Χτυπάς εννιάωρα και δεκάωρα κάθε μέρα στη δουλειά. Βλέπεις τους ανθρώπους στο γραφείο περισσότερες ώρες απ' ό,τι την οικογένεια και τους φίλους σου. Δεν είναι λογικό να αναπτυχθεί μια έλξη για κάποια συνάδελφο; Και από τη στιγμή που είσαι και άνδρας, δεν «επιβάλλεται» να την κυνηγήσεις; Μπορεί να σου έχει πει μια-δυο φορές όχι, αλλά έτσι δεν είναι οι γυναίκες; Όταν λένε «όχι», εννοούν «ναι». Απλώς θέλει περισσότερο κυνήγι.
H σεξουαλική παρενόχληση έχει διάφορες διαβαθμίσεις: φιλοφρονήσεις για τη σωματική εμφάνιση, άσεμνες παρατηρήσεις, σεξουαλικού τύπου αστεία, «τυχαίες» και «αθώες» σωματικές επαφές και αγγίγματα, προσκλήσεις για «έναν καφέ ή ποτό».
Κάπως έτσι μπορεί να ξεκινήσει μια «απλή» περίπτωση σεξουαλικής παρενόχλησης στον εργασιακό χώρο. Η σεξουαλική παρενόχληση δεν είναι φλερτ, είναι μια μορφή βίας που αποβλέπει στον έλεγχο του θύματος, με τον θύτη να χρησιμοποιεί τα μέσα που τυχαίνει να διαθέτει (θέση, ιεραρχία, δύναμη, κοινωνικά στερεότυπα) για να επιβληθεί στο θύμα. Αναλόγως με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται, η σεξουαλική παρενόχληση έχει διάφορες διαβαθμίσεις: φιλοφρονήσεις για τη σωματική εμφάνιση, άσεμνες παρατηρήσεις, σεξουαλικού τύπου αστεία, «τυχαίες» και «αθώες» σωματικές επαφές και αγγίγματα, προσκλήσεις για «έναν καφέ ή ποτό», επίμονες προσωπικές ερωτήσεις για τη σεξουαλική ζωή, αποστολή e-mail και sms.
Γενικά μιλώντας, η σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία διακρίνεται σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη, η σεξουαλική παρενόχληση είναι άμεσα συνδεδεμένη με την απόδοση ή την απόρριψη κάποιου οικονομικού οφέλους. Ένας εργοδότης ή προϊστάμενος προτείνει μια συγκεκριμένη εργασία ή προαγωγή ή αύξηση μισθού, με αντάλλαγμα χάρες σεξουαλικής φύσεως. Στη δεύτερη περίπτωση, η σεξουαλική παρενόχληση εμφανίζεται όταν ο θύτης επίμονα και ανεπιθύμητα επιδιώκει σεξουαλική σχέση στον χώρο εργασίας, δημιουργώντας έτσι με τις ενοχλήσεις του ένα εκφοβιστικό, εχθρικό ή προσβλητικό περιβάλλον εργασίας για τον αποδέκτη του ενδιαφέροντος.
Λίγους μήνες νωρίτερα, μερικά περιστατικά και σχόλια εντός και εκτός της Βουλής για τις φούστες/γόβες/μπούστα κάποιων βουλευτών είχαν προκαλέσει αντιδράσεις και καταγγελίες για σεξισμό. Η πρόεδρος της Επιτροπής Ισότητας Κ. Παπακώστα έφτασε να δηλώσει ότι «δεν νοείται κοινοβουλευτικοί συνάδελφοι να συμπεριφέρονται σε βάρος κάποιου άλλου με σεξιστικό ύφος». Αν οι «πατέρες του έθνους» συμπεριφέρονται έτσι στον χώρο εργασίας τους, φανταστείτε τι γίνεται αλλού.
Επιχειρηματίας σε νησί του Αιγαίου αναγκάστηκε το καλοκαίρι που μας πέρασε να πετάξει έξω από το κατάστημά του έναν άνδρα που μετρούσε λεφτά μπροστά στις κοπέλες που δούλευαν πίσω από το μπαρ, ρωτώντας ταυτόχρονα πόσα ήθελαν για να φύγουν μαζί του. Ανάλογα περιστατικά που λίγο-πολύ έχουμε ζήσει όλοι στις εξόδους μας σοκάρουν περισσότερο όταν απεκδύονται τον μανδύα της νύχτας. Γνωστός σκηνοθέτης του θεάτρου έχει ακουστεί να λέει ότι αν ένας συγκεκριμένος ηθοποιός δεν του προσφέρει μια συγκεκριμένη ερωτική υπηρεσία, δεν θα μπει στην παράσταση. Δικηγόρος μεγάλου δικηγορικού γραφείου στο Κολωνάκι συνηθίζει να χαϊδεύει τις ασκούμενες δικηγόρους στα αυτιά, ενώ του μιλάνε.
Η Μαρία Κατσαούνη, ψυχολόγος που ειδικεύεται σε περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης, μας διηγήθηκε μερικά ακόμη περιστατικά. «Σε μια περίπτωση, η 27χρονη γυναίκα είχε δεχτεί σεξουαλική παρενόχληση από τον εργοδότη της. Η κοπέλα εργαζόταν σε κατάστημα με ρούχα. Όταν ο εργοδότης τής ζήτησε να προβάρει κάποια ρούχα, παρουσιάζοντάς το ως κομμάτι της δουλειάς της, εκείνη δέχτηκε, παρόλο που ήταν αντίθετη σε αυτό. Η σκέψη της ήταν πως "ίσως και να ήταν κομμάτι της δουλειάς" το οποίο δεν γνώριζε, καθώς ήταν μόνο μία εβδομάδα στη συγκεκριμένη θέση. Εκείνος άρχισε να την αγγίζει καθώς προσπαθούσε να στρώσει το ρούχο. Η κοπέλα αισθανόταν άσχημα, αλλά δεν μίλησε από ντροπή. "Μήπως υπερβάλλω και παρερμηνεύω τις κινήσεις του;" σκέφτηκε. Η συγκεκριμένη κοπέλα παραιτήθηκε από την εργασία της, δεν το συζήτησε με κανέναν, δεν κινήθηκε νομικά και προσήλθε στο γραφείο μου με αυξημένα ενοχικά συναισθήματα, καθώς θεωρούσε ότι κατά κάποιον τρόπο ήταν η ίδια που επέτρεψε να συμβεί αυτό. Όπως και τα περισσότερα θύματα, στην αρχή, όταν τους συμβαίνει κάτι τέτοιο, παραβλέπουν τα πρώτα σημάδια, θεωρώντας πως δίνουν λάθος ερμηνεία ή υπερβολική σημασία, "δεν κατάλαβα σωστά", "αποκλείεται... δεν εννοούσε αυτό...", "είναι απλώς ένα πείραγμα...". Υπάρχουν, βέβαια, και άλλες δύσκολες περιπτώσεις, όπως αυτή της Δ., μιας νεαρής κοπέλας η οποία είχε δεχτεί σεξουαλική παρενόχληση από τον ίδιο της τον πατέρα κατά την εφηβεία της, όταν εκείνος γύρισε σπίτι μεθυσμένος ένα βράδυ και της έκανε σεξουαλικό σχόλιο. Παρόλο που σε εκείνη τη φάση η ίδια ήταν σε θέση να βάλει όρια και να μην επιτρέψει να της συμβεί κάτι κακό, συναισθηματικά την επηρέασε σε τέτοιο βαθμό, ώστε έφτασε σε ηλικία 35 ετών για να ζητήσει βοήθεια προκειμένου να διαχειριστεί μέσα της αυτό που της είχε συμβεί πριν από τόσα χρόνια».
Η σεξουαλική παρενόχληση είναι μια μορφή έμφυλης βίας με ιδιαίτερα σοβαρές συνέπειες για το θύμα. Μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη απόδοση στην εργασία και επιδείνωση των σχέσεων με τους συντρόφους, κατάθλιψη, γενικευμένο άγχος και κρίσεις πανικού, διαταραχές ύπνου, διατροφικές διαταραχές, πονοκεφάλους, γαστρεντερικά προβλήματα, υψηλή πίεση, δυσκολία συγκέντρωσης, δυσκολία διαχείρισης του χρόνου, χρόνια κούραση, αισθήματα ενοχής ή ντροπής, αισθήματα θυμού και οργής, αίσθηση ματαιότητας, παραίτησης, έλλειψης ελέγχου, χαμηλή αυτοεκτίμηση, γενικευμένη έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους άλλους, σεξουαλικά προβλήματα ή δυσλειτουργίες, απομόνωση, αυτοκτονικούς ιδεασμούς, αυτοκτονία. Αρκετοί μπορούν να συμπάσχουν με το θύμα, όμως είναι αρκετά πιο δύσκολο να μπεις στη θέση του θύτη.
Η σεξουαλική παρενόχληση είναι κατά κύριο λόγο μια εκδήλωση σχέσεων εξουσίας.
Γιατί, λοιπόν, ο θύτης παρενοχλεί; Η Ειρήνη Ντάκου, ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια, μας εξηγεί: «Η σεξουαλική παρενόχληση είναι κατά κύριο λόγο μια εκδήλωση σχέσεων εξουσίας. Οι γυναίκες γίνονται θύματα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, ακριβώς επειδή πιο συχνά σε σχέση με τους άντρες έχουν μικρότερη εξουσία, είναι πιο ευάλωτες, σε θέσεις εργασίας με υψηλό ποσοστό ανασφάλειας – μάλιστα, ενδέχεται να μην έχουν υψηλή αυτοπεποίθηση. Σε πολλές κουλτούρες έχουν κοινωνικοποιηθεί με τέτοιον τρόπο ώστε να υπομένουν την παρενόχληση στωικά. Η αρσενική βία και επιθετικότητα προς τις γυναίκες στον χώρο δουλειάς αρχικά είναι μια έκφανση της γενικότερης επιθετικότητας των αντρών προς τις γυναίκες, αντικατοπτρίζοντας στερεότυπα και πεποιθήσεις σχετικά με τον ρόλο του καθένα στη σχέση, την οικογένεια και την κοινωνία, και συνδέεται άμεσα με τις πεποιθήσεις όσον αφορά τον "αντρισμό" και τον ρόλο του άντρα στη σύγχρονη κοινωνία. Οι έρευνες δείχνουν ότι ακόμα και σήμερα οι άντρες ορίζουν τον αντρισμό τους μέσω της εικόνας τους ως "κουβαλητή της οικογένειας", οπότε ο παραδοσιακός τους ρόλος τίθεται σε αμφισβήτηση από γυναίκες ικανές στα περιβάλλοντα εργασίας και η σεξουαλική παρενόχληση προς αυτές είναι μια πράξη "αυτοπροστασίας" απέναντι σε έναν ρόλο που δεν είναι πλέον ούτε ισχυρός, ούτε αρκετός. Οι διακρίσεις, ο αποκλεισμός από σημαντικές θέσεις ή προαγωγές, ο χαμηλότερος μισθός και η σεξουαλική παρενόχληση προς τις γυναίκες στοχεύουν ακριβώς στον υποβιβασμό και την ταπείνωση της γυναίκας, καθώς έτσι ο κάθε θύτης αποκτά την αίσθηση της εξουσίας, του ελέγχου και της σημαντικότητας του αντρισμού του.
Όμως δεν παρενοχλούν σεξουαλικά όλοι οι άντρες. Σε μια κοινωνία που σταθερά κάνει διακρίσεις ενάντια στις γυναίκες, προκύπτει το ερώτημα γιατί κάποια αγόρια γίνονται άντρες που παρενοχλούν και άλλα όχι; Ένας παράγοντας αφορά μαθημένη συμπεριφορά που επιδιώκει την προσοχή του άλλου – στην προκειμένη, της γυναίκας-θύματος. Οι άντρες αυτοί ζητάνε προσοχή μη κατανοώντας, νοητικά ή/και συναισθηματικά, ότι αυτός ο τρόπος δεν είναι αποδεκτός, ενδεχομένως γιατί μεγάλωσαν σε ένα οικογενειακό πλαίσιο με ανάλογα ερεθίσματα ή με την έλλειψη ερεθισμάτων σεβασμού και αξίας για τη γυναίκα και τη φύση της».
Το ποσοστό των γυναικών που υφίστανται σεξουαλική παρενόχληση στους χώρους εργασίας και προχωρούν σε καταγγελία υπολογίζεται σε 8%.
Ζητήσαμε και από τον ψυχοθεραπευτή Φώτη Μαυρίδη να εστιάσει στην ψυχοσύνθεση του θύτη. Μας μίλησε για μια περίπτωση ενός παντρεμένου διευθυντή που υπερέβη τα εσκαμμένα με μια νεαρή υπάλληλο, η οποία στη συνέχεια ζήτησε τη βοήθειά του. «Της έλεγε πως ένιωθε δυστυχισμένος γιατί η γυναίκα του δεν τον αγαπούσε πραγματικά. Την περιέγραφε ως μια γυναίκα ψυχρή, επικριτική και απορριπτική, που ενδιαφερόταν μόνο για τα παιδιά τους. Ό,τι και αν έκανε γι' αυτήν, ήταν λίγο. Ήρθαν, λοιπόν, στην επιφάνεια τα αισθήματα αναξιότητας και απόρριψης που ένιωθε ο διευθυντής για τη γυναίκα του. Και αν μπορούσε να το ψάξει κανείς στο βάθος, θα έβρισκε ότι ο διευθυντής ένιωθε τα ίδια αισθήματα για κάθε γυναίκα που έκανε σχέση. Στον γάμο του δεν γνωρίζουμε πώς εξέφραζε την απογοήτευση και τον θυμό του. Και πιθανότατα, αν ήταν εξαρτημένος από τη γυναίκα του, να εκδηλωνόταν με απόσυρση και κατάθλιψη. Στη δουλειά του, όμως, βρισκόταν σε θέση ισχύος· μπορούσε να αντιστρέψει την κατάσταση που βίωνε με τη σύζυγό του. Έτσι, η σχέση με τη νεαρή υπάλληλο ήταν ένας τρόπος να νιώθει ότι μια γυναίκα τον έχει ανάγκη, ότι τον αγαπάει και τον θαυμάζει. Η συναισθηματική βία που άσκησε πάνω της στον εργασιακό χώρο ήταν η έκφραση του θυμού και του μίσους που ένιωθε για τα συναισθήματα απόρριψης που ήταν χαραγμένα μέσα του, αλλά και ένας τρόπος να νιώθει ότι έχει έλεγχο και δύναμη πάνω σε μια γυναίκα, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε πραγματικά».
Σε έρευνα του 2000 από το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας, ποσοστό της τάξης του 8%, που αναλογεί σε 12 εκατομμύρια εργαζόμενους/ες στην Ε.Ε., δήλωσε ότι υπέστη παρενόχληση στον χώρο εργασίας κατά τη διάρκεια του έτους. Οι γυναίκες είναι θύματα παρενόχλησης σε μεγαλύτερο βαθμό από τους άντρες (9% και 7% αντίστοιχα) και οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου είναι θύματα παρενοχλήσεων σε μεγαλύτερο βαθμό από τους μόνιμους. Το ποσοστό των παρενοχλούμενων είναι υψηλότερο στον δημόσιο τομέα (13%), αλλά επίσης υψηλό και στους εργαζομένους στους τομείς παροχής υπηρεσιών και πωλήσεων (11%). Το 47% των θυμάτων ανέφερε ότι βιώνει άγχος στα εργασιακά του καθήκοντα, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στο σύνολο των ερωτώμενων ήταν 28%. Γενικά και από νεότερες έρευνες πιστεύεται ότι το 35% των γυναικών και το 10% των ανδρών στην Ε.Ε. έχουν πέσει θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης.
Στην Ελλάδα, μία από τις μεγαλύτερες έρευνες που έχουν γίνει στο θέμα είναι από το Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας το 2004. Σε δείγμα 1.200 γυναικών, το 15% των ερωτώμενων δήλωσε ότι έχει έμμεση γνώση περιστατικών σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία, ενώ ένα 10% των ερωτώμενων γυναικών έχει υπάρξει θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης στον εργασιακό χώρο. Μεταξύ των θυμάτων, οι πιο νέες γυναίκες (16-25 ετών) πέφτουν πιο συχνά θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία (σε ποσοστό 57,5%). Το 35,8% των γυναικών που δήλωσε ότι παρενοχλήθηκε σεξουαλικά ήταν νεο-προσληφθέν, ενώ όσο αυξάνεται η παραμονή των γυναικών στον χώρο εργασίας, μειώνονται και οι αναφορές περιστατικών σεξουαλικής παρενόχλησης. Το προφίλ του δράστη σεξουαλικής παρενόχλησης στον χώρο εργασίας σκιαγραφείται ως άνδρας (97%), έγγαμος, ηλικίας έως 45 ετών, με ανώτατη κυρίως μόρφωση. Επιπλέον, συνήθως κατέχει ανώτερη ιεραρχικά θέση στην επιχείρηση από εκείνη των γυναικών-θυμάτων (στο 45% των περιπτώσεων πρόκειται για διευθυντές), ενώ σπανιότερα πρόκειται για άμεσα προϊστάμενο, συνάδελφο ή πελάτη.
Αν και ως κοινωνία έχουμε κάνει βήματα μπροστά, θέτοντας σε μεγάλο βαθμό στο περιθώριο αντιλήψεις που συνοψίζονται στην έκφραση «έλα, μωρέ, τα ήθελε κι εκείνη», η σεξουαλική παρενόχληση στον εργασιακό χώρο παραμένει ένα θέμα ταμπού...
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των γυναικών-θυμάτων σεξουαλικής παρενόχλησης, οι κυριότεροι λόγοι που οδήγησαν τον δράστη στην εκδήλωση παρενοχλητικής συμπεριφοράς αφορούσαν κυρίως τον χαρακτήρα του, καθώς συχνά παρενοχλούσε κι άλλες γυναίκες, ή ακόμα και την έλξη που αισθανόταν ο δράστης για το θύμα. Η ηλικία και η οικογενειακή κατάσταση της γυναίκας διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο: τα θύματα είναι κατά κύριο λόγο οι νεότερες σε ηλικία γυναίκες, καθώς και οι άγαμες και διαζευγμένες γυναίκες. Σύμφωνα με την έρευνα, η συντριπτική πλειονότητα των γυναικών-θυμάτων σεξουαλικής παρενόχλησης παύει να εργάζεται στον συγκεκριμένο χώρο (78,3%) είτε λόγω παραίτησης (86,2%) είτε εξαιτίας απόλυσης (8,5%). Το ποσοστό των γυναικών που υφίστανται σεξουαλική παρενόχληση στους χώρους εργασίας και προχωρούν σε καταγγελία υπολογίζεται σε 8%.
Η Βάσω Κόλλια, γενική γραμματέας Ισότητας των Φύλων, έχει κάποιες ενστάσεις σχετικά με τα νούμερα. «Πιστεύω ότι στη χώρα μας είναι ακόμη υψηλότερα τα πραγματικά ποσοστά. Είναι αποδεδειγμένο ότι οι γυναίκες πολύ δύσκολα καταγγέλλουν τη σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας, κυρίως λόγω αισθημάτων ντροπής ή φόβου. Οι ίδιες οι εργαζόμενες συχνά δεν έχουν συνείδηση ή γνώση των δικαιωμάτων τους. Πολλές φορές δεν συνειδητοποιούν καν ότι είναι θύματα τέτοιας συμπεριφοράς ή ίσως να αισθάνονται και οι ίδιες ένοχες! Πόσες φορές, άλλωστε, δεν έχουμε ακούσει ότι για τα φαινόμενα βίας κατά των γυναικών, ακόμα και για τα πιο ειδεχθή, οι "γυναίκες φταίνε, γιατί προκαλούν"! Τα τελευταία χρόνια, βέβαια, οι κοινωνίες μας έχουν ευαισθητοποιηθεί αρκετά γύρω από το φαινόμενο και στην Ελλάδα έχουν γίνει πολύ σημαντικά βήματα. Ο νομοθέτης έχει δώσει στις γυναίκες σημαντικά "όπλα" για να προστατεύουν τον εαυτό τους και τα δικαιώματά τους. Ήδη από το 2003, με σχετικό προεδρικό διάταγμα (Π.Δ. 105/2003), εάν ένα πρόσωπο ισχυρίζεται ότι υφίσταται σεξουαλική ή άλλη παρενόχληση και επικαλείται γεγονότα ή στοιχεία που υποστηρίζουν τον ισχυρισμό, τότε το βάρος της απόδειξης ότι δεν υπήρξε παραβίαση φέρει ο εγκαλούμενος και όχι η εργαζόμενη. Με τον νόμο 3500/2006 για την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας, η σεξουαλική παρενόχληση απαγορεύεται ρητά ως διάκριση λόγω φύλου. Η νομοθεσία προβλέπει ποινές φυλάκισης αλλά και αξιώσεις αποζημίωσης του θύματος. Ακόμη, απαγορεύεται να απολυθεί εργαζόμενος που υφίσταται σεξουαλική παρενόχληση, όταν αυτό συνιστά εκδικητική συμπεριφορά εργοδότη ή στελεχών της επιχείρησης απέναντι στον καταγγέλλοντα. Και τέλος, διά νόμου ορίζεται ότι αποτελεί υποχρέωση των εργοδοτών να εξασφαλίζουν ότι κανένας εργαζόμενος δεν θα δέχεται ανεπιθύμητη, προσβλητική σεξουαλική συμπεριφορά (άρθρο 26, 3896/2010)».
Η Χριστίνα Αγγέλη, επιστημονική συνεργάτιδα στον Συνήγορο του Πολίτη, μία από τις αρμόδιες Αρχές για την υποβολή καταγγελιών, μας είπε ότι το 2013 υπήρξε αύξηση κατά 25% των αναφορών για διάκριση λόγω φύλου στην εργασία. Από αυτές τις 327 καταγγελίες που εξέτασε ο Συνήγορος, το 7,25% αφορούσε περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης. Η αύξηση των περιστατικών πιθανώς συνδέεται με την οικονομική κρίση και τις συνέπειές της στο επίπεδο της εργασίας των γυναικών, μια ομάδα κατεξοχήν ευάλωτη.
Ο Βασίλης Τσαμασίρος, δικηγόρος με εμπειρία στο θέμα της σεξουαλικής παρενόχλησης, εξηγεί γιατί δεν υπάρχουν πολλές καταγγελίες και μας δίνει έναν οδηγό για το πώς μπορούμε να κινηθούμε, αν υποστούμε σεξουαλική παρενόχληση στον εργασιακό μας χώρο. «Τα περισσότερα θύματα φοβούνται συνήθως την ένδεια/απουσία/έλλειψη αποδεικτικών μέσων και στοιχείων, διότι είτε αυτά πράγματι δεν υπάρχουν, καθώς η συμπεριφορά του θύτη εκδηλώνεται μόνο σε κατ' ιδίαν συναντήσεις με το θύμα, είτε οι τυχόντες μάρτυρες είναι ομοίως εργαζόμενοι στον ίδιο εργασιακό χώρο και δεν είναι πρόθυμοι να εμπλακούν σε μια τέτοια αντιδικία, η οποία άλλωστε όχι μόνο δεν θα ωφελήσει τους ίδιους σε κάτι αλλά μπορεί επίσης να τους δημιουργήσει προβλήματα.
Επομένως, σκόπιμη είναι η γνωστοποίηση του προβλήματος στους συναδέλφους και η παραίνεση προς αυτούς να παρέχουν τη μαρτυρία τους, εφόσον χρειαστεί, σε συνδυασμό με την εξαρχής διερεύνηση των προθέσεών τους να συνδράμουν με τη μαρτυρία τους ώστε και το θύμα να μη βρεθεί έκθετο στο μέλλον. Περαιτέρω, αυτονόητο είναι ότι το θύμα οφείλει να διαφυλάσσει κάθε μέσο σεξουαλικής παρενόχλησης, εφόσον βεβαίως αυτή λαμβάνει χώρα με κάποιον τρόπο που μπορεί να καταγραφεί, όπως sms, σημειώματα, e-mail. Δεν ενδείκνυται η κρυφή καταγραφή του θύτη, γιατί δεν λαμβάνεται υπόψη ως αποδεικτικό στοιχείο και αποτελεί παράνομη πράξη. Οπωσδήποτε, ακόμη και αν υπάρχει παντελής έλλειψη άλλων αποδεικτικών μέσων, το θύμα πρέπει να μεριμνήσει ώστε να τηρεί ένα αρχείο/ημερολόγιο καταγραφής των περιστατικών της σεξουαλικής παρενόχλησης (μαζί με τα τυχόντα αποδεικτικά στοιχεία που τα συνοδεύουν), διότι ενδέχεται να μεσολαβήσει ένα σημαντικό χρονικό διάστημα μέχρι την οριστική του απόφαση να καταγγείλει την εναντίον του συμπεριφορά και εξ αυτού να του διαφεύγουν κάποια γεγονότα που θα θεμελίωναν περισσότερο και καλύτερα την καταγγελία του.
Σε κάθε περίπτωση, αν η σεξουαλική παρενόχληση είναι πράγματι υπαρκτή και παραπεμφθεί η αντιμετώπισή της στις δικαστικές Aρχές, και μόνο η μαρτυρία του θύματος –εφόσον, βεβαίως, είναι αληθής– είναι ικανή να επιφέρει την καταδίκη του θύτη και τη δικαίωση του θύματος, δεδομένου ότι οι δικαστές διαθέτουν την κατάλληλη αντίληψη και εμπειρία ώστε να εξακριβώνουν την πραγματικότητα και την αλήθεια ή μη των καταγγελλόμενων περιστατικών. Σημαντικό είναι να αναφερθεί ότι για τις περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης, μεταξύ άλλων, έχει προβλεφθεί μια ρηξικέλευθη καινοτομία στη νομοθεσία, η οποία συνίσταται στο ότι, εν αντιθέσει με ό,τι ισχύει γενικώς, εφόσον ο καταγγέλλων επικαλείται γεγονότα ή στοιχεία που καθιστούν πιθανή τη σεξουαλική του παρενόχληση, τότε είναι βάρος και υποχρέωση του καταγγελλομένου να αποδείξει ότι δεν προέβη σε αυτήν τη συμπεριφορά.
Αρμόδιες Αρχές για την υποβολή και τη διερεύνηση των καταγγελιών σεξουαλικής παρενόχλησης είναι ο Συνήγορος του Πολίτη, ο οποίος επιλαμβάνεται κυρίως θεμάτων που άπτονται της εργασίας στον δημόσιο τομέα, και το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, που διερευνά τα καταγγελλόμενα σχετικά με την εργασία στον ιδιωτικό τομέα. Αμφότερες οι Αρχές έχουν τη δυνατότητα να επιβάλουν διοικητικές κυρώσεις και πρόστιμα εναντίον των υπαίτιων αλλά και να διαβιβάσουν την καταγγελία στις αρμόδιες δικαστικές αρχές για την περαιτέρω επιβολή ποινικών κυρώσεων. Παραλλήλως, ο παθών/η παθούσα μπορεί να απευθυνθεί στον αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών και να ζητήσει να κληθεί ο καταγγελλόμενος υπαίτιος από το αρμόδιο Αστυνομικό Τμήμα, ώστε να του γίνουν συστάσεις σχετικά με τη συμπεριφορά του και προκειμένου να παύσει αυτή. Εν κατακλείδι, βεβαίως πάντα υπάρχει η δυνατότητα της υποβολής μήνυσης εναντίον του θύτη προκειμένου να του επιβληθεί η προβλεπόμενη ποινική τιμωρία, καθώς και η δυνατότητα άσκησης αγωγής προκειμένου να αποκατασταθεί η προσβολή και να προστατευτεί η προσωπικότητα του θύματος, σε συνδυασμό με τη διεκδίκηση αποζημίωσης για την οικονομική ζημία που τυχόν υπέστη το θύμα αλλά και τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης».
Αν και ως κοινωνία έχουμε κάνει βήματα μπροστά, θέτοντας σε μεγάλο βαθμό στο περιθώριο αντιλήψεις που συνοψίζονται στην έκφραση «έλα, μωρέ, τα ήθελε κι εκείνη», η σεξουαλική παρενόχληση στον εργασιακό χώρο παραμένει ένα θέμα ταμπού και δυστυχώς η οικονομική κρίση, συνδυαζόμενη με την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, έχει δημιουργήσει ανασφαλή περιβάλλοντα εργασίας που εκτρέφουν τέτοιου είδους παράνομες συμπεριφορές. Ένα βήμα μπρος και δύο πίσω.
σχόλια