γαμώ τα ντουέτα
ήμασταν πάντα απένταροι, ψαρεύαμε τις κυριακάτικες
εφημερίδες από
δευτεριάτικους σκουπιδοτενεκέδες(μαζί με τα μπουκάλια που επιστρέφονται έναντι
αντιτίμου)
κάθε τόσο μας έκαναν έξωση απ' το σπίτι
αλλά σε κάθε καινούριο ξεκινούσαμε απ την αρχή,
καθυστερώντας πάντα κραυγαλέα το ενοίκιο,
με το ραδιόφωνο
να παίζει γενναία στο κομματιασμένο ηλιόφωτο, ζούσαμε σαν
εκατομμυριούχοι, σα να' ταν ευλογημένες οι ζωές μας,
λάτρευα τις γόβες της τις ψηλοτάκουνες και τα σέξυ της φουστάνια, αλλά και το πώς γελούσαμε μαζί μου
φορώντας το σκισμένο φανελάκι μου το στολισμένο με
τρύπες από καύτρα: ήμασταν φοβερό δίδυμο, η Τζέιν κι
εγώ, αστράφταμε μες
στην τραγωδία της φτώχειας μας λες κι ήταν ανέκδο-
το, λες και δεν
είχε σημασία -και δεν είχε- την είχαμε πιάσει
απ το λαιμό και
την πεθαίναμε στα γέλια.
αργότερα είπαν ότι
δεν είχαν ξανακούσει τέτοιο τρελό τραγούδι, τέτοια
χαρούμενη ερμηνεία
παλιών τραγουδιών
ούτε
τέτοιες φωνές και βρισιές-
γυαλικά να σπάνε-
τρέλα-
οχυρωμένοι κατά του σπιτονοικοκύρη
και της αστυνομίας (ξέραμε τι κάναμε)
ξυπνούσαμε το πρωί, με τον καναπέ, τις καρέκλες και
τον κομό
να φράζουν την
πόρτα.
ξυπνώντας
Έλεγα πάντα, «προηγούνται οι κυρίες»
Κι η Τζέιν έτρεχε στο μπάνιο για μερικά λεπτά κι
Ύστερα
ερχόταν η δική μου σειρά κι
αργότερα, ξαπλωμένοι πάλι στο κρεβάτι της, ν' ανασαίνουμε
κι οι δύο σιγανά,
αναρωτιόμασταν ποια
καταστροφή θα 'φερνε η επόμενη μέρα, νιώθαμε παγιδευμένοι, μακελεμένοι, ηλίθιοι, απελπισμένοι, νιώθαμε ότι είχαμε εξαντλήσει το
τελευταίο ίχνος της τύχης μας, νιώθαμε
σίγουροι ότι είχαμε
ξεμείνει από καλοτυχία.
η θλίψη μπορεί να ριζώσει βαθιά όταν βρίσκεσαι με
την πλάτη
κολλημένη στον τοίχο πρωί πρωί
πάντα όταν βρίσκαμε τον τρόπο να το
ξεπερνάμε.
συνήθως ύστερα από δέκα με δεκαπέντε λεπτά, η
Τζέιν έλεγε,
«σκατά!» κι εγώ έλεγα,
«ναι!»
κι ύστερα, χωρίς πεντάρα και χωρίς ελπίδα σκαρφι-
ζόμασταν έναν τρόπο να συνεχίσουμε, και περιέργως συνεχίζαμε.
πολλές και μυστήριες οι βουλές της αγάπης.
Από τη ποιητική συλλογή «Η λάμψη της αστραπής πίσω απ το βουνό», του Τσάρλς Μπουκόφσκι σε μετάφραση της Σώτης Τριανταφύλλου το ποίημα γαμώ τα ντουέτα
Η Helen Felumlee, από το Νάσπορτ πέθανε στα 92 της χρόνια στις 12 Απριλίου. Ο σύζυγός της, Kenneth Felumlee, πέθανε το επόμενο πρωί. Είχαν αποκτήσει οκτώ παιδιά. Ήταν μαζί από την εφηβεία τους.Το ζευγάρι είχε κλεφτεί στο Νιούπορτ το 1944. Ο Kenneth ήταν επιθεωρητής στα τρένα και αργότερα ταχυδρόμος. Η Helen νοικοκυρά. Σύμφωνα με δηλώσεις της κόρης του, δώδεκα ώρες μετά το θάνατο της γυναίκας του, ο Kenneth κοίταξε τα παιδιά του και είπε: «Η μητέρα σας πέθανε». Από τότε έχασε την επαφή του με το περιβάλλον. Τα παιδιά του δήλωσαν στον τύπο ότι ποτέ δεν κοιμήθηκαν χωριστά και ήταν πάντα αγαπημένοι. Έκαναν πολλά ταξίδια μετά τη συνταξιοδότηση του Kenneth στις ΗΠΑ.
σχόλια