Είχα κάποτε ένα φίλο -και ακόμα τον έχω- που μου είχε περιγράψει την πρώτη του επαφή με τη Λένα Πλάτωνος ως «τραυματική». Μου είχε πει λοιπόν ότι κάποτε, στο γυμνάσιο, αρχές '90ς, ήταν δεν ήταν 14 χρονών, βρέθηκε σε μια πολύ καλλιτεχνική και ψευτομποέμ παρέα. Οι άλλοι κάπνιζαν και έλεγαν ένα σωρό ακατανόητες λέξεις, ένας μάλιστα απ' αυτούς αποκαλούνταν ο Ποιητής. Ήταν ένας μουσάτος 17χρονος με φθαρμένη καμπαρντίνα, που υποτίθεται ότι έγραφε νυχθημερόν και υπέφερε για την Τέχνη του. Ποτέ κανείς δεν τον αποκαλούσε με το πραγματικό του όνομα.
Φορούσαν όλοι μαύρα και μιλούσαν για ψυχικές διαταραχές και αυτοκτονίες όπως άλλοι της ηλικίας τους μιλούσαν για το Χτυποκάρδια στο Μπέβερλι Χιλς και το 21 Jump Street. Ο φίλος μου είχε νιώσει πολύ κλειστοφοβικά όταν πήγε μια μέρα μαζί τους στο Υπόγειο, ένα αραχνιασμένο δωματιάκι που μαζεύονταν σαν παρέα – κι ενώ ένιωθε περίεργα (και ίσως φταίγαν οι καπνοί απ' τα περίεργα, όπως μου τα είχε χαρακτηρίσει τότε, τσιγάρα που κάπνιζαν οι άλλοι) έκανε υπομονή∙ ήταν λίγοι οι συμμαθητές με κάποιες πνευματικές ή καλλιτεχνικές ανησυχίες και δεν ήθελε (ακόμα) να γίνει ο στερεοτυπικός loner του Γυμνασίου.
Κάθισε λοιπόν για καναδυό ώρες στο Υπόγειο, καθώς οι υπόλοιποι προσπαθούσαν να τον εμπλέξουν σε συζητήσεις για το Κομμουνιστικό Μανιφέστο και την Αμερικάνικη Υποκουλτούρα. «Ο Μόρισεϊ θα σ' αρέσει πολύ» του είπε ένας κι έβαλε έναν δίσκο των 33ων στροφών στο πικάπ. Ο φίλος μου μίσησε αυτόματα τον Μόρισει (μίσος που δεν θα κρατούσε για πάντα) κυρίως επειδή ήξερε πως έπρεπε να του αρέσει. Μετά ο Ποιητής άναψε μερικά κεριά, έκλεισε το φως και διάβασε ένα σωρό ποιήματα που είχε γράψει, τα περισσότερα θανατηφόρα, για μια χαμένη αγάπη που λεγόταν Λάουρα. «Άμα θέλετε να διασκεδάσετε, τι κάνετε;» ρώτησε ο φίλος μου, και οι υπόλοιποι τον κοίταξαν καχύποπτα. «Η διασκέδαση είναι μια έννοια υπερτιμημένη» του είπε ο Ποιητής. «Δεν διασκεδάζουμε! Φοράμε μαύρα, αναλογιζόμαστε την θλιβερή καθημερινότητα και απαισιοδοξούμε. Και αυτό μας γεμίζει.»
Ο απογευματινός πεσιμισμός στο Υπόγειο ολοκληρώθηκε με την ακρόαση ενός δίσκου της Λένας Πλάτωνος. Ο φίλος μου κάθισε σιωπηλός (αν και κόντευε να τον πιάσει νευρικό γέλιο) καθώς οι υπόλοιποι, μ' ένα θλιμμένα καταφατικό βλέμμα στα πρόσωπά τους, άκουγαν αργά ηλεκτρονικά τραγούδια με αστείους στίχους για Ρουμάνους και για ασανσέρ.
«Είναι φοβερή» είπε ο Ποιητής. «Σου μεταδίδει συμπυκνωμένο όλο το μηδενισμό, όλη την ψυχασθένεια του Ατόμου». Ο φίλος μου προφασίστηκε κάτι σημαντικό και πήγε σπίτι του τρέχοντας βάζοντας την τηλεόραση για να δει το Golden Girls και να ξεπλύνει την στενάχωρη, σκοτεινή αίσθηση του Δήθεν.
Χρόνια μετά, ξανάκουσε Λένα Πλάτωνος, όχι πλέον για να φανεί κουλ ή/και ψαγμένος, αλλά επειδή το ήθελε. Ανακάλυψε ότι τελικά ο πεσιμισμός κι η ψυχασθένεια δεν υπήρχαν (στα αυτιά του τουλάχιστον) σε κανένα κομμάτι του έργου της. Απ' ό,τι ο φίλος μου μού είπε αργότερα, ακούγοντας τον ίδιο δίσκο που χρόνια πριν είχε υπομείνει στο Υπόγειο, αλλά και άλλους, αυτός διέκρινε μια δύναμη ψυχής, είδε εικόνες ήλιου και αισθάνθηκε αισιόδοξος. Τελικά έγινε φαν όχι για να εντυπωσιάσει άλλους, αλλά γιατί ένιωθε πως η μουσική της και –κυρίως- οι στίχοι της τον έκαναν να αισθάνεται χαρούμενος και λίγο πιο δυνατός.
σχόλια