Η πρώτη μου αληθινή και εκούσια θεία εξομολόγηση, θα μπορούσε άνετα να καταταχτεί στην ίδια λίστα με την πρώτη σεξουαλική μου εμπειρία.
Είχα ξαναπάει για εξομολόγηση σε μια θρησκευτική κατασκήνωση στα 12. Τότε βέβαια δεν είχα απολύτως τίποτα να εξομολογηθώ -απλά κοιταζόμασταν.
Ο παπάς πιάστηκε από τα καλλιτεχνικά γράμματα Esprit στην μπλούζα μου, του φάνηκαν Εβραικά και άρχισε να μου κάνει αντισημιτικό κήρυγμα, εγώ πήγα να επιχειρηματολογήσω ότι ούτε τα γράμματα ειναι Εβραικά, δε ο Χρίστος ήταν Εβραίος, και καταλήξαμε να μην φοράω σκουλαρίκια και να νηστεύω Τετάρτη και Παρασκευή.
Τώρα όμως ήταν αλλιώς. Δέκα χρόνια αργότερα είχα γίνει και είχα κάνει πράγματα που ούτε εγώ η ίδια δεν θα φανταζόμουν ποτέ ότι θα έφτανα να κάνω. Ο ορισμός του απολωλότος προβάτου, χαμένη στη μετάφραση, σκαστή από το σπίτι, να μην ξέρω αν όντως έχω κάποιο πρόβλημα ψυχικής υγείας ή αν η υπερβολική καταδίωξη -"ενδιαφέρον" κάποιων συγγενικών προσώπων με είχαν κάνει να φέρομαι σαν τρελή και κυνηγημένη χωρίς λόγο.
Αντί να είμαι το μεγάλο παιδί, η ρομαντική μετα-έφηβη που ήμουν πριν λίγο, είχα καταλήξει να λέω ψέμματα για σοβαρά ζητήματα, να προσπαθώ να καταχραστώ λεφτά, να κάνω σεξ για χρήματα χωρίς να τα χρειάζομαι, να κάνω αηδίες μόνο για την εμπειρία, και την άλλη μέρα να είμαι μια άλλη, να τρέχω να σωθώ από όλους, βρε μήπως να μπω σε μοναστήρι να ηρεμήσω; Δεν πίστευα στα θεία αλλά είχα ακούσει ένα σωρό κατάδικους και σκυλο-διασημότητες να μπαίνουν που και που σε μοναστήρι, εμένα θα έδιωχναν;
Έπρεπε να τα πω όλα σε κάποιον. Όλη η προηγούμενη περίοδος ήταν ένα σύννεφο. Κάποια να μπαίνει και να βγαίνει σε κύκλους ατόμων, να μην ξέρει πού ανήκει -βασικά με καρπάζωσε η στιγμή που όλοι οι αιθεροβάμωνες αργά ή γρήγορα βιώνουν: η αιώνια φαντασίωση ότι είμαι ένα μικρό κομμάτι παζλ που θα βρει "κάπου να κολλήσει" κι είναι απλά θέμα χρόνου έκανε fade into grεy, χωρίς καν ένα κακόγουστο φλογοβόλο εφέ, όπως ξημερώνει στα παιδάκια ότι δεν υπάρχει Άη Βασίλης, και το αφόρητο βάρος του να πρέπει να πάρω αποφάσεις για τη ζωή μου, σε έναν ενήλικο κόσμο με ντεριέ, μπούστα, λεφτά, φόρους, λογαριασμούς, αμάξια, αγορές, προιόντα, marketing, προοπτικές ανέλιξης και κυρίως το γαμώτο χωρίς ίχνος Χόλιγουντ, με οδήγησε στα εξής λογικά διαβήματα.
1. Να αποκοινωνικοποιηθώ πλήρως (το οποίο είχε και τα θετικά του, γνώρισα περισσότερο κόσμο στο ανάμεσα απ' ότι είχα γνωρίσει σε όλη την ως τότε ζωή μου).
2. Να παίζω ΚΙΝΟ σε παρακμιακά προποτζίδικα με γέρους.
3. Να τρώω όλη μέρα όσο τρώει μια πολυμελής οικογένεια την εβδομάδα των Χριστουγέννων και να γυρνάω όλο το λεκανοπέδιο για να βρω εμετικά χαλώντας περισσότερα λεφτά από όσα χαλάει κροίσος που καταναλώνει 3 γραμμές κόκα Κολομβίας και 2 πακέτα πούρα αβάνας τη μέρα.
4. Να κάνω σεξ με άτομα που δεν με ελκύουν.
5. Να εξαφανίζομαι και να μετακινούμαι γύρω γύρω σε όλη την Ελλάδα κάνοντας ωτοστόπ συνεχώς.
6. Να λέω περίπλοκα ψέμματα χωρίς λόγο.
7. Να κάνω ελεύθερο camping σε παραλιακά παγκάκια και σεξουαλικές πράξεις επί χρήμασι, με τα οποία χρήμασι αγόρασα αξεσουάρ που δεν χρειαζόμουν από κινέζικο.
8. Να περνάω ώρες κοιτώντας από ταράτσες και μετρό καταλήγοντας ότι δεν έχω το κουράγιο να αυτοκτονήσω.
9. Να πάω βράδυ να αυτοκτονήσω στην Ακρόπολη (ταταν! δραματικο) και συνειδητοποιώντας ότι είναι κλειστά να εξηγώ τις προθέσεις μου σε έναν άσχετο πενηντάρη με τον οποίο κοιμηθήκαμε σε ροζ ξενοδοχείο με φωτάκια στην ψευδοροφή χωρίς να κάνουμε απολύτως τίποτα, ανέβηκα στην ταράτσα, άφησα ένα πολυσέλιδο μπουδρολογικό σημείωμα αυτοκτονίας (οκ, καθαρίστριες σε τσοντοξενοδοχείο, θα έχουν δει και χειρότερα) και τελικά ξανακατέβηκα κι έφυγα αφού τον φέσωσα για να φάω τον περίδρομο στον πρωινό μπουφέ (Σόρυ φιλε, πεινούσα).
10. Να ζητάω από μαύρους στην Κυψέλη να μου δώσουν ένα όπλο να αυτοκτονήσω (καταλήξαμε ότι ο ένας ήταν μέλλων κληρικός που είχε κάνει στο Άγιο Όρος και το Δαφνί και με δαιμονικά οράματα, ο άλλος ευρύτερος συμφοιτητής μου της Φιλοσοφικής και ο τρίτος, αχλαδέμπορας που προσπαθούσε να με πείσει ότι είναι εφευρέτης με πατέντες στην αντιύλη/υπερχάκερ- στέλεχος της CIA και του FBI).
11. Να προσπαθώ να μπω σε μοναστήρι.
Στα πλαίσια αυτού είπα λοιπόν ότι θα κάνω μια απόπειρα να μοιραστώ ένα μικρό κομμάτι από τα πράγματα που με βάραιναν, μήπως και μια εξομολόγηση με βοηθούσε να ξεφορτωθώ την σχάση ταυτότητάς μου, και τον εκμεταλλευτικό και αδιάφορο (καθόλου χαρακτηριστικό για εμένα πριν) τροπο με τον οποίο είχα προσπαθήσει να χρησιμοποιήσω φιλικά, συγγενικά και άσχετα άτομα για να ξεφύγω απ' τον έλεγχο της οικογένειας, που κάποια στιγμή πήρε πρέφα ότι κάτι δεν πάει καλά.
Να πάρω άφεση.
Να ηρεμήσω μέσα μου.
Πήγα στον Άγιο Πατέρα. Τα σέβη μου και τα λοιπά. "Θέλω να εξομολογηθώ".
Μισό λεπτό να φέρω το επιτραχήλιο. Καθόμαστε. Παίρνω ανάσα. Έχω το τρακ της αναμονής. Από πού να αρχίσω; Τι να πρωτοπώ;
-Νηστεύεις τις Ορθόδοξες Νηστείες;
-Όχι.
-Προσεύχεσαι τακτικά;
-Οχι.
-Κοιμάσαι με άντρες εκτός δεσμών γάμου;
-Εννοείτε με ανύπαντρους ή με παντρεμένους;
-Αν είναι παντρεμένοι λέγεται μοιχεία. Αν είστε και οι δύο άγαμοι λέγεται πορνεία.
-Εεε.. με παντρεμένους δεν πάω.
-"Μάλιστα λοιπον! Πορνεία!", διέγνωσε πανηγυρικά ο εξομολόγος, σκύψε μου λέει, μου φέρνει το πετραχήλι καπέλο κι αρχίζει να ψέλνει τα πρακτικά της λήξης. Μαζεύει το πετραχήλι και φεύγει.
Σηκώθηκα εγώ απ' τα γόνατα, ούτε η κορύφωση ούτε η κάθαρση που περίμενα με βρήκαν - απλά μια διαδικαστική ξεπέτα.