Με την έλευση του 2015 μάλλον συντελέστηκε μια άτυπη συμφωνία στα εγχώρια τηλεοπτικά δρώμενα, ώστε να αρχίσει πάλι κάτι να κινείται. Πολλοί από εμάς έχουμε χρόνια, ίσως πάνω από δεκαετία, να παρακολουθήσουμε ελληνικό σίριαλ. Φέτος, με την «Εθνική Ελλάδος» του Γιώργου Καπουτζίδη, την πολυαναμενόμενη επιστροφή της «10ης Εντολής» του Πάνου Κοκκινόπουλου και, φυσικά, τις πολυσυζητημένες «Ηρωίδες» της Αλεξάνδρας Κ* συντονιστήκαμε και πάλι στους δέκτες μας.
Η Αλεξάνδρα είναι πανέμορφη και πιτσιρίκα, μόλις 29 ετών. Από κοντά φαίνεται η πραγματική της ηλικία, γιατί στο σίριαλ την κάνουν να δείχνει κάπως πιο ώριμη, παρόλο που υποδύεται την 30άρα. «Καλό είναι να μην υπάρχει απόλυτη ταύτιση ρόλου και ανθρώπου» μου λέει.
Ξεκίνησε να γράφει τις «Ηρωίδες» πριν από δύο περίπου χρόνια, ενώ αυτό που βλέπουμε είναι η τρίτη επανεγγραφή του σεναρίου. Το φορμάτ άλλαξε πολλές φορές. Η αρχική πρότασή της ήταν για δέκα 25λεπτα επεισόδια σε στυλ μίνι σειράς, στην πορεία τής ζητήθηκε ολόκληρη σεζόν με είκοσι πέντε 45λεπτα επεισόδια και τελικά κατέληξαν σε δεκαπέντε 45λεπτα επεισόδια, οπότε χρειάστηκε να προσαρμόσει ανάλογα το σενάριο και τους χαρακτήρες που άλλαζαν συνεχώς. Αν το σίριαλ πάρει παράταση, το σενάριο θα πρέπει να αναπροσαρμοστεί εκ νέου.
Κανείς άνθρωπος δεν είναι απόλυτα συμπαθής, αν τον συναντήσεις περισσότερες από τρεις φορές. Εγώ δεν μπορώ να ταυτιστώ με κάποιον που είναι μόνο καλός. Ρωγμές έχουμε όλοι.
«Φαίνεται ότι παίρνει λίγο μπρος το πράγμα. Οι συνθήκες δεν έχουν βελτιωθεί, ό,τι βλέπουμε εξακολουθεί να γίνεται με ελάχιστο μπάτζετ και πολύ περισσότερο κόπο» μου λέει αναφορικά με την αλλαγή του τοπίου. Με δεδομένα τα ελάχιστα χρήματα που διαθέτουν οι παραγωγές, θεωρώ ότι το βασικότερο πρόβλημα στις σειρές της ελληνικής τηλεόρασης είναι τα κακά σενάρια. Υστερικοί χαρακτήρες που δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα, ευνοιοκρατία σε 4-5 ανθρώπους που εξακολουθούν να κάνουν τηλεόραση με τον ίδιο τρόπο που έκαναν στα ’90s, καταστάσεις και χιούμορ που δεν αφορούν κανέναν, πέραν ίσως όσων έχουν πατήσει προ πολλού τα πρώτα -ήντα.
Γιατί, λοιπόν, χρειάστηκαν 10 και πλέον χρόνια για να γραφτούν σενάρια που να προσεγγίζουν την ελληνική πραγματικότητα; «Πιστεύω ότι είναι ένα από τα αποτελέσματα της κρίσης. Πλέον δεν χρειάζεται να παριστάνεις ότι ζεις κάπως, να πιέζεσαι να δείξεις ότι είσαι επιτυχημένος, ότι τα έχεις βρει με τον εαυτό σου, ότι όλα στη ζωή σου είναι τέλεια. Αυτό συμβαίνει και σε παγκόσμιο επίπεδο. Επίσης, βλέπουμε πια τόσες ξένες σειρές στις οποίες το επίπεδο είναι στον Θεό – αυτές είναι πια οι αναφορές μας».
Η Αλεξάνδρα γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα, σε μια τυπική μικροαστική οικογένεια που ζούσε σε μια τυπική εργατική συνοικία, κατεξοχήν «παιδί του ΠΑΣΟΚ», με γονείς που δούλευαν στην τράπεζα. Η γειτονιά και το σχολείο της ήταν ψιλολούμπεν και μου εξομολογείται ότι έχει φάει bullying επειδή διάβαζε κι έπαιζε σκάκι. Δεν ήταν πολύ εύκολα τα παιδικά χρόνια και ανυπομονούσε να φύγει, περισσότερο λόγω κοινωνικών συναναστροφών. «Ότι κάτι άλλο υπάρχει εκεί έξω και πρέπει να το ανακαλύψουμε, ε» της λέω συμμεριζόμενος τις εφηβικές της ανησυχίες και συμφωνεί. Πριν από 4 χρόνια που επέστρεψε για λίγο καιρό στο νησί, είδε μεγάλες αλλαγές. «Έχει γίνει πολύ πιο ευρωπαϊκή η Κέρκυρα, μπορώ να πω ακόμα και multi-culti, γιατί πολλοί Ευρωπαίοι μένουν πια μόνιμα εκεί. Έχει απίστευτη κουλτούρα αυτός ο τόπος, που ως παιδάκι δεν την είχα ζήσει».
Κάποια στιγμή μετακόμισαν οικογενειακώς στην Πάτρα, όπου τελείωσε το Λύκειο. «Ακόμα πιο μικροαστικά εκεί! Πέρασα, όμως, ωραία γιατί άρχισα να ασχολούμαι με το θέατρο. Το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας είχε δημιουργήσει ερασιτεχνικό τμήμα που απευθυνόταν σε φοιτητές, με μαθήματα που γίνονταν μετά τις 12 το μεσημέρι. Εγώ, λοιπόν, επειδή ήμουν πολύ καλή μαθήτρια στο σχολείο, φλώρος και απουσιολόγος, έπαιρνα άδεια και πήγαινα στα μαθήματα. Πέρασα στην Καλών Τεχνών, Θεατρολογία στη Θεσσαλονίκη. Ήθελα να γίνω θεωρητικός. Τότε, μια παράσταση του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, ένας Άμλετ με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, ήρθε στη Θεσσαλονίκη. Χρειάζονταν αντικατάσταση και πήραν εμένα. Αποφάσισα να το προσπαθήσω, έδωσα στο ΚΘΒΕ και πέρασα. Το θεωρητικό κομμάτι του θεάτρου δυστυχώς το παράτησα, αλλά κάποια στιγμή θα με ενδιέφερε πολύ να το συνεχίσω. Τον χειμώνα του ’06 (σ.σ. περίοδος που έχει αναφερθεί εκτενώς στη σειρά) τον θυμάμαι ως τον πιο ανέμελο χειμώνα μου. Φοιτήτρια σε μόνιμο hangover! Έπειτα, ήρθα στην Αθήνα, όπου το πάλεψα δύο χρόνια ως ηθοποιός. Έκανα ελάχιστο θέατρο, δεν μου πήγαινε καθόλου. Πάθαινα κρίσεις πανικού επί σκηνής. Όλες οι φάσεις της ακρόασης, το να πρέπει συνεχώς να αποδεικνύω τον εαυτό μου, με διέλυαν. Από το να γίνω άλλος άνθρωπος, αποφάσισα να το παρατήσω. Ευτυχώς, ήδη είχα ξεκινήσει να γράφω περιστασιακά στη “Voice” και στο “Υποβρύχιο”. Βρέθηκα τότε, σε πολύ κακή προσωπική φάση, στη Νέα Υόρκη. Δεκέμβρης του ’08, σκληρή εποχή. Πήγα για να κάνω workshops και αποφάσισα ότι θα μείνω εκεί και θα δουλέψω ως μετανάστρια, χωρίς να έχω κάποιο συγκεκριμένο στόχο. Απλώς ήθελα να φύγω από την Ελλάδα. Στην Αμερική εργάστηκα στο σέρβις ελληνικού εστιατορίου, έγραφα διαφημιστικά και παράλληλα έκανα μαθήματα σεναρίου. Λόγω έρωτα γύρισα στην Ελλάδα, έκανα την κόρη μου και το γύρισα τελείως στο γράψιμο, που ήταν το μοναδικό πράγμα που μπορούσα να κάνω παράλληλα με το μεγάλωμα του παιδιού μου. Τότε ασχολήθηκα με τη συγγραφή παιδικών βιβλίων και θεατρικών, κάποιες παραγγελίες φίλων. Το σίριαλ το άρχισα για πλάκα, μόλις μεγάλωσε λίγο η μικρή».
Διατηρώντας τη μακροβιότερη στήλη στο ελληνικό «Cosmopolitan», το «Sex and the single girl», η Αλεξάνδρα μου εξηγεί ότι το έντυπο που την ανέδειξε είναι παρεξηγημένο. Τα Cosmo Girls από τη μία και η κληρονομιά του «Sex and the City» από την άλλη έχουν αναγάγει τον φεμινισμό σε ένα μάλλον περίεργο συνονθύλευμα, της λέω και μου εξηγεί: «Οι περισσότεροι έχουν ταυτίσει το περιοδικό αποκλειστικά με το πώς να ευχαριστεί μια γυναίκα τον άντρα. Το “Cosmopolitan” ξεκίνησε με φεμινιστική χροιά. Ήταν το πρώτο έντυπο που μίλησε για τον γυναικείο οργασμό, για την απόλαυση του σεξ και τη διεκδίκησή του από την πλευρά της γυναίκας. Στα ’90s έγινε, κακώς, μια στροφή σε πιο “εύκολη” θεματολογία. Τον τελευταίο χρόνο έχει συμφωνηθεί, σε παγκόσμιο επίπεδο, ότι θα είμαστε πολύ πιο προσεκτικές με το τι προτείνουμε στις γυναίκες. Ο ρόλος των τίτλων μας προφανώς είναι καθαρά εμπορικός, αλλά διαβάζοντας πέντε πράγματα που γράφουμε στα άρθρα μας μπορεί ένα κορίτσι στην επαρχία να καταλάβει ότι δεν είναι ok να τη δέρνει ο πατέρας της». Ζητά λίγο έξτρα κέικ με τον καφέ από τον σερβιτόρο. Της φέρνει σχεδόν ένα γεμάτο πιάτο. Γελάει. «Τώρα αυτό ήταν και λίγο του τύπου “πάρ’ τα, μωρή, που τόλμησες να ζητήσεις κι άλλο, φά’ το όλο τώρα”».
Μόλις η συζήτηση φτάνει στις καλλιτεχνικές της αναφορές, ενθουσιάζεται. «Έχω τρέλα με τον Στρίντμπεργκ, τον Ίψεν και τον Τσέχοφ, τους διαβάζω από 15 χρονών, τους ξέρω απ’ έξω». Εντυπωσιάζομαι, καθώς περίμενα να μου πει κάτι λιγότερο κλασικό, κάτι σε Σάρα Κέιν, ας πούμε. «Στο θέατρο είναι πολύ κλασικές οι αναφορές μου. Επίσης, Σαίξπηρ με τρέλα, Μαριβώ, Ρασίν, Κορνέιγ, όλοι αυτοί που λάνσαραν το νέο είδος γυναίκας. Από εκεί ξεκινά, για μένα, ο φεμινισμός. Η Έντα Γκάμπλερ, η Νόρα και η Δεσποινίς Τζούλια είναι οι πρώτες γυναίκες που φαίνεται ότι κάποτε θα κατακτήσουν τον κόσμο. Δεν τον κατακτούν, βέβαια, πεθαίνουν ή φυγαδεύονται, αλλά από εκείνες ξεκινά ο σπόρος για την εξέλιξη της γυναίκας. Κινηματογραφικά λατρεύω τον Γούντι Άλεν και τη νουβέλ βαγκ. Την Περιφρόνηση του Γκοντάρ, το Σημασία έχει ν’ αγαπάς του Ζουλάφσκι, που είναι η αγαπημένη μου ταινία. Από σενάρια, Νόρα Έφρον και Λίνα Ντάναμ». Αναφέρει πως βλέποντας το «Girls» ένιωσε να απελευθερώνεται και να μπορεί να πει ό,τι θέλει. Διακρίνω ότι αυτό που κάνει η Αλεξάνδρα στις «Ηρωίδες» ενέχει έναν ιδιότυπο παπακαλιατικό ή γουντιαλενικό «εγωκεντρισμό». Έχει γράψει το σενάριο κι έχει κρατήσει τον πιο ενδιαφέροντα χαρακτήρα με τις πιο cool ατάκες για τον εαυτό της. Διαφωνεί. «Είχα στο μυαλό μου ότι θα ήθελα να παίξω, μάλλον επειδή είχα περάσει πολύ καιρό κλεισμένη στο σπίτι, μπροστά στον υπολογιστή. Μου αρέσει πολύ η ατμόσφαιρα του γυρίσματος και ήθελα να την ξαναζήσω. Δεν έχω τον πιο γαμάτο ρόλο! Αυτός είναι η Λούκι, θα ήθελα πολύ να παίξω τον ρόλο της, αλλά υποκριτικά έχει πολλές απαιτήσεις και δεν ήθελα να με δυσκολέψει ή να μην το φέρω σωστά εις πέρας. Ο δικός μου χαρακτήρας είναι ψύχραιμος, λογικός, με ελάχιστες στιγμές ακραίων συναισθημάτων. Είναι βατός ο ρόλος μου, ή τουλάχιστον για μένα, που έχω κοινά βιώματα αναφορικά με τη μητρότητα και τη δουλειά».
Οι «Ηρωίδες» μιλούν ελεύθερα για drugs, πηγαίνουν σε σεξ πάρτι, κάνουν παρέα με τρανς και γκέι ζευγάρια που δεν είναι καρικατούρες αλλά παρουσιάζονται όπως είναι στην πραγματικότητα. Σε ρεαλιστικές βάσεις προσεγγίζονται και όλες οι υπόλοιπες θεματικές της σειράς – η διαφθορά των ελληνικών media, η μητρότητα που δεν βρίσκεται σε ροζ συννεφάκι, ο κολωνακιώτικος νεοπλουτισμός, και όλα αυτά σε τρία μόλις επεισόδια. Ίσως είναι η πρώτη φορά που μια ελληνική σειρά, ακόμα κι αν προβάλλεται αργά το βράδυ, αναφέρεται με τόση ειλικρίνεια σε τόσο «επικίνδυνα» θέματα για την ηθική του μέσου πουριτανού θεατή. Ως τώρα, είτε θα παρουσιάζονταν με εκνευριστική εξιδανίκευση είτε απλώς θα υπονοούνταν. «Δεν φοβήθηκες ότι αυτό που τους πρότεινες δεν επρόκειτο ποτέ να πάρει έγκριση;» τη ρωτώ. «Το κομμάτι, ας πούμε, για τα ναρκωτικά ούτε που το σκέφτηκα ποτέ. Ως προς τους γκέι ρόλους, είχα πραγματικά μεγάλη αγωνία και χαίρομαι που το λες. Δεν αντιλαμβανόμουν ότι μπορεί να είναι επικίνδυνα όλα αυτά. Τώρα παρατηρώ ότι βρίζουν πολύ ή ότι έχει πολύ σεξ η σειρά. Γενικά, δεν σκέφτομαι έτσι. Με έχει σώσει μάλλον το ότι έχω πολλά χρόνια να δω ελληνική τηλεόραση. Μόνο μια φορά μπήκα στη διαδικασία να διαβάσω σχόλια κάτω από άρθρο που αφορούσε τη σειρά και δεν το ξανακάνω. Έχω τρελό πρόβλημα με τον hate speech. Πάντως, δεν είναι καθαρά αυτοβιογραφικό το σενάριο, αλλά σίγουρα έχει πολλά στοιχεία της ζωής μου μέσα. Ό,τι μου έχει κάνει εντύπωση από τα γύρω-γύρω, ιστορίες φίλων, στις οποίες έχουν γίνει τροποποιήσεις, χάριν μιας πιο κουλ αντιμετώπισης».
Καθώς μου μιλά, αλλάζει στάσεις στον καναπέ, αράζει, κουνιέται, είναι ένα παιδί στην τσίτα, με νεύρο και ζωή. Άλλο ένα αντισυμβατικό στοιχείο της σειράς νομίζω πως είναι το γεγονός ότι οι τρεις ηρωίδες της δεν είναι συμπαθείς με την εύκολη και ευρεία τηλεοπτική έννοια. «Κανείς άνθρωπος δεν είναι απόλυτα συμπαθής, αν τον συναντήσεις περισσότερες από τρεις φορές. Εγώ δεν μπορώ να ταυτιστώ με κάποιον που είναι μόνο καλός. Ρωγμές έχουμε όλοι. Μια καλή κίνηση ενός ήρωα αποκτά άλλη σημασία όταν το προηγούμενο λεπτό αυτός ο ήρωας είναι πολύ μεγάλος μαλάκας. Γράφοντάς το, δεν είχα σκοπό την ταύτιση. Απλώς κατέγραφα τη δική μου πραγματικότητα, χωρίς να έχω στο μυαλό μου το “φίλτρο” ότι αυτό το πράγμα θα βγει. Περνούσα τόσο καλά κατά τη συγγραφή του, χωρίς στόχο, γι’ αυτό και τα πρώτα drafts είχαν ξεφύγει πολύ περισσότερο! Αυτό που βλέπετε είναι αρκετά μαζεμένο, όχι από το κανάλι, αλλά από εμένα, που έπρεπε να εξομαλύνω πρόσωπα και καταστάσεις”.
Από τα λεγόμενά της αντιλαμβάνομαι ότι δεν στόχευε ιδιαίτερα σε κάποιο συγκεκριμένο target group. Η ίδια είναι παιδί του κέντρου που κινείται σε ακτίνα δύο χιλιομέτρων, δεν έχει αυτοκίνητο και δεν χρησιμοποιεί συχνά τα ΜΜΜ – δεν ήξερε ότι η κόκκινη γραμμή του μετρό είχε φτάσει ως το Ελληνικό! Της λέω ότι ο πυρήνας των θεατών που έχουν εκθειάσει τη σειρά φαίνεται να είναι οι άνθρωποι που ζουν και κινούνται στην Αθήνα, και μάλιστα στο κέντρο της, αυτοί εν ολίγοις που διαβάζουν και τα free press! Δεν μπήκε στη διαδικασία να γράψει σκεπτόμενη μια ευρύτερη αποδοχή; «Το πιστεύεις ότι θεωρούσα πως η σειρά θα είναι εντελώς uncool για εκείνους; Εγώ φοβόμουν ότι αυτές οι τρεις γκόμενες είναι πολύ uncool γι’ αυτό το crowd. Δεν θα πήγαιναν στην Κολοκοτρώνη, γιατί δεν νιώθουν στα νερά τους! Ήταν οι losers του σχολείου. Μάλλον εγώ φοβάμαι λίγο αυτό τον πυρήνα, δεν έχω νιώσει ποτέ να είμαι μέλος κάποιας κλίκας. Μου κάνει μεγάλη εντύπωση ότι αυτό το κοινό φαίνεται να έχει αγκαλιάσει τη σειρά. Θεωρούσα ότι θα έχει ανταπόκριση σε κορίτσια της επαρχίας, που το όνειρό τους είναι να μεταναστεύσουν στη μεγάλη πόλη».
Τη ρωτώ αν σκέφτηκε ποτέ να καθοδηγήσει την κόρη της, που πάνω-κάτω έχει την ίδια ηλικία με το τηλεοπτικό της παιδί, στο να παίξει στη σειρά, γνωρίζοντας ότι οι παιδικοί ρόλοι είναι συνήθως πολύ προβληματικοί στην Ελλάδα – άλλο ένα στοιχείο που μας διαφοροποιεί ιδιαίτερα από τις παραγωγές του εξωτερικού, όπου βλέπεις πολύ ταλαντούχα παιδιά-ηθοποιούς σε αντίθεση με εδώ, που τα περισσότερα παίζουν απλώς σαν να απαγγέλλουν ποίημα σε σχολική γιορτή. «Είναι πραγματικά τραγική η εμπειρία της αναζήτησης παιδιών. Τα βρίσκεις από πρακτορεία και βλέπεις ότι τα περισσότερα έχουν πιεστεί πάρα πολύ να έρθουν στο κάστινγκ, το κάνουν σαν αγγαρεία, για να πάρουν μετά ως αντάλλαγμα παγωτό ή McDonald’s ή παιχνίδια. Τους το επιβάλλουν οι φιλόδοξοι γονείς. Για να παίξει καλά κάποιος, σε οποιαδήποτε ηλικία, πρέπει να τα έχει καλά με τον εαυτό του. Ευτυχώς, η μικρή μου στη σειρά προέρχεται από μια υγιή οικογένεια που την προστατεύει και η ίδια γουστάρει πολύ! Εγώ δεν ήθελα καθόλου να στρέψω την κόρη μου προς τα εκεί. Το θεωρώ πολύ επικίνδυνο. Θα μπερδευόταν πάρα πολύ ανάμεσα στο τι συμβαίνει στην πραγματικότητα και τι στο σίριαλ».
Καθώς μιλά, στην καφετέρια της Βουλιαγμένης όπου καθόμαστε γίνεται χαμός. Βλέπει μια τυπική οικογένεια των νοτίων προαστίων, νεαρούς γονείς ντυμένους στην πένα με τα μικρά παιδιά τους. «Τους χαζεύω. Παιδάκια με γυαλιά ηλίου μες στο μαγαζί. Αυτοί έχουν αποφασίσει από χθες το βράδυ τι θα φορέσουν. Θα δείξουν προς τα έξω ότι είναι μια υπέροχη οικογένεια, ενώ οι ίδιοι παραμένουν υπεργκόμενοι, έχουν κάνει παιδιά χωρίς να χάσουν το sexiness και το coolness τους. Θα ήθελα πάρα πολύ να δω το inbox αυτού του τύπου και αυτής της γκόμενας! Εκεί θα ήταν το τρελό ενδιαφέρον».
σχόλια