Είναι γεγονός πως το σωματικό βάρος στην καλλιτεχνική πορεία του Ντέμη Ρούσσου έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο. Πάνω σ’ αυτό, και στον τρόπο ντυσίματος που εκείνο επέβαλε, στηρίχθηκε το image του καλλιτέχνη και κατ’ επέκταση η μεγαλειώδης (κυριολεκτικά και μεταφορικά) εικόνα του.
Παρά ταύτα ήταν το βάρος, και πάλι, εκείνο που γύρισε κάποια στιγμή τούμπα την καριέρα του. Αποτέλεσε τροχοπέδη όχι μόνον της θαυμαστής ποπ πορείας του, αλλά και της φυσιολογικής, καθημερινής ζωής του. Υπήρχε σοβαρός λόγος ο Ντέμης Ρούσσος να αδυνατίσει… και αυτή τη φάση της ζωής του περιγράφει ο ίδιος στο βιβλίο του (γραμμένο με τη βοήθεια της φωτογράφου Véronique Skawinska) «Αδυνατίστε & Παραμείνετε Αδύνατοι».
Πρόκειται για ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε στη Γαλλία το 1982 και στην Ελλάδα τέσσερα χρόνια αργότερα (1986) από τις εκδόσεις «Το Χρήσιμο Βιβλίο/ Δ.Ε.Κ. ΕΠΕ - Ν. Σμύρνη», όταν είχε αρχίσει ν’ αναπτύσσεται και στη χώρα μας πια το ενδιαφέρον για το «αδυνάτισμα» (μετά το… χλαπάκιασμα της πρώτης πασοκικής τετραετίας).
«Όταν είμαστε μάρτυρες τις φτώχειας που βασιλεύει σ' αυτή τη γη, του αριθμού των ανθρώπων που πεθαίνουν από πείνα και που πολεμούν για να επιζήσουν, ομολογώ πως είναι ανήθικο να επιδεικνύουμε τα πλούτη μας. Αλλά δυστυχώς σ' αυτό τον κόσμο βασιλεύει η αδικία και εγώ δεν είμαι η Οσία Μαρία. Άλλωστε δεν υποχρέωσα κανένα να ασχοληθεί μαζί μου.»
Όπως έγραφε και ο ίδιος ο Ντέμης Ρούσσος στο κεφάλαιο «Το ταλέντο συγχωρείται, όχι όμως και η δόξα»:
«Όσο πιο ψηλά στέκεσαι, τόσο περισσότερο γίνεσαι στόχος για κριτική. Πάντα μας κριτικάρουν, όταν είμαστε διάσημοι: είτε είμαστε κομμουνιστές, είτε καπιταλιστές, πάντα υπάρχει η αντιπολίτευση. Η εικόνα που παρουσίαζα ήταν δυναμικά πληθωρική. Είναι φυσικό να γίνω μισητός, όσο και αγαπητός. Δεν μπορούμε ν’ αρέσουμε σ’ όλο τον κόσμο. Με κατηγόρησαν ότι παρίστανα το Θεό με την δικαιολογία ότι τα σκηνικά μου θύμιζαν βυζαντινές εικόνες και ότι φορούσα χιτώνες όπως ο πάπας. Οι Εγγλέζοι έφτασαν μάλιστα να με αποκαλέσουν ‘το μπαλόνι που τραγουδάει’.
Καταλαβαίνω πολύ καλά τους λόγους που με έκαναν να με βλέπουν με άσχημο μάτι. Όταν είμαστε μάρτυρες τις φτώχειας που βασιλεύει σ’ αυτή τη γη, του αριθμού των ανθρώπων που πεθαίνουν από πείνα και που πολεμούν για να επιζήσουν, ομολογώ πως είναι ανήθικο να επιδεικνύουμε τα πλούτη μας. Αλλά δυστυχώς σ’ αυτό τον κόσμο βασιλεύει η αδικία και εγώ δεν είμαι η Οσία Μαρία. Άλλωστε δεν υποχρέωσα κανένα να ασχοληθεί μαζί μου. Αν ήμουν ένα ενδιαφέρον θέμα για τους δημοσιογράφους είναι γιατί οι αναγνώστες ήθελαν να ξέρουν αν οι γάτες μου έτρωγαν χαβιάρι –αυτός ήταν ο τίτλος ενός άρθρου σ’ ένα γερμανικό περιοδικό– ή αν πλενόμουν σε ολόχρυσο νιπτήρα, πράγμα που ωστόσο δεν ήταν αλήθεια!
Η επιτυχία μου απέδειξε πως τελικά είχα περισσότερους θαυμαστές παρά εχθρούς. Πολλές φορές ήξερα ότι έπαιζα με τη φωτιά, αλλά προτιμούσα να μην το σκέφτομαι, γιατί όσο ξεπερνούσα τα όρια του καλού γούστου τόσο ή επιτυχία μου μεγάλωνε. Και παρ’ όλο που συχνά αναγκάστηκα να θυσιαστώ, δεν είναι εύκολο να σκοτώσεις την κότα που γεννά τα χρυσά αυγά. Την ημέρα όμως που συνειδητοποίησα ότι δεν είχα πια ανάγκη να προσποιούμαι, ότι σ’ αυτά τα χρόνια είχα αποκτήσει αρκετή ψυχική και υλική ασφάλεια για να αντιμετωπίσω μια μεταμόρφωση, και ότι οι κίνδυνοι που διέτρεχε η υγεία μου, η ιδιωτική μου ζωή και η ψυχική μου ακεραιότητα ήταν μεγαλύτεροι από την αξία της ευχαρίστησης, δεν δίστασα να πάρω μιαν απόφαση και να επιβληθώ στον εαυτό μου».
Το βιβλίο έχει πολύ ενδιαφέρον καθότι παρέχει πληροφορίες από πρώτο χέρι για την πορεία της ζωής και της καριέρας ενός αληθινού ποπ καλλιτέχνη (από την εποχή των Idols ήδη, την περίοδο των Aphrodite’s Child και βεβαίως της προσωπικής απογείωσης στα seventies), καταγράφονται σκέψεις και απόψεις όπως αυτές που διαβάσατε πιο πάνω και που απηχούν τα βαθύτερα πιστεύω του Ντέμη Ρούσσου, ενσωματώνονται φωτογραφίες, οικογενειακές και καλλιτεχνικές, ανέκδοτες έως τότε (1982/1986), ενώ στο… διαιτητικό κομμάτι δίνονται όλες εκείνες οι διατροφικές πληροφορίες και συνταγές που βοήθησαν τον Ρούσσο να «κατέβει» από τα 145 κιλά, αποκτώντας συν τω χρόνω τη ζωή ενός φυσιολογικού ανθρώπου. Μέντορας και συμπαραστάτης αυτής της μεταμόρφωσης υπήρξε η Véronique Skawinska, φίλη του Βαγγέλη Παπαθανασίου και φωτογράφος πολλών εξώφυλλων δίσκων του. Όπως γράφει και η ίδια:
«Γνωριστήκαμε το 1976, όταν ο Ντέμης Ρούσσος είχε έρθει στο Λονδίνο για να ηχογραφήσει με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου το άλμπουμ ‘The Demis Roussos Magic’, πρώτη τους συνεργασία μετά τους Aphrodite’s Child. Είχαμε τότε μια σύντομη γνωριμία γιατί εγώ βρισκόμουν ακόμη στο νοσοκομείο μετά από μια σοβαρή εγχείρηση. Οι λίγες αυτές επισκέψεις του στην κλινική δώσανε γρήγορα τροφή στο κουτσομπολιό και γέμισαν το δωμάτιό μου με ανυπόμονες νοσοκόμες που ήθελαν να τον πλησιάσουν, να τον θαυμάσουν και να του πάρουν ένα αυτόγραφο. Στην Αγγλία ήταν ένας διάσημος σταρ που γέμιζε αρκετές φορές το χρόνο τις 6000 θέσεις του Royal Albert Hall, πουλούσε εκατομμύρια δίσκους και το BBC είχε αφιερώσει γι’ αυτόν μια εκπομπή μιας ώρας με τίτλο ‘The Roussos Phenomenon’. Ήταν δηλαδή στην πραγματικότητα ο μόνος ευρωπαίος τραγουδιστής που είχε κατορθώσει να φτάσει στην κορυφή των hit parades και να αποκτήσει τη φήμη βεντέτας στο βρετανικό χώρο. Οι Αγγλίδες ήταν ξετρελαμένες μαζί του, και παρά τα 120 κιλά του ήταν γι’ αυτές η προσωποποίηση του ρομαντισμού και της μεσογειακής σεξουαλικότητας, πράγμα που μου έκανε τεράστια εντύπωση, γιατί εγώ ήμουν, αντίθετα, θιασώτης της διαιτητικής, της υγιεινής ζωής και του αδύνατου προφίλ και προσπαθούσα να μυήσω το περιβάλλον μου στις αρετές της χορτοφαγίας, της φυσικής ζωής και της άσκησης».
Κι ενώ οι πρώτες 74 σελίδες του βιβλίου μας παρέχουν πλούσιο υλικό για τη ζωή και την καριέρα του Ντέμη Ρούσσου, από τα παιδικά χρόνια του στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, έως και τις αρχές της δεκαετίας του ’80, από ’κει και κάτω, από τη σελίδα 75 έως και την 275, το βιβλίο αποκτά άλλο χαρακτήρα – μετατρέπεται σ’ ένα διαιτητικό ανάγνωσμα, εντός του οποίου εξετάζονται οι τροφές, οι μεταβολισμοί, οι νηστείες, οι σάουνες, οι κλινικές αδυνατίσματος, η μαγειρική και βεβαίως οι ανάλογες συνταγές.
Να μερικές απ’ αυτές…
σχόλια