φίλους, την αγαπημένη της σύντροφο Σιόμπαν (δεν έκρυψε ότι, τελικά, προτιμούσε τις γυναίκες), τα χρόνια της υποτροφίας DAAD στο Βερολίνο. Στη δεκαετία του ’90 χρειάστηκε πλειστάκις να απολογηθεί για το Heroin Chic των φωτογραφίες περιοδικών μόδας τα οποία αντέγραφαν την παλιότερη δουλειά της και να δηλώσει πως δεν τρελαίνεται για το grunge λουκ που επίσης είχε ως σημείο αναφοράς τις πρώτες φωτογραφίες της.
Το 1994 συνεργάστηκε με το στενό της φίλο Ντέιβιντ Άρμστρονγκ σ’ ένα λεύκωμα που λεγόταν Double Life και περιείχε εναλλάξ φωτογραφίες των δύο καλλιτεχνών με τα ίδια ακριβώς θέματα και μοντέλα, αποτυπώνοντας τις διαφορετικές ματιές τους για τον κόσμο γύρω τους. Το επόμενο έτος συνεργάστηκε με τον Αράκι, τον μεγάλο Γιαπωνέζο φωτογράφο. Το 1996 παρουσίασε σχεδόν όλα τα έργα της σε μια μεγάλη αναδρομική έκθεση στο Whitney Museum της Νέας Υόρκης ενώ δυο χρόνια μετά είδε τη ζωή της να παραλλάσσεται για της ανάγκες της εξαιρετικής ταινίας ‘High Art’ (η οποία περιλάμβανε και φωτογραφικό υλικό της Γκόλντιν).
Τα έργα της κατά τη δεκαετία του '00 έγιναν όλο και πιο κινηματογραφικά και πειραματίστηκε με το βίντεο.
Οι δουλειές της περιστρέφονταν ακόμα γύρω απ' τη ζωή της -σε βαθμό που να μην μπορείς να ξεχωρίσεις τι είναι τι. Τα τελευταία χρόνια τα θέματα των φωτογραφιών της περιλαμβάνουν και εικόνες φύσης, χωρίς όμως να αποκλείουν την καθημερινότητα και τους φίλους της πολλούς απ' τους οποίους φωτογράφισε να κάνουν σεξ με τους συντρόφους τους.
Τα τελευταία όμως κάνει αρκετά διαφορετική δουλειά:
Εξαργυρώνει το όνομά της δουλεύοντας συχνά πυκνά με πολυεθνικές, φωτογραφίζοντας μοντέλα για καμπάνιες μόδας κ.α.
Φωτογραφίες της για την καμπάνια των Scanlan & Theodore
H δουλειά της για τη μάρκα πολυτελείας Bottega Veneta
(έκανε μια καμπάνια που θύμιζε την κλασική δουλειά της Ballad of Sexual Dependency πράγμα που θεωρήθηκε Ιεροσυλία!).
Το 2011 διαφήμισε τα παπούτσια του Jimmy Choo
Μόλις πέρσι έκανε την καμπάνια του οίκου Ντιόρ, με πρωταγωνιστή τον Ρόμπερτ Πάτινσον.
«Η δουλειά μου, απ’ την αρχή, είχε την αισθητική των γρήγορων και πρόχειρων φωτογραφιών (snapshots)», λέει η Γκόλντιν. «Τα snapshots πάντα χρησιμοποιούνταν από απλούς ανθρώπους, άσχετους με την τέχνη, και δήλωναν την αγάπη τους αλλά και την επιθυμία τους να θυμούνται ανθρώπους, μέρη ή και στιγμές που έζησαν με άλλους. Καταγράφοντας την ιστορία, τελικά, δημιουργούν ιστορία».
Τα τελευταία χρόνια όμως βγάζει λιγότερα snapshots και περισσότερες στημένες φωτογραφίες μόδας.
Πούλησε την ψυχή της στο διάβολο; Ξεπουλήθηκε για τα λεφτά;
Μπορεί. Πιστεύω όμως πως μετά από δεκαετίες καλλιτεχνικών αριστουργημάτων λόγω των δυστυχιών της ζωής της, επιτέλους είναι χαρούμενη. Η καθημερινότητά της δεν είναι πια γεμάτη με φίλους που πεθαίνουν, γκόμενους που τη δέρνουν και οργιώδη πάρτι γεμάτα ναρκωτικά - άρα γιατί να είναι οι φωτογραφίες της;
Μερικές φορές η τέχνη πρέπει να υποτάσσεται στη ζωή, κι η Γκόλντιν έκανε αυτό ακριβώς στην αρχή της καριέρας της, και αυτό κάνει και σήμερα.
σχόλια