Ορισμένοι να «πειράζουν ό,τι μένει ήσυχο», κατά τη φράση του Άγγλου πολιτικού Ουόλπολ – οι Γάλλοι ποτέ δεν δέχτηκαν το προφανές. Ο θεωρητικός τους βίος ήταν πάντοτε συγκριτικός, πολυεπίπεδος και εστιασμένος σε κάτι που ξεπερνούσε τα ευλογοφανή επιχειρήματα. Από τον Ντεκάρτ κι ύστερα δεν έδειχναν να αποδέχονται την εύκολη συλλογιστική –ειδικά από τη στιγμή που υπεισήλθε σε αυτήν το φασματικό στοιχείο της τρέλας–, γνωρίζοντας πως οτιδήποτε φαίνεται δεν σημαίνει απαραίτητα ότι υπάρχει. Το καρτεσιανό στοιχείο της αμφιβολίας, αναπόσπαστα συνυφασμένο με την ίδια τη σκέψη, καθόριζε έκτοτε και τη στάση των Γάλλων απέναντι στο πεδίο της πολιτικής: κανόνες, νόρμες, νόμοι, υπήρχαν για να αμφισβητούνται και να ανατρέπονται. Το ίδιο συμβαίνει και με την προπαγάνδα και την επιβολή του εύκολου συναισθήματος: η φιλόσοφος Ρεβώ ντ' Αλλόν αποποιείται την ευκολία του οίκτου στην πολιτική (όχι όμως της συμπόνιας), όπως και ο Μισέλ Φουκώ κάποτε διαχώριζε την τέχνη της διακυβέρνησης από τα πολλαπλά ερωτήματα που οφείλει να θέσει εκ νέου η κοινωνία.
Όταν όλη η Ευρώπη μιλάει για την οικονομία και το χρέος, ο Γάλλος, ακόμα και σήμερα, μετατοπίζει αλλού το πρόβλημα –στο θέμα των αξιών, της πολιτικής, των εγγενών προβλημάτων της δημοκρατίας–, στοχάζεται πέρα από το υπάρχον και μεριμνά ώστε οι δομικές ανεπάρκειες να μην αφήσουν την κοινωνία να απολέσει τη συνοχή της.
Όλα αυτά εξηγούν από μόνα τους γιατί η τραγωδία που χτύπησε την περασμένη εβδομάδα το Παρίσι δεν πρόκειται να μετατρέψει τον γαλλικό ιστό σε ένα ιδιόμορφο φασιστικό μόρφωμα – κι αυτό φάνηκε από τις πρώτες κιόλας αντιδράσεις. Ο ρεβανσισμός δεν υπήρξε ποτέ στην περίτεχνη γαλλική λογική που ξεπερνούσε τα διφυή όρια του μανιχαϊσμού – πόσο μάλλον τα εύκολα δίπολα, καλό-κακό, Ανατολή-Δύση. Ως εκ τούτου, ο παρισινός Γενάρης δεν έχει σχέση με τον αμερικανικό Σεπτέμβρη, ούτε το χτύπημα στην καρδιά του Παρισιού μπορεί να επιφέρει τα αντιδραστικά αποτελέσματα μιας 11ης Σεπτεμβρίου. Την απάντηση τη βρίσκουμε στις αναλύσεις των Γάλλων θεωρητικών: όπως δεν δέχτηκε ποτέ ο Μισέλ Φουκώ τα «εύλογα» –και μάλλον εύκολα– συμπεράσματα περί διακυβέρνησης που επέβαλε η Σχολή του Σικάγου και η κυρίαρχη αμερικανική σκέψη, έτσι κι ο μέσος Γάλλος δεν αποδέχεται την κανονιστικότητα του εύκολου συμπεράσματος. Κυρίως, όμως, από τον Φουκώ και μετά δείχνει να αντιδρά στην κατίσχυση του οικονομικού πεδίου έναντι της πολιτικής και τη μετατροπή του homo economicus σε πρωταγωνιστή των εξελίξεων. Όταν όλη η Ευρώπη μιλάει για την οικονομία και το χρέος, ο Γάλλος, ακόμα και σήμερα, μετατοπίζει αλλού το πρόβλημα –στο θέμα των αξιών, της πολιτικής, των εγγενών προβλημάτων της δημοκρατίας–, στοχάζεται πέρα από το υπάρχον και μεριμνά ώστε οι δομικές ανεπάρκειες να μην αφήσουν την κοινωνία να απολέσει τη συνοχή της. Για εκείνον οι έννοιες της διακυβέρνησης και του συλλογικού χώρου, ακόμα κι αν καθοριζόταν από έναν κυρίαρχο, είχαν πρωτεύουσα θέση απέναντι σε οποιαδήποτε οικονομική πολιτική και τον ατομισμό – κι αυτή είναι η πρωτογενής διαφορά από την Αμερική. Γράφει χαρακτηριστικά ο Φουκώ στη Γέννηση της Βιοπολιτικής [Παραδόσεις στο Κολλέγιο της Γαλλίας (1978-1979), από εκδόσεις Πλέθρον]: «Ο αμερικανικός φιλελευθερισμός δεν έπαψε, ασφαλώς, να βρίσκεται στην καρδιά όλων των πολιτικών συζητήσεων στην Αμερική κατά τη διάρκεια δύο αιώνων, είτε πρόκειται για την οικονομική πολιτική, για τον προστατευτισμό, για το πρόβλημα του χρυσού και του αργύρου, του διμεταλλισμού, είτε πρόκειται για το πρόβλημα της δουλείας, είτε πρόκειται για το πρόβλημα του καθεστώτος της λειτουργίας του δικαστικού θεσμού, είτε πρόκειται για τη σχέση μεταξύ των ατόμων και διαφόρων Πολιτειών, μεταξύ των διαφόρων Πολιτειών και του Ομοσπονδιακού Κράτους. Μπορούμε να πούμε ότι το ζήτημα του φιλελευθερισμού υπήρξε ένα επίμονα επαναλαμβανόμενο στοιχείο σε όλη την πολιτική συζήτηση και σε όλες τις πολιτικές επιλογές των Ηνωμένων Πολιτειών. Θα λέγαμε, αν θέλετε, ότι ενώ τον 19ο αιώνα στην Ευρώπη τα επιμόνως επαναλαμβανόμενα στοιχεία της πολιτικής συζήτησης ήταν είτε η ενότητα του έθνους, είτε η ανεξαρτησία του, ή το κράτος δικαίου, στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ο φιλελευθερισμός».
Στο πλαίσιο αυτό ξανάνοιξε τότε για τη Γαλλία η συζήτηση σχετικά με το ποια ακριβώς θέλουμε να είναι η θέση του ανθρώπου στη σύγχρονη κοινωνία – όχι απομακρυσμένος από έναν δημόσιο χώρο, ούτε κρυμμένος στο ατομικιστικό καβούκι του. Πολύ αργότερα, τα παιδιά του Μάη του '68, όπως ο Φουκώ, ξαναέθεσαν τα ερωτήματα ακόμα και για έννοιες που θεωρούσαμε δεδομένες, ενώ οι περισσότεροι φιλόσοφοι στη Γαλλία έμειναν έκτοτε να αναρωτιούνται πώς ακριβώς θέλουμε να ορίζεται η σύγχρονη δημοκρατία. «Η δημοκρατία προωθεί και υπόσχεται την ελευθερία κάθε ανθρωπίνου πλάσματος εντός της ισότητας όλων των ανθρωπίνων πλασμάτων. Με αυτή την έννοια η μοντέρνα δημοκρατία δεσμεύει τον άνθρωπο απόλυτα, οντολογικά, και όχι μόνο τον "πολίτη"» επισημαίνει ο γνωστός φιλόσοφος Jean-Luc Nancy στο κείμενό του «Πεπερασμένη και άπειρη δημοκρατία» από τον συλλογικό τόμο Πού πηγαίνει η δημοκρατία; (εκδόσεις Πατάκη). Με τον Nancy θα συμφωνήσει με τον δικό του τρόπο σε άλλο κείμενο από τον ίδιο τόμο ένας από τους πιο γνωστούς θεωρητικούς της δημοκρατίας σήμερα στον κόσμο, ο Jacques Rancière: «H δημοκρατία, με την έννοια της εξουσίας του λαού, της εξουσίας εκείνων που δεν έχουν κανέναν ιδιαίτερο τίτλο για να ασκήσουν την εξουσία, αποτελεί τη βάση χωρίς την οποία δεν μπορούμε να στοχαστούμε την πολιτική. Αν η εξουσία ανήκει στους πιο σοφούς, στους πιο ισχυρούς, στους πιο πλούσιους, δεν βρισκόμαστε πλέον στον χώρο της πολιτικής. Είναι επιχείρημα του Ρουσσώ: η εξουσία του πιο ισχυρού δεν είναι ανάγκη να διατυπώνεται ως δίκαιο – εάν ο ισχυρός είναι ο πιο ισχυρός, αυτός επιβάλλεται, κι αυτό είναι όλο. Δεν υπάρχει ανάγκη άλλης νομιμοποίησης. Θεωρώ πως η δημοκρατία είναι μια εξισωτική προϋπόθεση με βάση την οποία ακόμα κι ένα ολιγαρχικό καθεστώς σαν το δικό μας οφείλει λίγο ως πολύ να νομιμοποιείται. Ναι, η δημοκρατία έχει μια κριτική λειτουργία: είναι η ισότητα ενσφηνωμένη στο σώμα της κυριαρχίας, αντικειμενικά και υποκειμενικά, είναι αυτό που έρχεται να εμποδίσει την πολιτική να μετατραπεί τελείως απλά σε μια πρακτική αστυνόμευσης».
Γι' αυτό και η Ευρώπη, ύστερα από έναν φαύλο κύκλο ολοκληρωτισμού κι αιματηρών πολέμων, επέστρεψε στη δημοκρατική αναγκαιότητα – και οι Γάλλοι υπήρξαν οι σκαπανείς, όπως και το 1789, αυτής της νέας ολβιόδωρης πραγματικότητας που μέχρι πρόσφατα κρατούσε το ευρωπαϊκό όραμα ζωντανό και απαρασάλευτο. Οι πολίτες απέκτησαν έκτοτε φωνή και, όπως φάνηκε και από τη μεγαλειώδη συγκέντρωση της Κυριακής, αυτή είναι μια κατάκτηση της σύγχρονης ευρωπαϊκής δημοκρατίας σε θεωρητικό, πρακτικό και πολιτικό επίπεδο: «Στην πραγματικότητα, η δημοκρατία είναι ένα νέο δεδομένο στην Ευρώπη. Η ιδέα έχει μακρινή καταγωγή, η γένεσή της διήρκεσε πολύ, αλλά η συγκεκριμένη και συγκροτημένη διαμόρφωσή της είναι πρόσφατη. Αν θέλουμε να ακριβολογούμε, πριν από το 1945 θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο μόνο για έναν "εκδημοκρατισμένο φιλελευθερισμό", για να χαρακτηρίσουμε έτσι τα καθεστώτα που απέκτησαν κάπως βιαστικά την επωνυμία "φιλελεύθερες δημοκρατίες". Το όνομα αυτό παραπέμπει μόνο σε ένα άνοιγμα του αντιπροσωπευτικού συστήματος στην καθολική ψηφοφορία, το οποίο δεν μεταβάλλει ουσιωδώς τη φύση του, παρότι έχει βαρύνουσες συνέπειες. Η πραγματική φιλελεύθερη δημοκρατία είναι κάτι διαφορετικό και εμφανίζεται μόνο με τις μεταρρυθμίσεις που ξεκίνησαν με την Απελευθέρωση. Ανατρέπει εκ βάθρων την τάξη των όρων, φέρνοντας στο προσκήνιο τη δημοκρατική εξουσία μέσω ενός αναπροσδιορισμού του περιεχομένου και των μεθόδων της που της επιτρέπουν να ενσωματώσει τον φιλελεύθερο περιορισμό. Μια θεωρία της δημοκρατίας, όπως λειτουργεί στην πράξη, οφείλει να ξεκινήσει από αυτήν τη μεταμόρφωση. Αυτή είναι η προϋπόθεση για να είναι δόκιμη η θεωρία» γράφει ο Marcel Gauchet στη θεωρητική-ιδεολογικοπολιτική ιστορική του ανάλυση για την άνοδο της δημοκρατίας στην Ευρώπη, και συγκεκριμένα στον τρίτο τόμο που φέρει τον τίτλο Η δημοκρατία υπό τη δοκιμασία των ολοκληρωτισμών 1914-1974 (εκδόσεις Πόλις).
Εξού και το ότι, εκτός από την κατανόηση, βασική προϋπόθεση για τη λειτουργία της δημοκρατίας είναι η ενσυναίσθηση, η συναισθηματική ταύτιση με το πάσχον υποκείμενο που, όπως θα ξεπερνά τον εύκολο συναισθηματισμό της εικόνας και θα μας κάνει να αναλάβουμε την ευθύνη μας ως πολίτες, θα βοηθήσει τους πολιτικούς να επαναπροσδιορίσουν συνολικότερα τη στάση τους.
Αλλά τι είναι αυτό που θα μας βοηθήσει όχι μόνο να κατανοήσουμε τον μετασχηματισμό των σύγχρονων πολιτικών δεδομένων αλλά και να προβάλουμε την εξέλιξή τους στο μέλλον; Αρκεί η ανάλυσή τους ή χρειάζεται να επινοήσουμε κάτι εκ νέου; Σε αυτό επιμένει ένας από τους σπουδαιότερους Γάλλους φιλοσόφους της εποχής μας, ο Michel Serres, ο οποίος υπερβαίνει το πεδίο της πολιτικής και φιλοσοφικής ανάλυσης και, λαμβάνοντας υπόψη την κυβερνητική, τις επιστήμες, τα σύγχρονα μαθηματικά και την τοπολογία (δι)ανοίγει ένα νέο πεδίο ανάλυσης που επιμένει ότι πρέπει να ανιχνεύσουμε μια ετερόκλητη πραγματικότητα για να πάμε παραπέρα. Ο ίδιος μέμφεται όλους αυτούς τους «φιλοσόφους της υποψίας», οι οποίοι δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να αγνοούν τις επιστήμες και τον τρόπο που λειτουργεί ο έμβιος κόσμος, εξαντλώντας τα συμπεράσματά τους στην ευκολία της εικόνας: «Η κοινωνία μας, προκειμένου να αποφύγει την αντιμετώπιση των αληθινών και σαφώς δύσκολων ζητημάτων, βρίσκει καταφύγιο –όπως είναι γνωστό– στις αναπαραστάσεις και στο θέαμα: αφενός φόβος και έλεος, με θανάτους και πτώματα, ώστε να προσδίδει στις άσκοπες επαναλήψεις μια κάποια βαρύτητα και κάποιο στοιχείο πραγματικότητας, αφετέρου άρτος και θεάματα, ούτως ώστε να προκαλεί ενδιαφέρον. Ως εκ τούτου, η κοινωνία μας εθίζεται σαν ναρκομανής στο ακόλουθο ερώτημα: ποιος θα κερδίσει; Αυτό το ερώτημα, επαναλαμβανόμενο ακατάπαυστα, λανσάρει έναν χρόνο που κόβει την ανάσα, τον χρόνο ενός σασπένς εσαεί επανερχόμενου» επιμένει ο Michel Serres στον Καιρό των κρίσεων (εκδόσεις Καλέντης). «Ποιος θα κερδίσει τις εκλογές, στις καλύτερες πωλήσεις, στο ποδόσφαιρο, τα περισσότερα μετάλλια των Αγώνων...; Περίεργη προσμονή ενός αποτελέσματος που όμως το γνωρίζει εκ των προτέρων όλος ο κόσμος: κερδίζει πάντοτε ο πλουσιότερος, τόσο στους Ολυμπιακούς Αγώνες, όσο και στο ποδόσφαιρο και στις εκλογές. (...) Αυτό το δυαδικό παιχνίδι που ενθουσιάζει τα πλήθη και αντιπαραθέτει μόνο ανθρώπινα όντα –τον Κύριο ενάντια στον Δούλο, την Αριστερά ενάντια στη Δεξιά, τους Ρεπουμπλικάνους ενάντια στους Δημοκρατικούς, την τάδε ιδεολογία ενάντια σε κάποιαν άλλη, τους Πράσινους ενάντια στους Βένετους– εξαφανίζεται εν μέρει τη στιγμή που παρεμβαίνει ο τρίτος. Και ποιος τρίτος! Ο Κόσμος καθαυτόν. Εδώ, στον πίνακα (του Γκόγια), πρόκειται για έναν λασπότοπο. Αύριο θα είναι το κλίμα. Το νερό, ο αέρας, η φωτιά, η γη, η χλωρίδα και η πανίδα, το σύνολο των ειδών έμβιων όντων..., αυτή η αρχέγονη και νέα χώρα, αδρανής-ανόργανη και έμβια, την οποία πιο κάτω ονομάζω Βιογαία. Τέλος στο δυαδικό παιχνίδι. Έναρξη του τριαδικού παιχνιδιού. Ιδού, λοιπόν, ποια είναι η οικουμενική σύγχρονη κατάσταση».
Εξού και το ότι, εκτός από την κατανόηση, βασική προϋπόθεση για τη λειτουργία της δημοκρατίας είναι η ενσυναίσθηση, η συναισθηματική ταύτιση με το πάσχον υποκείμενο που, όπως θα ξεπερνά τον εύκολο συναισθηματισμό της εικόνας και θα μας κάνει να αναλάβουμε την ευθύνη μας ως πολίτες, θα βοηθήσει τους πολιτικούς να επαναπροσδιορίσουν συνολικότερα τη στάση τους. Γράφει στοχαστικά η Μυριάμ Ρεβώ ντ' Αλλόν στον Συμπονετικό Άνθρωπο (εκδόσεις Εστία): «Οι πολιτικοί οφείλουν, λοιπόν, να αντικαταστήσουν μια πολιτική που θεωρείται πολύ απόμακρη και ελιτίστικη με μια πολιτική εγγύτητας, στην οποία δεν είναι απλώς η άποψη του πολίτη που καθορίζει τους πολιτικούς προσανατολισμούς, αλλά, επίσης, τα προσωπικά του προβλήματα, οι δυσκολίες και οι οδύνες λαμβάνονται άμεσα και ορατά υπόψη από τους ηγέτες. Η Συμπόνια αποτελεί συνιστώσα αυτής της νέας θεμελίωσης της νομιμότητας». Αυτό που είδαμε την Κυριακή στο Παρίσι είναι ακριβώς αυτό: η αρχή της συμπόνιας που μπορεί να επαναπροσδιορίσει τον όρο της πολιτικής – τον τρόπο που μετέρχονται τις ιδέες οι πολιτικοί αλλά και που αντιδρούν οι πολίτες. Ας είναι ένα μεγάλο μάθημα για την Ευρώπη και για όλους μας για το ποια κοινωνία θέλουμε, σε ποια σύγχρονη πολιτεία επιθυμούμε να ζούμε.
Michel Serres, Καιρός των κρίσεων (μτφρ.: Λαοκρατία Λάκκα, επιμέλεια: Βαγγέλης Μπιτσώρης επίμετρο: Σταύρος Κατσανέβας, εκδόσεις Καλέντης)
Πού πηγαίνει η Δημοκρατία; (μτφρ.: Ν. Κατσογιάννη, Φ. Μαραβέλιας, Φ. Σιατίτσας, επιμέλεια: Δημήτρις Βεργέτης, εκδόσεις Πατάκη)
Michel Foucault, Η Γέννηση της Βιοπολιτικής / Παραδόσεις στο Κολλέγιο της Γαλλίας (1978-1979) (μτφρ.: Βασίλης Πατσογιάννης, εκδόσεις Πλέθρον) Marcel Gauchet, Η άνοδος της δημοκρατίας ΙΙ / Η δημοκρατία υπό τη δοκιμασία των ολοκληρωτισμών 1914-1974 (μτφρ.: Αλέξανδρος Κιουπκιολής, εκδόσεις Πόλις)
Μυριάμ Ρεβώ ντ' Αλλόν, Ο Συμπονετικός Άνθρωπος (μτφρ.: Μιχάλης Πάγκαλος, εκδόσεις Εστία)
σχόλια