Στο ποτάδικο που πάω, το Σάββατο σκάνε οι αλεξιπτωτιστές. Φάτσες που περνάνε ξαφνικά, για μια φορά, και μετά δεν τις ξαναβλέπεις. Περιεργάζονται το χώρο, πίνουν λίγο, γουλιά γουλιά - φαίνονται άμαθοι στο ξενύχτι. Την περασμένη βδομάδα ήταν δυο κορίτσια λίγο μεγαλωμένα, θα μπορούσες να τα πεις γυναίκες ελλιπούς ζήτησης. Είχαν την πλάτη στον τοίχο και κοίταζαν τους άντρες. Η μια είχε μακριά κόκκινα μαλλιά, με σίξτις χωρίστρα δεξιά, σαν ηρωίδα του free cinema. Και το ντύσιμό της είχε κάτι παλιό: το κραγιόν, έχοντας ξεφύγει, της έβαφε λίγο στραβά το κάτω χείλος. Δεν μίλαγε καθόλου με τη διπλανή της κι είχε ύφος περίλυπο. Φλέρταρε διστακτικά, στο απρόσφορο περιβάλλον του συγκεκριμένου μπαρ, και μετά χαμήλωνε τα μάτια. Έφυγαν πριν τη μία, πιο βαρύθυμες από ό,τι μπήκαν. Αν έκανες ένα γύρω με το βλέμμα σου, έβλεπες ζευγάρια της στιγμής, υπερντυμένα κι ημιεπίσημα, ασύμπτωτους χαρακτήρες που τους έδενε η ανάγκη του Σαββατόβραδου. Zευγάρια της στέρησης και της συνθήκης.
Δεν θέλω να βγαίνω τα Σάββατα. Με τρελαίνει το τσιτωμένο ψάξιμο των γύρω μου. Όλοι θέλουν να φάνε μέσα σε τρεις ώρες το μέλι μιας ολόκληρης βδομάδας - που συνήθως πέρασε στεγνά
Λίγο πιο κάτω, στο Ιστορικό Κέντρο, ένα άλλο τάργκετ γκρουπ έπηζε. Μαθητές, φοιτητές, χίψτερς του μεγαλείου και της συμφοράς. Η καλοπέραση μιας ξεντωμένης εφηβείας που γίνεται ακκισμός, έξη και τελικά τρόπος ζωής. Λέξεις που σέρνονται άθυμα, πολλή χημεία, τσακαλοσύνη και Ίντερνετ - αιώνες στα μετερίζια της Αγίας Ειρήνης. Διασχίζω το εξέχον πλήθος, όπως διασχίζει κανείς τα πλήθη: με λίγη ασφυξία.
Δεν συνηθίζω να βγαίνω τα Σάββατα. Με τρελαίνει το τσιτωμένο ψάξιμο των γύρω μου. Όλοι θέλουν να φάνε μέσα σε τρεις ώρες το μέλι μιας ολόκληρης βδομάδας - που συνήθως πέρασε στεγνά. Αν γίνεις πίτα, ίσως και το απολαύσεις. Χώμα ήσουν και χώμα ξαναγίνεσαι. Αλλά, δεν αντέχω πια το πολύ λιώμα, οπότε αναγκαστικά προσβλέπω σε «ποιοτικότερες» απολαύσεις. Στη μέθη της Δευτέρας, ας πούμε. Και τα συνειδητοποιημένα ναυάγια της Τρίτης. Το χανγκόβερ της Τέταρτης - και ούτω καθεξής.
Ήθελα όμως να πω ότι αυτά τα τελευταία Σαββατόβραδα που από σύμπτωση ξώκειλα στις πιάτσες της διασκέδασης, είδα ότι λίγα πράγματα αλλάξανε από το 1956 που ο Κάρελ Ράιζ γύριζε το Momma don't allow, και ο Ρίτσαρντσον το Σάββατο βράδυ, Κυριακή πρωί για τα εκρηκτικά μεθύσια της εργατικής τάξης στο μαυρόασπρο Λονδίνο. Το ζόρι μιας βδομάδας που ξεθυμαίνει σαν βαλβίδα σε κατσαρόλα ατμού. Και την περίληψη χαράς που ζουν, με ένα είδος ανήκουστης κραυγής, όσοι είναι άμαθοι στην καλοπέραση. Σαν τους «Πάππες» του Μπέικον.
Για ένα ακόμα ανεξιχνίαστο λόγο λίγα πράγματα αλλάξανε και από τη μελαγχολία που αφήνει εκείνο το τραγούδι του Τσιτσάνη:
Χωρίσαμε απόβραδο κι ήτανε Σαββατόβραδο
Κι ως τα βαθιά χαράματα με πνίξανε τα κλάματα.
Βλέποντας τα κορίτσια να φεύγουν άπαρτα από το ποτάδικο το περασμένο Σάββατο, είδα ξανά πόσο κρίμα είναι να μένει στα αζήτητα η καύλα των ανθρώπων.
σχόλια