Είμαι στο καραβάκι που μας πηγαίνει από τη Χίο στο Τσεσμέ /
γλυκός Σεπτέμβρης, ήσυχη θάλασσα, τα τελευταία φώτα της νύχτας σβήνουν, η Ευρώπη από την Ασία απέχει λίγα ναυτικά μίλια και ξαφνικά το βλέμμα σου πέφτει πάνω σε ένα ασυνήθιστο ζευγάρι: η νέα γυναίκα είναι τυφλή, με σακίδιο στην πλάτη και λευκό μπαστούνι που τώρα το έχει μαζεμένο, και ο φίλος της, επίσης βαρυφορτωμένος, φοράει ακουστικά βαρηκοΐας /
δεν είναι κωφάλαλος γιατί κάτι λένε μεταξύ τους και χαμογελάνε /
κάποιο αστείο ίσως /
η πρωινή αύρα της θάλασσας χαϊδεύει τα πρόσωπά τους /
όταν φτάνουμε και σηκωνόμαστε, καταλαβαίνω ότι ο νέος άντρας με τα ακουστικά είναι κι αυτός τυφλός /
κρατώντας ο ένας τον άλλο, με προτεταμένα τα μπαστούνια τους, ανιχνεύουν τη νέα γη, τον νέο σταθμό των διακοπών τους, που μόνο οι ίδιοι ξέρουν πώς έχουν μάθει να ξεχωρίζουν από τον προηγούμενο /
οι άλλοι επιβάτες παρακολουθούν τα παιδιά στη σύντομη πορεία τους μέχρι το γκισέ του ανταλλακτηρίου συναλλαγμάτος, ένας Τούρκος υπάλληλος έχει σπεύσει να τους βοηθήσει /
είναι Άγγλοι, κι όταν με το καλό γυρίσουν πίσω, αναλογίζομαι την περηφάνια τους /
εμείς θα φύγουμε για τη Σμύρνη και ώρες αργότερα θα σκεφτόμαστε αυτό το «παράδοξο» ζευγάρι, πού θα βρίσκεται και τι θα «βλέπει» /
«παράδοξο», γιατί στη δική μας πατρίδα δεν έχουμε τυφλούς, όπως στο Ιράν δεν έχουν ομοφυλόφιλους /
δεν τους βλέπουμε στους δρόμους, μόνο ελάχιστοι γενναίοι που παίρνουν το μετρό ή περιμένουν το λεωφορείο /
και στην αστεία χώρα όπου ζούμε, με τα διαδοχικά πακέτα στήριξης και τους πακτωλούς εκατομμυρίων που πέρασαν πάνω από τα κεφάλια μας, δεν κατορθώσαμε ούτε το ελάχιστο: οι στάσεις των λεωφορείων να ενημερώνουν με ηχητικά μηνύματα για την άφιξη του επόμενου οχήματος /
και ο άνθρωπος που δεν βλέπει να επαφίεται στην καλοσύνη των ξένων /
έχω έναν φίλο, τον Στάθη, που μαζί με τη γυναίκα του ξεκινούν κάθε ημέρα από το Περιστέρι για να πάνε στη δουλειά τους /
τυφλοί και οι δύο, έπιασαν σπίτι κοντά σε σταθμό μετρό για ευνόητους λόγους /
χρησιμοποιούν και οι δύο μέσα μαζικής μεταφοράς /
«το μετρό μου έσωσε τη ζωή», μου είχε εξομολογηθεί σε ανύποπτο χρόνο /
κι αν το μετρό τού έσωσε τη ζωή, δεν είχε υπολογίσει τους Έλληνες /
«σχεδόν κάθε ημέρα, λίγα μέτρα από την πολυκατοικία μας, ένας τύπος παρκάρει το αυτοκίνητό του πάνω στο πεζοδρόμιο και μας κάνει τη ζωή δύσκολη» /
ο Στάθης μου έλεγε ότι αφήνει πάντα μια ώρα να περάσει πριν πάρει τηλέφωνο τη γυναίκα του για να δει πώς έφτασε /
«συνήθως είναι εκνευρισμένη από τα εμπόδια που έχει συναντήσει στον δρόμο μέχρι να φτάσει στο γραφείο της και προτιμώ να της δίνω λίγο χρόνο για να ηρεμήσει» /
το πιο ανεξήγητο απ' όλα είναι ότι ο ίδιος ο άνθρωπος που πάρκαρε το αυτοκίνητό του πάνω στο πεζοδρόμιο μπορεί μια ώρα αργότερα να βοηθήσει τον Στάθη και κάθε Στάθη να ανέβει στο σωστό λεωφορείο /
όμως, μελαγχολείς γιατί μετά από τόση ευημερία, τόσα ταξίδια έξω και τόσα μεταπτυχιακά, συζητάμε ακόμα για τα ίδια πράγματα.
σχόλια