Η περίπτωση του Στέλιου Ράμφου με τα χρόνια έχει αποβεί εξαιρετέα αλλά και παραδειγματική. Το ελληνικό πανεπιστήμιο τον θεώρησε ανεπαρκή (!), όπως άλλωστε και τον Παναγιώτη Κονδύλη, με αποτέλεσμα ο «απορριφθείς» πλατωνιστής να στεγαστεί στο Ίδρυμα Βασίλη και Μαρίνας Θεοχαράκη, αναπτύσσοντας έναν πλούτο θεωρητικό που γοήτευσε και γοητεύει το κοινό του. Κατά μία έννοια ήταν τυχερός άτυχος, διότι είναι λιγάκι δύσκολο να δεχθεί κανείς έναν άνθρωπο που δίδασκε σε γαλλικό πανεπιστήμιο, αλλά στο αθηναϊκό πανεπιστήμιο οι πόρτες παρέμειναν κλειστές.
Πασχίζοντας μισόν αιώνα περίπου με τα γραπτά του Πλάτωνα, ο Ράμφος δεν κέρδισε απλώς τη γνώση του έργου στους μικρούς αλλά και στους μεγάλους διαλόγους˙ το κυριότερο είναι ότι η ανταπόκριση του έργου τον πλούτισε με μια βαθύτητα η οποία προσδίδει αντί για σχολαστικότητα, μια ομορφιά στην επιχειρηματολογία η οποία δίνει χαρά στον αναγνώστη
Η Καλλίπολις Ψυχή πιθανότατα αποτελεί τον πυρήνα των πλατωνικών του σχολείων: πρόκειται για την Πολιτεία του Πλάτωνα η οποία σχολιάζεται καταλεπτώς, ακολουθώντας, τυπικώς τουλάχιστον, την αφήγηση του έργου με τη σειρά που παρατάσσονται τα «βιβλία». Η όλη παράσταση θέλει ο Πλάτων να μοιάζει θεατρική και όντως είναι, όπως άλλωστε και η χειρονομία του δούλου που τον κρατά από τον χιτώνα (κάτι ανάλογο συναντούμε και στη Θεία Κωμωδία). Ο Σωκράτης –πρόθυμος πάντα για συζήτηση όταν βρίσκεται μεταξύ όμορφων νέων– θέτει το ζήτημα της δικαιοσύνης, που όταν το αντικείμενό της αργεί, είναι εν χρήσει άχρηστος, εν δε αχρηστία χρήσιμος.
Ξέρουμε ότι στο πρώτο βιβλίο η συζήτηση αρχίζει να βαθαίνει καθώς –θεατρικότατα– ο Θρασύμαχος γίνεται έξω φρενών και στη συνέχεια θα υποστηρίξει ότι το δίκαιον ουκ άλλο τι ή το του κρείττονος συμφέρον – ήτοι το δίκαιον του ισχυροτέρου. Με άλλα λόγια, ούτε μηδενιστής ούτε φιλόδικος είναι ο Θρασύμαχος, απλώς θέλει την κοινωνική τάξη στην υπηρεσία της φυσικής τάξης. Όπως στη φύση το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό, παρόμοια στην κοινωνία το δίκαιο είναι το του ισχυροτέρου. Με έναν λόγο, το ραμφικό πρόγραμμα παρουσιάζει την εξής ευγένεια: παραδίδοντας το μάθημα, στη συνέχεια πασχίζει να προσθέσει μια σειρά από σκέψεις που τις γεννά το πρώτο βιβλίο χωρίς να τις αναφέρει.
Στο δεύτερο βιβλίο, όπου με άλλα μέσα εμφανίζεται ο Γύγης με το δαχτυλίδι του, καταλαβαίνουμε ότι το ζήτημα της δικαιοσύνης βαθαίνει. Οσάκις ο Γύγης στρίβει ένδοθεν το δαχτυλίδι του γίνεται άφαντος (άρα μπορεί να αδικοπραγεί χωρίς να γίνεται αντιληπτός), ενώ όταν το στρίβει έξωθεν γίνεται ορατός. Κλέφτες, απατεώνες, διαρρήκτες, κάθε λογής Γύγηδες γίνονται άφαντοι άνευ δαχτυλιδιού, καταργώντας τη δικαιοσύνη. Το αντίθετο, δηλαδή, από τον Γύγη, που στρίβοντας το δαχτυλίδι προς τα έξω, γίνεται ορατός. Τα σχόλια του Ράμφου για τον Γύγη είναι εξαιρετικά, καθώς συνδυάζουν σημερινές σκέψεις με αρχαϊκές καταβολές. «Χωρίς αλήθεια κρύβω τον εαυτό μου από τους άλλους, με αλήθεια αποσύρω το Εγώ και εκθέτω τον εαυτό μου».
«Χρειάστηκαν αιώνες στοχαστικής συγκεκριμένης βιοτής των εθνικών φιλοσόφων αλλά κυρίως χριστιανικού ασκητισμού και προσευχής, ώστε να αναπτυχθή το στοιχείο της εσωτερικότητος που καλλιεργούσε το αίτημα της μετανοίας ως μεταστροφής του νου και η πρακτική της εξομολογήσεως για να κερδίση περαιτέρω το άτομο σε αυτόνομη αξία. Στο διάστημα αυτό ο Λιβάνιος, ο Ναζιανζηνός και ο Αυγουστίνος δημιούργησαν την αυτοβιογραφία, ενώ οι βίοι των αγίων αναδείχθηκαν σε κατ' εξοχήν λαϊκά αναγνώσματα» (σελ. 67 και περαιτέρω).
O ανειδοποίητος αναγνώστης πιθανότατα θα εκπλαγεί διαβάζοντας ότι ο γέλως δεν εκτιμάται στην Πολιτεία του Πλάτωνα και επίσης ότι οι γυναίκες και τα παιδιά δεν συγκροτούν οικογένειες, παρά μόνο κτήμα της πόλης. Εξάλλου, κατ' αναλογία η μίμησις έγκειται στην αυτοαπόκρυψη του ποιητή. Αυτοαπόκρυψη, τονίζει ο Ράμφος, εκούσια σαν την αφάνεια του Γύγη ο οποίος στρέφει κατά βούληση το μαγικό δαχτυλίδι προς τα μέσα και γίνεται για όλους άφαντος και μόνο μέσα του παραμένει φανερός. Μια πολιτεία η οποία θέλει άνδρες αγαθούς δεν μπορεί να επιτρέψει στα παιδιά της να μιμούνται γυναίκες, νέες ή γριές, που βρίζουν τους συζύγους τους, ούτε δούλους και δούλες στις δουλικές τους πράξεις, ούτε να μιμούνται άνδρες κακούς και δειλούς, κακολόγους, αισχρολόγους, μεθύστακες ή παρανοϊκούς (395 d-396 a).
«Αλλά η ιδεολογία δεν μπορεί να συγκαλύπτη αιωνίως την πραγματικότητα, οπότε ο νόμος υπηρετεί την άσκησι μιας στυγνής εξουσίας η οποία με τη σειρά της κάποια στιγμή αφανίζεται εν μέσω ερειπίων και πτωμάτων. Η διαφορά μεταξύ τρομοκρατίας της Γαλλικής Επαναστάσεως και ναζιστικής ή κομμουνιστικής τρομοκρατίας είναι σαφής. Η πρώτη υπήρξε στυγνή βραχυπρόθεσμη επιλογή για τη συντριβή του παλαιού καθεστώτος, ενώ οι άλλες ήταν συστατικά στοιχεία των δύο τυραννικών καθεστώτων. Γι' αυτό και ο κομμουνισμός κατεδαφίσθηκε, σαν να μην είχε λόγο υπάρξεως, όταν έπαψαν να υφίστανται και να λειτουργούν τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως και τα φρενοκομεία για τους αντιφρονούντες. Ιδεολογία δεν είναι κάποιος ιδανικός έως ουτοπιστικός οραματισμός για το καλό μιας κοινωνίας ή και της ανθρωπότητος, απεναντίας είναι η εσχατολογική αναγωγή ενός μέσου –της εξουσίας– σε απόλυτο σκοπό λυτρωτικό, ταυτιζόμενο αποκαλυπτικά με τέλος του κακού, και εγκαθίδρυσι ενός μυθικού επιγείου παραδείσου» (σ.σ. 113-114).
«Όσο δε για την κοινοκτημοσύνη των γυναικών, των παιδιών και των ανδρών, οφείλουμε κάποιες επεξηγήσεις. Ασφαλώς δεν πρόκειται περί κομμουνιστικής ισοπεδώσεως. O πλατωνικός "κομμουνισμός" των φυλάκων, εκτός των άλλων, υπηρετεί και την βαθύτερη ανατροπή των ηθών, των συνηθειών και των πεποιθήσεων που συνδέουν το άτομο με την πόλη ως συγκροτημένη συλλογικότητα. Έτσι η φυσική διαφορά των φύλων (ο άνδρας γονιμοποιεί, η γυναίκα κυοφορεί) παραμερίζεται υπέρ της λογικής συνοχής του είδους, οπότε η πολιτεία μπορεί να διεκδική αντί της φυσικής συγγενείας του αίματος την πνευματική ενότητα. Η φύσι υποτάσσει, δεν ενώνει τους ανθρώπους. Γι' αυτό ο Πλάτων δεν προκρίνει την διάλυσι της οικογένειας εν ονόματι κάποιας ερωτικής ασυδοσίας, αλλά εν ονόματι μιας ανώτερης ενότητος, πιο εσωτερικής, εκείνης της δικαιοσύνης, της ευθύνης των φυλάκων έναντι πάντων...».
Πασχίζοντας μισόν αιώνα περίπου με τα γραπτά του Πλάτωνα, ο Ράμφος δεν κέρδισε απλώς τη γνώση του έργου στους μικρούς αλλά και στους μεγάλους διαλόγους˙ το κυριότερο είναι ότι η ανταπόκριση του έργου τον πλούτισε με μια βαθύτητα η οποία προσδίδει αντί για σχολαστικότητα, μια ομορφιά στην επιχειρηματολογία η οποία δίνει χαρά στον αναγνώστη, όποια και αν είναι η δική του εντύπωση. Η εξορία των ποιητών από την πόλη, η κριτική της μιμήσεως, ο μύθος του Ηρ του Παμφυλίου που πέθανε και επανήλθε στη ζωή και μια ατελεύτητη σειρά από φιλοσοφικές απορίες που έρχονται και δένουν σημαδιακά χαρίζοντας κάτι σαν φωτεινό στεφάνι στην κεφαλή του αναγνώστη είναι χωρίς καμιά αμφιβολία ένας πλούτος που δίνεται απλόχερα και κυρίως χωρίς δεύτερη σκέψη.
Τα δέκα βιβλία της Πολιτείας διαβάζονται και ξαναδιαβάζονται με οδηγό την Καλλίπολι Ψυχή, κοινωνώντας με ένα έργο που, αν μη τι άλλο, πλαταίνει τον κόσμο αντί να τον περιορίζει. Επίσης, το εσωτερικό του ανθρώπου που κατονομάζεται ποικιλοτρόπως αγγίζει τις δώδεκα φορές: εντός οράν, εντός άνθρωπος, το βέλτιστον εαυτού, εαυτού θειότατον, εν αυτώ θρεμμάτων, εν αυτώ το θείον άρχον, οικείον έχοντος εν αυτώ, πάντα τα αυτού, την εν αυτώ πολιτείαν, αμείνω αυτόν ποιήσειν, τη εαυτού πόλει, εαυτού κατοικίζειν.
Συμπεραίνει ο Ράμφος: « Η δυσκολία του πλατωνικού κειμένου για τον σημερινό αναγνώστη έγκειται κυρίως στο ότι διακρίνει πολύ καθαρά την ηθική από την αισθητική συγκίνησι, κάτι που δεν ισχύει για τον αρχαίο και τον μεσαιωνικό άνθρωπο. Ο αρχαίος άνθρωπος, όπως δείχνει και το κείμενό μας, δεν ξεχωρίζει την ηθική συγκίνησι από την αισθητική. Το ηθικό περιεχόμενο περικλείει το αισθητικό επειδή μορφοποιεί την υπέρβασι. Μπορεί η τραγική ηδονή να οφείλεται στην πλοκή κι αυτή να συνδυάζη μεγάλους χαρακτήρες (ήθη) με φοβερές πράξεις (αιμομιξίες, παιδοκτονίες, μητροκτονίες) ώστε να προκαλή έλεος για τους ήρωες και φόβο για τον εαυτό μας, όμως το περιωρισμένο της εσωτερικότητος του Αρχαίου δεν ενθαρρύνει την καθαρώς αισθητική ηδονή, όπως το κάνει η αναγεννησιακή αποτύπωση των αισθημάτων στη μορφή και το χρώμα...».
σχόλια